Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΩΝ ΤΣΙΠΙΑΝΩΝ (ἢ ΚΗΠΙΑΝΩΝ) ΣΤΟΝ ΓΟΥΛΑ

 

 

 

Κάθοδος τῶν βλαστοφόρων χορευτῶν τοῦ Ἅη-Γιώργη ἀπὸ τὸν βράχο τοῦ Γουλά· στὸ βάθος τὰ σωζόμενα ἐρείπια τοῦ Κάστρου τῶν Τσιπιανῶν.

 

 

Τὸ Κάστρο τῶν Τσιπιανῶν (ἢ Κηπιανῶν) πάνω στὸν βράχο τοῦ Γουλᾶ

(τοῦ Παναγιώτη Καρώνη)

Προλεγόμενα

Εἶναι ἀρκετὰ τὰ ἀπομεινάρια ἀπὸ Ἀκροπόλεις καὶ Κάστρα ποὺ συναντάει κανεὶς στὴν Πελοπόννησο. Περισσότερα ἀπὸ ἑκατόν πενήντα βρίσκονται διάσπαρτα, ἄλλα καταστραμμένα ἀπὸ πολέμους ἐνῶ ἄλλα ἔχουν ἀφεθεῖ στὸν πανδαμάτορα χρόνο νὰ τὰ καταλύσει... Κάποια ἀπὸ αὐτὰ ἀνήκουν στὴν κλασικὴ ἢ στὴ Ρωμαϊκὴ περίοδο, ἂν καὶ πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ ἐπισκευάστηκαν κατὰ τὸν Μεσαίωνα. Ἄλλα πάλι ἀνεγέρθηκαν ἀπὸ τοὺς Βυζαντινούς, τοὺς Φράγκους, τοὺς Τούρκους ἢ τοὺς Ἑνετούς. Σὲ αὐτὰ τὰ κάστρα ἀνήκει καὶ τὸ ἐρειπωμένο σήμερα Κάστρο ποὺ βρίσκεται πάνω στὸν Βράχο τοῦ Γουλᾶ στὴ Νεστάνη Ἀρκαδίας.

Σὲ συνέχεια τῶν προηγούμενων ἀφιερωμάτων μας πάνω στὴν ἱστορία καὶ τὴν παράδοση τῆς Ἀρκαδικῆς κώμης, παρουσιάζουμε ἐδῶ ἕνα μικρὸ ἀφιέρωμα γιὰ τὸν μεσαιωνικὸ οἰκισμὸ ποὺ χτίστηκε πάνω στὸν βράχο τοῦ Γουλᾶ, γνωστοῦ καὶ ὡς Κάστρο Τσιπανῶν ἢ Κηπιανῶν.

Τὸ δυστύχημα εἶναι πὼς δὲν διαθέτουμε ἱστορικὰ στοιχεῖα ποὺ νὰ μᾶς μιλᾶνε γιὰ τὴ δράση τοῦ Κάστρου. Εἶναι γνωστό, ὅμως, πὼς ὁ οἰκισμὸς τῶν Κηπιανῶν (Τσιπιανῶν, Σηπιανῶν ἢ Τζουπιανῶν) ἁπλωνόταν ἀπὸ τὴν Ἁγιάννα (ὑψομ. 950), τοπωνύμιο στὸ ὁποῖο ἀκόμα καὶ σήμερα ὁ ἐπισκέπτης μπορεῖ νὰ παρατηρήσει ἐρείπια κατοικιῶν, καὶ ἔφτανε μέχρι τὴν Ἀνάλυψη καὶ ἀκόμα πιὸ πέρα, ἕως τὸ τοπωνύμιο Μελισσομάντρι καὶ βέβαια πάνω στὸν Γουλὰ (ὑψομ. 1160).

Ἀλλὰ ἂς δοῦμε τὴν ἱστορία τοῦ Κάστρου Τσιπανῶν ἢ Κηπιανῶν τῆς Πελοποννήσου ποὺ βρίσκεται πάνω στὸν βράχο τοῦ Γουλᾶ στὴ Νεστάνη.

Πρὶν ἀπὸ ὅλα αύτὰ ὅμως πρέπει νὰ δοῦμε λίγο τὴν ἱστορία τοῦ Νικλίου ἡ ὁποία σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὸ Κάστρο τῶν Τσιπιανῶν.



Σωζόμενα ἐρείπια ἀπὸ τὸ Κάστρο Νίκλι στὴν Ἐπισκοπῆ Τεγέας (πηγὴ φωτό).


 

Τὸ Νίκλι

Τὸ Νίκλι (Ἐνίκλιον, Νύκλι, Νικλί, Ἀμύκλιον, καὶ Nicles στὰ γαλλικά), ὀνομασία πού, πιθανότατα, σχετίζεται μὲ τὴν ἀρχαία πόλη Ἀμύκλαι τῆς Λακωνίας, ἦταν ἕνας μικρὸς οἰκισμὸς ποὺ κατελάμβανε τὸ βορειοανατολικὸ τμῆμα τῆς ἀρχαίας Τεγέας, γύρω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τῆς Παλαιᾶς Ἐπισκοπῆς, χτισμένος ὅμως στὸ κέντρο μιᾶς εὔφορης πεδιάδας, ἀπὸ τὴν ὁποία καὶ ἀντλοῦσε τὰ ἀγαθὰ γιὰ τὴν ἐπιβίωσή του.

Τὸ 1082, μὲ ἕνα χρυσόβουλο τοῦ αὐτοκράτορα Ἀλέξιου Κομνηνοῦ, ἡ παλαιὰ ἔδρα τῆς ἐπισκοπῆς τῆς Λακεδαιμονίας, ἡ Σπάρτη, προάγεται σὲ ἔδρα μητροπολίτη ἐνῶ δημιουργοῦνται τρεῖς νέες ἐπισκοπές, μιὰ ἐκ τῶν ὁποίων ἦταν καὶ τὸ Νίκλι.1 Ἀπὸ τότε μάλιστα, χρονολογεῖται καὶ ἡ γνωστὴ ἐκκλησία τῆς Ἐπισκοπῆς. Κάπου τὸ 1209 ἡ πόλη, ποὺ πιθανότατα ἦταν ἀνωχύρωτη ἢ εἶχε μικρῆς κλίμακας ὀχυρωματικὰ ἔργα, περνάει στὰ χέρια τῶν Φράγκων.

Ἀπὸ τὸ 1209 ἕως τὸ 1292, γιὰ ἕναν ὁλόκληρο σχεδὸν αἰώνα, τὸ Νίκλι ἀκολουθεῖ τὴν τύχη τοῦ Φράγκικου Πριγκιπάτου τοῦ Μοριᾶ, χωρὶς νὰ γνωρίζει μεγάλη ἀνάπτυξη, ἀφοῦ ἡ παρουσία τῶν Φράγκων ἐκεῖ δὲν ἄφησε ἀξιόλογα ἴχνη, ἀλλὰ δὲν ἀντιμετωπίζει καὶ ίδιαίτερες δυσκολίες. Πιθανώς, οἱ Φράγκοι δὲν πίστευαν στὴ στρατιγικὴ σημασία τῆς περιοχῆς, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν κατέβαλαν ἰδιαίτερες προσπάθειες ὀχυρώσεως. Ἔτσι, τὸ πρόχειρα ὀχυρωμένο Νίκλι δὲν μπόρεσε νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς ἐπιθέσεις ἑνὸς πολυάριθμου στρατοῦ, ὅπως ἄρχισε νὰ γίνεται ὁ στρατὸς τῶν Βυζαντινῶν πρὸς τὰ τέλη τοῦ 13ου αἰώνα, τὴν ἐποχὴ δηλαδὴ ποὺ διεκδηκοῦσε τὴν Πελοπόννησο ἀπὸ τοὺς Φράγκους.

Ἂν καὶ τὸ Νίκλι ἀντιστάθηκε σθεναρὰ στοὺς Βυζαντινούς, ἔπεσε τὸ 1296 στὰ χέρια τους, καὶ βέβαια ἡ πολὺ εὔφορη πεδιάδα τῆς Τεγέας, πιθανότατα, καὶ τῆς Μαντινείας, πέρασε στὴν κυριαρχία τους.

Σύμφωνα μὲ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ ἀφηγηματικὸ κείμενο τῆς ἐποχῆς, συγκεκριμένα ἀπὸ ἀραγωνικὴ παραλλαγὴ τοῦ Χρονικοῦ τοῦ Μωρέως,2 ἡ πόλη Νίκλι ἐγκαταλήφθηκε ξαφνικὰ καὶ ὁ πληθυσμός της μεταφέρθηκε στὴν νέα ὀχυρωμένη πόλη Μουχλί, ποὺ βρίσκεται στὸ ἀπέναντι βουνό, σὲ ἀπόσταση 15, περίπου, χιλιομέτρων. Σύμφωνα μὲ τὴν παραπάνω πηγή, οἱ Βυζαντινοὶ μετὰ τὴ νίκη τους ἀποφάσισαν νὰ καταστρέψουν τὸ Νίκλι, γιατὶ ἡ ἄμυνά του ἀπαιτοῦσε σημαντικὲς στρατιωτικὲς δυνάμεις, ποὺ ὁ βυζαντινὸς στρατὸς δὲν μποροῦσε νὰ διαθέσει. Ἔτσι κατεδάφησαν τὰ τείχη, καὶ γιὰ νὰ ἀντικαταστήσουν τὸ Νίκλι, ἔχτισαν δύο νέα ὀχυρά, τὸ Μουχλὶ καὶ τὰ Τσιπιανά· στὸ βόρειο καὶ βορειοανατολικὸ δηλαδὴ τμῆμα τῆς πεδιάδας, σὲ σημεῖα ἐπίκαιρα γιὰ τὸ εἶδος τῶν συρράξεων ποὺ ἔφερναν ἀντιμέτωπους Φράγκους καὶ Βυζαντινούς.

Καὶ βέβαια, μὲ τὴν κατασκευὴ τῶν ὀχυρῶν στὸ Μουχλὶ καὶ τὰ Τσιπιανά, καὶ τὴν ἐγκατασταση τῶν Βυζαντινῶν, ἡ θέση τῶν Φράγκων στὴν περιοχὴ ὑποβαθμίστηκε σημαντικά· γεγονὸς ποὺ ἄφηνε στοὺς Βυζαντινοὺς μεγαλύτερα περιθώρια ἐλιγμῶν.


 

 

Σωζόμενα ἐρείπια τοῦ Κάστρου τῶν Τσιπιανῶν πάνω στὸν Γουλά.

 

Κάστρο τῶν Τσιπανῶν ἢ Κηπιανῶν

Μὲ τὸν ἐπιβλητικὸ βράχο τοῦ Γουλᾶ ποὺ ὑψώνεται πάνω ἀπὸ τὴ Νεστάνη ἀσχοληθήκαμε σὲ προηγούμενο ἀφιέρωμά μας (γιὰ περισσότερα κλὶκ ἐδῶ), λέγοντας πὼς ὁ βράχος αὐτὸς ἀποτελεῖ ἀπὸ μόνος του τὸ τέλειο ὀχυρό, ἀφοῦ δείχνει νὰ εἶναι ἀπόρθητος, ἀλλὰ καὶ προσφέρει τὴν τέλεια θέα γιὰ ἐπόπτευση τῆς περιοχῆς.

Πάνω σὲ αὐτὸν τὸν βράχο, λοιπόν, μετὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ Νικλίου, χτίστηκε ἕνας συνοικισμὸς μιὰ καὶ ἐδῶ οἱ ἄνθρωποι ἐκείνης τῆς ἐποχῆς ἔνοιωθαν προστατευμένοι ἀπὸ τὶς συχνὲς ἐπιδρομές.

Ὅμως πάνω στὸν Γουλά, παλαιότερα, ὑπῆρχε φρυκτωρία, ὅπου μὲ τὴ χρήση τῆς φωτιᾶς ἔστελναν μηνύματα καὶ ἔτσι μποροῦσαν νὰ ἐπικοινωνοῦν καὶ νὰ συνεννοοῦνται σὲ μακρινὲς ἀποστάσεις, προειδοποιώντας γιὰ ἐπιδρομὲς καὶ μετακινήσεις μαχητῶν. Νὰ θυμήσουμε ἐδῶ, πὼς οἱ μελετητὲς εἶναι πλέον σίγουροι πώς, ὅταν μετὰ ἀπὸ δέκα χρόνια πολιορκίας οἱ Ἕλληνες κυρίευσαν τὴν Τροία, στὴν Ἑλλάδα τὸ χαρμόσυνο γεγονὸς ἔφτασε μὲ τὴ χρήση τῶν φρυκτωριῶν αὐθημερῶν. Ὁ μύθος μάλιστα λέει πὼς ὁ Ἀγαμέμνονας, εἶχε πεῖ στὴν Κλυταιμνήστρα νὰ περιμένει ἄμεσα μήνυμά του, μόλις πάρει τὴν Τροία.

Στὴν κορυφὴ τοῦ κάστρου χτίστηκε, λοιπόν, τὸ Κάστρο Cipiana, ποὺ ἦταν τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο κάστρα ποὺ ἔχτισαν οἱ Νικλιῶτες (ἥ Νικλιανοὶ) μετὰ τὴν ἐγκατάληψη τοῦ οἰκισμοῦ Νίκλι ποὺ βρίσκεται στὴν Ἐπισκοπὴ Τεγέας. Τὸ ἄλλο ἦταν τὸ Μουχλὶ ποὺ μᾶς εἶναι γνωστὸ γιὰ τὴ σθεναρὴ ἀντίστασή του στὰ στρατεύματα τοῦ Μωάμεθ, ὅταν αὐτὸς τὸ πολιόρκησε. Στὴν Ἀρκαδία τὰ δυὸ αὐτὰ κάστρα ἀποτελοῦσαν ὀχυρὰ τοῦ Μυστρᾶ. Καὶ τὰ δυὸ μάλιστα εἶναι κατασκευασμένα πάνω σὲ ὑψώματα στρατηγικῆς σημασίας ποὺ ἦταν, ὅπως προείπαμε, καὶ φυσικὰ ὀχυρὰ γιὰ νὰ δεσπόζουν στὴν γύρω περιοχὴ ἐποπτεύοντας τὴν πεδιάδα.

Τὸ Κάστρο τῶν Τσιπανῶν ἢ Κηπιανῶν, λοιπόν, χτίστηκε στὰ 1296 ἀπὸ τοὺς κατοίκους τοῦ Νικλίου καὶ παρέμεινε στὰ χέρια τῶν Ἑλλήνων μέχρι τὸ 1460, χρονιὰ πού, ὡς γνωστόν, ὁ Μοριὰς κατελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους.

Μὲ ἄλλα λόγια τὸ Κάστρο τῶν Κηπιανῶν πάνω στὸ βράχο τοῦ Γουλᾶ εἶναι ἔργο Ἑλλήνων καὶ δὲν εἶναι κτίσμα τῶν Φράγκων τοῦ Πριγκιπάτου τῆς Ἀχαΐας, ὅπως ἱσχυρίζονται μερικοί.

Στὴν Ἱστορία τῶν Μεσαιωνικῶν πόλεων Πελοποννήσου τοῦ Ν. Κ. Ἀλεξόπουλου διαβάζουμε πώς: Τὸ Βυζαντινὸ αὐτὸ Κάστρο ἐχτίστηκε ἀπὸ τὸν Ἕλληνα Στρατηγὸ «ΚΕΦΑΛΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗΑ» στὸ Μυστρᾶ, ὕστερα ἀπὸ τὴ νίκη του πάνω στοὺς Φράγκους στὸ Νίκλι.3

 

Ὁ οἰκισμὸς τῶν μεσαιωνικῶν Τσιπιανὼν, ἐρείπια τοῦ ὸποίου ὑπάρχουν διάσπαρτα σήμερα, ἁπλώνοντας ἀπὸ τὴν περιοχὴ Ἁγιάννα καὶ ἔφτανε ἕως τὸν Γουλά.

 

 

Ἡ τοπιογραφία τοῦ κάστρου

Προχωρώντας σήμερα ἀπὸ τὴν νοτιοανατολικὴ πλευρὰ τοῦ Γουλᾶ γιὰ νὰ ἀνεβεῖ κανεὶς πάνω του, θὰ συναντήσει τὰ ἐπείπια τριῶν τειχῶν πού, προφανῶς, προστάτευαν τὸν οἰκισμὸ ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴ καὶ νοτιοανατολικὴ πλευρά του. Ἀπὸ τὶς ἄλλες πλευρές, βέβαια, ὑπῆρχε ὁ ἀπόκρημνος βράχος, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν ἔχριζε καμιᾶς ὀχυρώσεως. Ἡ εἴσοδος τοῦ Κάστρου βρίσκονταν στὴν ἄκρη πρὸς τὸν γκρεμὸ τῆς βόρειας πλευρᾶς.

Μετὰ τὴν ὀχυρωματικὴ τριπλοτειχία ὑπῆρχαν κατοικίες. Στὸ ἐσωτερικό, μεσαῖο τεῖχος, μάλιστα, ὑπῆρχε δεύτερη εἴσοδος, ἡ ὁποία βρισκόταν σὲ ἀπόσταση πενήντα μέτρων ἀπὸ τὴν κύρια εἴσοδο τοῦ Κάστρου. Ἡ εἴσοδος αὐτὴ λειτουργοῦσε σὰν «ἔξτρα » πόρτα ἀσφαλείας, ἀφοῦ γιὰ νὰ εἰσελθει κανεὶς νικητῆς ἔπρεπε νὰ κυριεύσει καὶ τὶς δύο. Μεταξὺ δεύτερου καὶ τρίτου τείχους παρατηροῦνται κτίσματα ἀνεγερμένα μὲ ξερολιθιὰ μὲ κατεύθυνση ἀπὸ Ἀνατολικὰ πρὸς τὰ Δυτικά.

Στὴν εἴσοδο τοῦ τρίτου τείχους, δεξιὰ στὴν ἄκρη, βρίσκεται ὁ ἐρειπωμένος πύργος διαστάσεων 6,80x4,30, ὁ ὁποῖος ξεχωρίζει, μιὰ καὶ εἶναι ἀσβεστόχτιστος. Δὲν φαίνεται δηλαδὴ νὰ ἔχει σχέσει καὶ νὰ μοιάζει μὲ τοὺς ἄλλους ὀχυρωματικοὺς πύργους τοῦ οἰκισμοῦ ποὺ εἶναι χτισμένη μὲ τὸ τρόπο τῆς ξερολιθιᾶς. Ὁ πύργος αὐτός, ποὺ καὶ σήμερα τὰ ἐπείπιά του σώζονται σὲ καλὴ κατάσταση, πιθανότατα, ἦταν φρυκτωρία. Ὑπάρχει καὶ ἡ ἄποψη πὼς ἦταν δεξαμενὴ τοῦ οἰκισμοῦ, μιὰ καὶ βρίσκεται στὸ ψηλότερο σημεῖο του, γεννᾶτε ὅμως τὸ ἐρώτημα τοῦ πῶς ἔφτανε τὸ νερὸ ἕως ἐκεῖ, δεδομένου τοῦ ὅτι ἡ πλησιέστερη πηγή, ἡ Μάνα τοῦ νεροῦ, βρίσκεται σὲ χαμηλότερο ἐπίπεδο — ἐκτὸς καὶ ἂν ἡ γεωφυσικὴ θέση τῆς πηγῆς βρισκόταν σὲ ψηλότερο σημεῖο ἐκείνη τὴν περίοδο, καὶ βέβαια ἔφερναν τὸ νερὸ ἕως ἐκεῖ μὲ ὑδραγωγεῖο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲν μᾶς ἔχει διασωθεῖ, ὅμως, κανένα ὑπόλειμμά του.

Τὸ ὀχυρωμένο Κάστρο τῶν Κηπιανῶν ἔχει βέβαια πολλὲς ὁμοιότητες μὲ τὶς ἄλλες πόλεις τῆς ἐποχῆς του, δηλαδὴ τοῦ ΙΓ᾿ αἰώνα.

Ὡς ἐκκλησίες του εἶχε τὸν ναὸ τῆς Ἀναλύψεως ποὺ βρίσκεται στὰ ριζὰ τοῦ Γουλᾶ (περισσότερα γιὰ τὸν ναὸ κλὶκ ἐδῶ), καὶ τὴ Μονὴ τῆς Γοργοεπηκόου.2

Σὲ νεότερη ἀπογραφή, συγκεκριμένα στὴν ἀπογραφὴ Grimani ποὺ πραγματοποίησαν οἱ Βενετοὶ τὸ 1700 σ᾿ ὁλόκληρη τὴν Πελοπόννησο, δίνουν γιὰ τὸν οἰκισμὸ τῶν Τσιπιανῶν (Zipiana, ὅπως χαρακτηριαστικὰ τὸν ἀναφέρει), τὸ στοιχεῖο πὼς ζοῦν 42 οἰκογένειες καὶ ἀναφέρει συνολικὰ 181 καταγεγραμμένους κατοίκους.

 

 

 Τμῆμα τῶν σωζόμενων τειχῶν τοῦ οἰκισμοῦ.

 

Ἐπίλογος

Τὰ ἐρείπια τοῦ Κάστρου τῶν Κηπιανῶν δεσπόζουν ἀκόμα και σήμερα πάνω στὸν βράχο τοῦ Γουλᾶ καὶ ὁ ἐπισκέπτης μπορεῖ νὰ τὰ δεῖ καὶ νὰ θαυμάσει τὰ ἀπόκρημνα σημεῖα στὰ ὁποῖα εἶχαν χτιστεῖ οἱ οἰκίες ἀλλὰ κυρίως τὰ τείχη, ποὺ πρέπει νὰ ταλαιπώρησαν πολὺ τοὺς κατοίκους προκειμένου νὰ τὰ ἀναγείρουν. Πραγματικὲς ἀητοφωλιὲς ριζωμένες στὰ ἀπόκρυμνα αὐτὰ βράχια, ποὺ κοιτάζοντάς τα σήμερα, ἀναρωτιέται κανεὶς τὸ πῶς μπορεῖ νὰ διέμεναν κάποτε ἄνθρωποι.

Ὅμως μιλᾶμε γιὰ μιὰ μακρινὴ ἀπὸ ἐμᾶς ἐποχὴ ποὺ πρωτεύουσα σημασία εἶχε ἡ ἀσφάλεια ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς καὶ τὶς λεηλασίες· μιὰ ἀσφάλεια ποὺ τοὺς τὴν ἐξασφάλιζε τὸ δύσβατο τοῦ τόπου καὶ τὸ ὅτι μποροῦσαν ἀπὸ ἐκεῖ νὰ ἐποπτευουν ὅλη τὴν γύρω περιοχή. Αὐτά, ἐξάλλου, ἦταν καὶ τὰ «προσόντα» της προκειμένου νὰ ἐπιλεγεῖ γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ οἰκισμοῦ.

Μὲ τὰ χρόνια, οἱ κάτοικοι ἄρχισαν νὰ οἰκοδομοῦν στὸ πάνω μέρος τοῦ σημερινοῦ χωριοῦ τὰ σπίτια τους, ἐπιλέγοντας ἔτσι ἕνα πιὸ ὁμαλὸ σημεῖο, πλούσιο σὲ κῄπους καὶ νερό, γιὰ νὰ ἀρχίσουν σιγὰ-σιγὰ νὰ ἐπεκτείνουν τὸν οἰκισμό τους πρὸς τὴν πεδιάδα καὶ σήμερα νὰ ἔχουμε ἕνα χωριὸ ποὺ ἁπλώνεται ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς πρόποδες τοῦ Ἀρτεμισίου ἕως τὸν μαντινειακὸ κάμπο.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΩΝΗΣ

Πάτρα, Μάρτιος 2021

 

 

 

Σημειώσεις



1. Ζερλέντης, Ἡ Μητρόπολη Ἀμυκλῶν καὶ Τριπολιτσᾶς, σσ. 3-4, δὲς καὶ Γκριτσόπουλου, Ἱστορία τῆς Τριπολιτσᾶς, σελ. 81.

2. Libro de los et conquistas del Rincipado de la Morea, Α᾿ ἔκδοση, Morel-Genève 1855, σελ. 106.

3. Ν. Κ. Ἀλεξόπουλου, Ἱστορία τῶν Μεσαιωνικῶν πόλεων Πελοποννήσου, σελ. 113-114.

4. Στὰ βυζαντικὰ Τσιπιανὰ ὑπῆρχαν 15 ἐκκλησίες τὰ ἐπείπια μερικῶν ἀπὸ αὐτὲς μπορεῖ ἀκόμα καὶ σήμερα νὰ διακρίνει κανείς. Ἀξιολογότερες ἦταν ἡ Ἀνάλυψη, καὶ ἡ Γοργοεπήκοος ποὺ ἦταν καὶ ἡ ἐνοριακή.



Βασικὴ Βιβλιογραφία

Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, συλλογικό, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1990.

Ἑλληνικὴ Μυθολογία, 5 τόμοι, ὑπὸ τὴν γενικὴ ἐποπτεία Ι.Θ. Κακριδῆ, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1986.

Παναγιωτόπουλος Βασίλης, Πληθυσμοὶ καὶ οἰκισμοὶ τῆς Πελοποννήσου 13ος–18ος αἰώνας, Ἱστορικὸ Ἀρχεῖο – Ἐμπορικὴ Τράπεζα τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1987.

Παπαγιάννης Ἀθανάσιος Φιλ., Μαντινειακὰ Μοναστήρια – Ἡ συμβολή τους στὸν Ἀπελευθερωτικὸ Ἀγώνα τοῦ 1821 καὶ ὁ Ἰωσὴφ Ἀνδρούσας, Ἐκδόσεις ἱστορία καὶ λαογραφία τοῦ Μοριᾶ, Ἀθήνα 1977.

Παπαγιάννης Ἀθανάσιος Φιλ., Ἱστορία τῆς Νεστάνης Ἀρκαδίας, 3 τόμοι, Ἐκδόσεις Ἱστορία καὶ Λαογραφία τοῦ Μοριᾶ, Ἀθήνα 2004.

Ρηγόπουλος Ν., Ἱστορία τῆς Μαντινείας, Ἔκδοσις τῶν «Παγκοσμίων Στρατιωτικῶν Νέων», Ἀθήνα 1938.

Σαραντάκης Πέτρος, Ἀρκαδία – Οἱ Ἀκροπόλεις, τὰ κάστρα & οἱ πύργοι της. Σιωπηλὰ ἐρείπια μιᾶς δοξασμένης γῆς, Ἐκδόσεις Οἰάτης, Ἀθήνα 2006.

Σφηκόπουλος Ἰωάννης, Τὰ μεσαιωνικὰ κάστρα τοῦ Μοριᾶ, Ἔκδοση Ἰδιωτική, Ἀθήνα 1968.

 

 

© κειμένου-φωτογραφιῶν: Παναγιώτης Καρώνης 2021, μὲ τὴν ἐπιφύλαξη κάθε νομίμου δικαιώματος. Ἡ φωτογραφία τῶν ἐρειπίων τοῦ Νικλίου ἀντλήθηκε ἀπὸ τὸν διαδικτυακὸ τόπο στὸν ὁποῖο καὶ παραπέμπουμε μὲ σύνδεσμο.

Ἀπαγορεύεται ἡ ἀναδημοσίευση, ἢ ἀναπαραγωγή, ὁλική, μερικὴ ἢ περιληπτικὴ ἢ κατὰ παράφραση ἢ διασκευὴ καὶ ἀπόδοση τοῦ περιεχομένου τοῦ παρόντος ἄρθρου μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο, χωρὶς προηγούμενη συνεννόηση μὲ τὸν συγγραφέα του.



 












Πέμπτη 4 Μαρτίου 2021

Η ΠΗΓΗ ΑΡΝΗ ΣΤΗ ΜΑΝΤΙΝΕΙΑ


 

  

Ἡ πηγὴ Ἄρνη σὲ φωτογρφία τῆς δεκαετίας τοῦ ᾿70.


 

Ἡ πηγὴ Ἄρνη στὴ Μαντίνεια

(τοῦ Παναγιώτη Καρώνη)

Ὁλίγα τινὰ

Ἡ πηγὴ Ἄρνη ποὺ ὑπάρχει στὸν μαντινειακὸ κάμπο δὲν σχετίζεται μὲ τὴν ἄρνησηἀρνησιά, λέξη ποὺ συναντᾶμε συχνὰ στὰ μοιρολόγια. Στὸν κόσμο τῶν μοιρολογιῶν μάλιστα, ὅποιος δοκιμάσει τὸ νερό της, ξεχνάει τὸν Ἀπάνω κόσμο καὶ τοὺς δικούς του. Οἱ παρακάτω στίχοι τοῦ νεστανιώτικου μοιρολογιοῦ εἶναι χαρακτηριστικοί:

ἐγὼ πίσω δὲν ἔρχομαι καὶ πάλι δὲ γυρίζω
θὰ πάω στῆς Ἄρνης τὰ βουνὰ στῆς Ἄρνης τὰ λαγκάδια
ποὺ πᾶν καὶ δὲ γυρίζουνε, ποὺ πᾶν καὶ δὲν ἐρχόνται
ποὺ ἀρνιέται ἡ μάνα τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδὶ τὴ μάνα
ποὺ ἀρνιέται πρωταντρόγυνο καὶ χωρισμοὺς δὲν ἔχει

ποὺ ἀρνιόνται ἀδέλφια καρδιακὰ τὰ πολυαγαπημένα...

Ἀλλὰ καὶ οἱ στίχοι τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ:

Κι ἂν διψάσεις μὴν τὸ πιεῖς ἀπὸ τὸν κάτου κόσμο
τὸ νερὸ τῆς ἀρνησιᾶς φτωχὸ κομμένο δυόσμο.

Μὴν τὸ πιεῖς κι ὁλότελα κι αἰώνια μᾶς ξεχάσεις,
βάλε τὰ σημάδια σου τὸ δρόμο νὰ μὴ χάσεις
.1

Ὅμως ἐδῶ, ὁπως προείπαμε, σύμφωνα μὲ τοὺς ἀρκαδικοὺς μύθους ποὺ μᾶς παραδίδει ὁ Παυσανίας, ἡ πηγὴ Ἄρνη ὀφείλει τὸ ὀνομά της στοὺς ἄρνας, δηλαδὴ στὰ ἀρνι τῶν Ἀρκάδων ποιμένων, ἀνάμεσα στὰ ὁποῖα ἡ θεὰ Ρέα ἄφησε τὸν νεογέννητο θεὸ τῶν ὑδάτων Ποσειδώνα γιὰ νὰ μεγαλώσει χωρὶς νὰ μὴν γίνει ἀντιληπτὸς πὸ τὸν Κρόνο.

Συγκεκριμένα, ἡ θεὰ Ρέα περιφερόταν ἀναζητώντας τόπο προκειμένου νὰ φέρει στὸν κόσμο τὸν γιό της Ποσειδώνα μακριὰ ἀπὸ τὸ ἄγρυπνο βλέμμα τοῦ Κρόνου, ὁ ὁποῖος, ὡς γνωστόν, θανάτωνε τὰ τέκνα του γιατὶ εἶχε λάβει χρησμὸ ποὺ ἔλεγε πὼς κάποιο ἀπὸ αὐτὰ θὰ τοῦ πάρει τὴν ἐξουσία. Μάλιστα τὸ ὄρος, στοὺς πρόποδες τοῦ ὁποίου συμβαίνουν ὅλα αὐτά ὀνομάζεται Ἀλίσιον, καὶ ὀφείλει τὸ ὄνομά του στὴν ἄλη (περιπλάνηση) τῆς Ρέας —ποὺ παράγεται ἀπὸ τὸ ρῆμα ἀλύωἁλύω (πρβλ. καὶ ἀλάομαι), ὅπερ σημαίνει περιφέρομαι, περιπλανιέμαι (πρβλ. ἀλήτης)—, ἔτσι, ὅπως ἀναφέρει πάντα ὁ Παυσανίας: ὄρος ἐστὶ τὸ Ἀλήσιον, διὰ τὴν ἄλην ὥς φασι καλούμενον τὴν Ῥέας.2

 

 

Ἡ πηγὴ Ἄρνη. Διακρίνεται ἡ ὁδὸς ποὺ περνάει δίπλα ἀπὸ τὴν κρήνη τὴν ὁποία περπάτησε καὶ ὁ Παυσανίας πορευόμενος ἀπὸ τὴ Νεστάνη στὴ Μαντίνεια.

 

 

Ἡ πηγὴ Ἄρνη στὴν ὁδὸ Νεστάνης-Μαντίνειας

Ἡ πηγὴ Ἄρνη, τὴν ὁποία οἱ ντόπιοι ἀποκαλοῦν σήμερα Καμάρι, καὶ στὴν ὁποία κάνει άναφορὰ περιηγητὴς τοῦ 2ου αἰώνα μ.Χ. Παυσανίας στὸ πολύτιμο ὁδοιπορικό του, βρίσκεται στοὺς βορειδυτικοὺς πρόποδες τοῦ Ἀλίσιου ὄρους, πλησίον τοῦ παλαιοῦ δρόμου ποὺ ὁδηγεῖ ἀπὸ τὴ Νεστάνη στὴ Μαντίνεια.

Στὴν ἀρχαιότητα γιὰ νὰ εἰσέλθει κανεὶς στὴν Ἀρκαδία ὑπῆρχαν δύο ἐσβολαί.ὁδὸς διὰ τὲ Πρίνου καλουμένης, ὅπως τὴν ἀναφέρει ὁ Παυσανίας, ποὺ ὀνομάστηκε ἔτσι ἀπὸ παρόδιο μεγάλο πουρνάρι ἢ δρῦν καὶ ἡ ἄλλη ποὺ ἀναφέρεται ὡς τῆς Κλίμακος, καὶ δὲν εἶναι παρὰ οἱ σημερινὲς Πόρτες. Ὅποια ὁδὸ κι ἂν ἀκολουθοῦσε κανεὶς γιὰ νὰ εἰσέλθει στὴν Ἀρκαδία, περνοῦσε πὸ τὴν ρχαία Νεστάνη καὶ ἐν συνεχείᾳ ἔπαιρνε τὴν Μαντινειακὴ ὁδὸ προκειμένου νὰ πάει στὴν Μαντίνεια. Ἡ ὁδὸς αὐτὴ ὑπάρχει καὶ σήμερα καὶ διέρχεται ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Ἁγια-Θυμιᾶς, τοπωνύμιο ποὺ σχετίζεται μὲ τὸ ξωκκλήσι τῆς Ἁγίας Εφημίας ποὺ σήμερα ὑπάρχει δίπλα στὸν δρόμο, στὸ πέρας τοῦ Ἀλίσιου ὄρους.

Πάνω σὲ αὐτὴν τὴν ὁδὸ λοιπὸν βρίσκεται ἡ πηγὴ Ἄρνη.

Οἱ ἀρχαιολόγοι, οἱ ἱστορικοὶ καὶ οἱ ναλυτὲς τοῦ Παυσανία, διαφωνοῦν, βέβαια, γιὰ τὸ σημεῖο ποὺ βρίσκεται κρήνη Ἄρνη. Νὰ ἀναφέρουμε χαρακτηριστικὰ τὸν Gustave Fougères3 ὁ ὁποῖος τοποθετεῖ τὴν πηγὴ στὴ νότια πλευρὰ τοῦ Μαντινειακοῦ κάμπου, πράγμα ποὺ δὲν συμφωνεῖ μὲ τὴν πορεία τοῦ Παυσανία.

καλύτερος τρόπος γιὰ νὰ τὴν ἐνοπίσουμε εἶναι τὸ ἴδιο τὸ κείμενο τοῦ περιηγητῆ, ποὺ μᾶς λέει πὼς τὴ συνάντησε μετὰ ἀπὸ ἕνα μικρὸ ὕψωμα πάνω στὸν δρόμο, καθὼς ἀντίκρισε τὴν ἄλλη πεδιάδα, δηλαδή τὸν Μαντινειακὸ κάμπο. Ἡ κρήνη αὐτή δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι τὸ σημερινὸ Καμάρι, ποὺ βρίσκεται ἀκριβῶς πάνω στὸν δρόμο Νεστάνης-Μαντίνειας ἀπὸ τὴν περιοχὴ Ἁγιὰ-Θυμιά, δρόμο ποὺ ἀκολούθησε καὶ ὁ Παυσανίας, ἀφοῦ, ὅπως ἀναφέρει: ὑπερβὰς δὲ οὐ πολὺ ἐς ἕτερον καταβήσῃ πεδίον· καὶ πραγματικά, μικρὴ ἀνηφόρα καὶ στὴ συνέχεια μικρὴ κατηφόρα γιὰ νὰ φτάσουμε ἀπὸ τὴ Νεστάνη στὴ Μαντίνεια, προσφέρει μόνο αὐτὸς ὁ δρόμος! Δρόμος ποὺ πάνω του συναντάει κανεὶς τὴν πηγὴ Ἄρνη.

Ἅλλὰ ἅς δοῦμε ὁλόκληρο τὸ κείμενο τοῦ Παυσανία ποὺ ἀναφέρει τί ἀντίκρισε μετὰ τὰ ἐρείπια τῆς Νεστάνης!

τόδε μὲν ἡμῖν ἐγένετο ἐπεισόδιον τῷ λόγῳ: μετὰ δὲ τὰ ἐρείπια τῆς Νεστάνης ἱερὸν Δήμητρός ἐστιν ἅγιον, καὶ αὐτῇ καὶ ἑορτὴν ἀνὰ πᾶν ἔτος ἄγουσιν οἱ Μαντινεῖς. καὶ κατὰ τὴν Νεστάνην ὑπόκειται μάλιστα , Μοῖρα μὲν καὶ αὐτὴ τοῦ πεδίου τοῦ Ἀργοῦ, χορὸς δὲ ὀνομάζεται Μαιρᾶς. τοῦ πεδίου δέ ἐστιν ἡ διέξοδος τοῦ Ἀργοῦ σταδίων δέκα. ὑπερβὰς δὲ οὐ πολὺ ἐς ἕτερον καταβήσῃ πεδίον: ἐν τούτῳ δὲ παρὰ τὴν λεωφόρον ἐστὶν Ἄρνη καλουμένη κρήνη. λέγεται δὲ καὶ τοιάδε ὑπὸ Ἀρκάδων, Ῥέα ἡνίκα Ποσειδῶνα ἔτεκε, τὸν μὲν ἐς ποίμνην καταθέσθαι δίαιταν ἐνταῦθα ἕξοντα μετὰ τῶν ἀρνῶν, ἐπὶ τούτῳ δὲ ὀνομασθῆναι καὶ τὴν πηγήν, ὅτι περὶ αὐτὴν ἐποιμαίνοντο οἱ ἄρνες: φάναι δὲ αὐτὴν πρὸς τὸν Κρόνον τεκεῖν ἵππον καί οἱ πῶλον ἵππου καταπιεῖν ἀντὶ τοῦ παιδὸς δοῦναι, καθὰ καὶ ὕστερον ἀντὶ τοῦ Διὸς λίθον ἔδωκεν αὐτῷ κατειλημένον σπαργάνοις.

Καὶ σὲ μετάφραση:

Μετὰ τὰ ἐρείπια τῆς Νεστάνης ὑπάρχει ἕνα ἱερὸ τῆς Δήμητρας ἅγιο, καὶ τελοῦν καὶ γιορτὴ γι ̓ αὐτὴ κάθε χρόνο οὶ μαντινεῖς. Κάτω ἀπὸ τὴ Νεστάνη κυρίως βρίσκεται τὸ ὀνομαζόμενο χορoστάσι τῆς Μαιρᾶς ποὺ ἀποτελεῖ κι αὐτὸ μέρος τοῦ Ἀργοῦ πεδίου· ὁ δρόμος διὰ μέσου τοῦ Ἀργοῦ πεδίου ἔχει μῆκος δέκα σταδίων. Ἔπειτα, ἀφοῦ κανεὶς ἀνηφορίσει ὄχι πολὺ, κατεβαίνει σ ̓ ἄλλη πεδιάδα, στὴν ὁποία εἶναι ἡ λεγόμενη Ἄρνη κρήνη, πλάι στὸν δρόμο: οἱ ἀρκάδες ἔχουν ὴν παράδοση πὼς ἡ Ρέα, ὅταν γέννησε τὸν Ποσειδῶνα, τὸν ἄφησε σ ̓ ἕνα κοπάδι γιὰ νὰ μεγαλώσει μὲ τὰ πρόβατα· ἀπὸ τὰ πρόβατα (τοὺς ἄρνας) ποὺ βοσκοῦσαν γύρω εἶχε τὸ ὄνομά της ἡ πηγή. Στὸν Κρόνο ἡ Ρέα ἰσχυρίστηκε πὼς εἶχε γεννήσει ἄλογο καὶ ἔδωσε σ ̓ αὐτὸν νὰ καταπιεῖ πουλάρι ἀλόγου ἀντὶ τοῦ παιδιοῦ, ὅπως ἀργότερα τοῦ ἔδωσε πέτρα σπαργανωμένη ἀντὶ τοῦ Δία.4

 

 

 

 

 

πίλογος

Ὡς ἐπίλογο, ὡς ὕστερο λόγο δηλαδή, νὰ ἀναφέρουμε πὼς καὶ σήμερα, ἡ κρήνη ἔχει νερὸ καθ᾿ ὅλο τὸ ἔτος, καὶ ξεδιψάει τὰ ζῶα καὶ τὰ πουλιὰ ποὺ ἐνδημοῦν στὴν περιοχή. Παλαιότερα, οἱ τσοπάνηδες ξεδιψούσαν ἐδῶ τὸ ποίμνιό τους, γεγονὸς ποὺ μᾶς φέρνει στὸ νοῦ καὶ πάλι τὴν εἰκόνα τῆς Ρέας, ποὺ ἀκριβῶς δῶ, ἐκπονεῖ τὸ σχέδιό της, ἀφήνοντας ἀνάμεσα στὰ κοπάδια τῶν Νεστανιωτῶν καὶ Μαντινέων τὸν θεὸ νὰ μεγαλώσει παρέα μὲ τοὺς ἄρνας καὶ δείχνει στὸν Κρόνο ἕναν ἵππο, λέγοντας πὼς γέννησε πουλάρι.

Τέλος, νὰ προσθέσουμε πὼς λίγο παρακάτω ἀπὸ τὴν πηγὴ ὑπῆρχε σπουδαῖο ἱερὸ στὸ ὁποῖο ὁ θεὸς λατρεύονταν μὲ τὴν προσωνυμία Ἵππιος ὅμως μὲ τὸ ἱερὸ τοῦ Ἱππίου Ποσειδῶνος θὰ ἀσχοληθοῦμε ἀναλυτικὰ σὲ ἄλλο ἀφιέρωμά μας.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο:

Παναγιώτης Καρώνης, Τὰ ὕδατα τῶν πηγῶν καὶ ἡ Φιλίππειος κρήνη τῆς Νεστάνης – Ἱστορία, μύθοι καὶ θρύλοι, Ἐκδόσεις Τὸ Δόντι, Πάτρα 2019.




Σημειώσεις


1. Κωστὴς Παλαμᾶς, Ὁ τάφος, στίχοι, 249-256.

2. Παυσανίας VIII, 10. 1.

3. Fougères Gustave, Mantinée et l’Arcadie Orientale, A. Fontemoing, Παρίσι 1898.

4.  Παυσανίας VIII, 8. 1-3, μετ. Ν. Παπαχατζῆ, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1980.

 

 

© κειμένου-φωτογραφιῶν: Παναγιώτης Καρώνης 2021, μὲ τὴν ἐπιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματος.

Ἀπαγορεύεται ἡ ἀναδημοσίευση, ἢ ἀναπαραγωγή, ὁλική, μερικὴ ἢ περιληπτικὴ ἢ κατὰ παράφραση ἢ διασκευὴ καὶ ἀπόδοση τοῦ περιεχομένου τοῦ παρόντος ἄρθρου μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση μὲ τὸν συγγραφέα του.

 

 


Τὸ περιοχὴ τῆς Ἁγια-Θυμιᾶς (Ἁγίας Ἐφημίας) στὸ τέλος τοῦ Ἀλίσιου ὄρους.
 
 
 
Τὸ ξωκκλήσι τῆς Ἁγια-Θυμιᾶς (Ἁγίας Ἐφημίας)
 
 
Ἡ πηγὴ Ἄρνη· στὸ βάθος τὸ Ἀλίσιον ὄρος.
 
 
Ἡ πηγὴ Ἄρνη στοὺς βορειοδυτικοὺς πρόποδες τοῦ Ἀλίσιου ὄρους.

 

Ὁ δρόμος ποὺ περπάτησε ὁ Παυσανίας ἀπὸ τὴν Νεστάνη στὴ Μαντίνεια, δίπλα στὸν ὁποῖο συνάντησε τὴν πηγὴ Ἄρνη.
 
 
 
Θέα τοῦ Μαντινειακοῦ κάμπου ἀπὸ τὴν τὴν πηγὴ Ἄρνη.
 
 
Ὁ ἀρχαῖος δρόμος ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ ἀπὸ τὴ Νεστάνη στὴ Μαντίνεια· στὸ βάθος τὸ ὄρος Μαίναλον.
 
 
 Ἡ περιοχὴ τῆς Ἁγια-Θυμιᾶς ἀπὸ ὅπου περνάει ἡ ἀρχαία ὁδὸς τὴν ὁποία περπάτησε καὶ ὁ Παυσανίας πορευόμενος ἀπὸ τὴ Νεστάνη στὴ Μαντίνεια.