Δευτέρα 31 Αυγούστου 2020

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΜΑΝΤΙΝΕΙΑΣ, 362 π.Χ. - (The Battle of Mantinea, 362 BC)

 

 

 

 

 

 

μάχη τῆς Μαντινείας (τέλος Ἰουνίου ἢ ἀρχὲς Ἰουλίου τοῦ 362 π.Χ.)

Προλεγόμενα

Τὰ ἱστορικὰ γεγονότα ποὺ σχετίζονται μὲ τὴ Νεστάνη ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς Μαντινείας καὶ κατ᾿ ἐπέκταση τῆς Ἀρκαδίας δὲν μποροῦν παρὰ νὰ ἀποτελοῦν, πάντα, ἕνα εὐχάριστο πεδίο ἐνασχόλησης καὶ μελέτης. Ἡ ἀρχαία Νεστάνη ὡς μόνιμη φίλη καὶ σύμμαχος τῆς Μαντινείας δὲν μπορεῖ, βέβαια, παρὰ νὰ συμμετεῖχε στὸ πλευρό της στὴ μάχη αὐτὴ ἐναντίον τοῦ στρατοῦ τοῦ Ἐπαμεινώνδα ποὺ εἶχε καταφτάσει στὴν περιοχὴ κατὰ τὰ τέλη Ἀπριλίου ἢ τὶς ἀρχὲς Μαΐου τοῦ 362 π.Χ. Μὲ ἄλλα λόγια, στὴ μάχη τῆς Μαντινείας συμετεῖχαν καὶ Νεστανιῶτες παραταγμένοι μὲ τὰ στρατεύματα τοῦ Λακωνικοῦ συνασπισμοῦ ποὺ ἀναμετρήθηκαν μὲ τὸν στρατὸ τοῦ Ἐπαμεινώνδα.

Ἡ μεγάλη καὶ σημαντικὴ μάχη τῆς Μαντινείας ποὺ διαξήχθη τὸ 362 π.Χ. ἀποτέλεσε τὴν ἀρχὴ τοῦ τέλους τῶν ἡγεμονιῶν ἀφοῦ σὲ τούτη τὴν ἀδελφοκτόνα μάχη δὲν ἔγινε ξεκάθαρο τὸ ποιὸς νίκησε ἀλλὰ καὶ ἡ πλειάδα τῶν νεκρῶν φαίνεται νὰ συνέτισε τοὺς ἀντιμαχόμενους, ἔτσι ὥστε νὰ προχωρήσουν ἐν συνεχείᾳ στὴ σύναψη μιᾶς «κοινῆς εἰρήνης».

Προχωροῦμε λοιπὸν σὲ μιὰ σειρὰ ἀπὸ παρουσιάσεις αὐτῶν τῶν ἱστορικῶν γεγονότων ἀρχίζοντας μὲ τούτη τὴ σημαντικότατη μάχη ποὺ διαξήχθη στὸν Μαντινειακὸ κάμπο στὶς ἀρχὲς τοῦ Ἀττικοῦ μηνὸς Ἑκατομβαιῶνος τοῦ 362 π.Χ. Γιὰ τὸ ἀφιέρωμά μας στὴ μάχη τῆς Μαντινείας στηριχθήκαμε στὴν Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους (Ἐκδοτικ Ἀθηνῶν, 1972). Στὸ τέλος τοῦ ἀφιερώματός μας παραθέτουμε βέβαια ἀναλυτικὰ τὴ σχετικὴ βιβλιογραφία γιὰ ὅποιον ἐνδιαφέρεται νὰ ἀναζητήσει, νὰ δεῖ καὶ νὰ μελετήσει διεξοδικότερα τὸ σηματικὸ αὐτὸ ἱστορικὸ γεγονὸς ποὺ ἔλαβε χώρα στὴν περιοχή μας.

Παναγιώτης Καρώνης

 

 

  

Ἡ αὐτοθυσία ποὺ ἐπέδειξε ὁ Ἐπαμεινώνδας προκειμένου νὰ σώσει τὸν φίλο του Πελοπίδα κατὰ τὴν εἰσβολὴ στὴ Μαντίνεια τὸ 385 π.Χ.

 

Τὰ γεγονότα πρὶν τὴ μεγάλη μάχη

Κατὰ τέλη Ἀπριλίου ἢ τὶς ἀρχὲς Μαΐου τοῦ 362 π.Χ. ὁ Ἐπαμειώνδας ὡδήγησε στὴν Πεπολόννησο τὸ σύνολο τῶν μάχιμων Βοιωτῶν ἀλλὰ καὶ Εὐοεῖς, Λοκρούς, Μαλιεῖς, Αἰνιᾶνες, Θεσσαλούς, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τμῆμα ποὺ ἔστειλε ὁ Ἀλέξανδρος τῶν Φαιρῶν, σύμφωνα μὲ ὑποχρέωση ποὺ ἀνέλαβε ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἧττα του. Ἐντὸς τὶς Πελοποννήσου οἱ φιλικὲς πρὸς τοὺς Θηβαίους δυνάμεις ἦταν: ἡ Μεγαλόπολις, ἡ Τεγέα, ἡ Ἀσέα, τὸ Παλλάντιο ἀλλὰ καὶ μικρότερες ἀρκαδικὲς πόλεις, οἱ Μεσσήνιοι, οἱ Ἠλεῖοι καὶ οἱ Ἀργεῖοι.

Ὁ Ἐπαμεινώνδας ὡδήγησε τὸ στρατὸ μὲ μεγάλη βία καὶ στάθμευσε, ἀρχικά, γιὰ μεγάλο διάστημα στὴ Νεμέα, μὲ σκοπὸ νὰ ἐμποδίσει τοὺς Ἀθηναίους νὰ ἑνωθοῦν μὲ τοὺς Πελοποννησίους συμμάχους τους ποὺ σιγὰ-σιγὰ συγκεντρώνοντας στὴ Μαντίνεια. Πραγματικά, οἱ Ἀθηναῖοι, μαθαίνοντας τὴν κατάληψη τῆς Νεμέας καθυστέρησαν καὶ τελικὰ ἀποφάσισαν νὰ πλευρίσουν τὰ Λακωνικὰ παράλια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, μέσῳ Λακωνίας, νὰ ἀνέβουν στὴν Μαντινειακὴ πεδιάδα. Πληροφορούμενος ὁ Ἐπαμεινώνδας τὴν κίνηση αὐτὴ μετάφερε τὸ στρατό του στὴν Τεγέα. Ὅμως αὐτὴ ἡ ἀπόφαση τῶν Ἀθηναίων φαίνεται νὰ ἦταν ἑνας ἀντιπερισπασμὸς προκειμένου νὰ ἀναγκάσουν τὸν Ἐπαμεινώνδα νὰ ἀφήσει τὴ Νεμέα καὶ νὰ προχωρήσει στὰ ἐνδότερα τῆς Ἀρκαδικῆς γῆς. Ἐπιπλέον, ἡ μεγάλη διαμονὴ τοῦ Θηβαίου στρατηγοῦ στὴ Νεμέα ἔδωσε τὴ δυνατότητα σὲ τρεῖς λόχους Λακεδαιμονίων, στὸ ἱππικὸ καὶ στοὺς μισθοφόρους τους νὰ καταφτάσουν στὸν Μαντινειακὸ κάμπο.

Φτάνοντας ὁ Ἐπαμεινώνδας στὴν Τεγέα στόχευε νὰ δώσει μάχη μὲ τοὺς Ἀθηναίους ποὺ θὰ ἐμφανίζονταν ἀπὸ θαλάσσης καὶ θὰ προχωροῦσαν πρὸς τὴν Ἀρκαδία ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους Λακεδαίμονες ποὺ δὲν εἶχαν φτάσει στὴ Μαντίνεια. Μὲ δυὸ λόγια, ἤθελε νὰ κόψει τὸ δρόμο πρὸς τὴ Μαντίνεια τῶν ἀντίπαλων συμμαχικῶν δυνάμεων ποὺ θὰ κατέφθαναν μέσῳ Λακωνίας γι᾿ αὐτὸ καὶ στρατοπέδευσε στὸ σημεῖο αὐτό. Μαθαίνοντας ὅμως πὼς οἱ Σπαρτιάτες βρίσκονται στὴν Πελλήνη μὲ τὸν ὑπέργηρο βασιλιά τους Ἀγησίλαο, κινούμενοι πρὸς τὴ Μαντίνεια, ἀποφάσισε νὰ μὴν τοὺς ἐμποδίσει καί, ἀφήνοντάς τους νὰ προχωρήσουν, νὰ τρέξει στὴν ἀφύλαχτη Σπάρτη! Ὑπολογίζεται πὼς πρέπει νὰ πῆρε μαζί του περὶ τοὺς 15.000-20.000 ἄνδρες, μιὰ καὶ ἰσχυρὸ τμῆμα τοῦ στρατοῦ του ἔπρεπε νὰ παραμείνει στὴν Τεγέα ὥστε νὰ ἀντιμετωπίσει ἐνδεχόμενη ἐπίθεση ἀπὸ τὰ συμμαχικὰ στρατεύματα ποὺ συγκεντρώνοντας στὴ Μαντίνεια. Ἡ ἀπόσταση Τεγέας-Σπάρτης ἦταν κάπου 50-55 χιλιόμετρα σὲ ἕναν δρόμο, ποὺ ἀφοῦ ἀνεβῆ κανεὶς ἀπὸ τὸ ἀρκαδικὸ ὀροπέδιο σὲ ὕψος 250 μέτρων, κατεβαίνει ἀπότομα στὴ Σπάρτη, 700 μέτρα χαμηλότερα.

Ἡ ἐπιχείρηση τοῦ Ἐπαμεινώνδα ἔγινε κατὰ τὸ δεύτερο δεκαπενθήμερο τοῦ Ἰουνίου. Ξεκίνησε δὲ ὅταν σκοτείνιασε μὲ τὸ ἀπόσπασμά του κινούμενος πρὸς τὴν κατεύθυνση τῶν Καρυῶν. Φαίνεται ὅμως πὼς οἱ Σπαρτιάτες διέθεταν δίκτυο κατασκόπων καὶ σύστημα ἐπικοινωνιῶν ἐντὸς τῆς Ἀρκαδίας. Ἔτσι ὁ Ἀγησίλαος πληροφορήθηκε τὴ νυχτερινὴ ἐκκίνηση τοῦ στρατοῦ τοῦ Ἐπαμεινώνδα, ἐνῷ βρισκόταν στὸ Ὀρεσθάσειο, κάπου 40-45 χιλιόμετρα μακριὰ τῆς Σπάρτης. Ἀμέσως διέταξε ἄμεση ἐπιστροφὴ καί, καθὼς εἶχε νὰ διανύσει δρόμο βραχύτερο κατὰ 10 χιλιόμετρα καὶ λιγότερο τραχύ, ἔφτασε στὴ Σπάρτη νωρίτερα ἀπὸ τὶς θηβαϊκὲς δυνάμεις ὀργανώνοντας τὴν ἄμυνα τῆς πόλης. Φτάνοντας ὁ Ἐπαμεινώνδας διεπίστωσε πὼς ἡ πόλη φυλάσσονταν ἀπὸ στρατὸ ἀλλὰ καὶ ἄμαχο πληθυσμό. Ἀμέσως διαίρεσε τὸ στρατὸ σὲ πολλὰ τμήματα καὶ ἔδωσε έντολὴ στὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ νὰ εἰσχωρίσει στὴν πόλη ἀπὸ διαφορετικὰ σημεῖα ἀπαγορεύοντας τὴν προέλαση σὲ ἀνωφέρειες καὶ μέσα σὲ χώρους ποὺ βάλλονταν ἀπὸ στέγες ἢ πού, μὲ τὸ νὰ εἶναι στενοί, μποροῦσαν νὰ κρατηθοῦν ἀπὸ λίγους ὑπερασπιστάς. Οἱ Σπαρτιάτες πολέμησαν γενναῖα, χωρὶς νὰ πάρουν προφυλάξεις καὶ μὲ αὐτοθυσία. Οἱ ὑπερίληκες καὶ οὶ ἔφηβοι ἔβαλλαν ἀπὸ τὶς στέγες καὶ ἀπὸ ἄλλα ἀφαλῆ σημεῖα. Ἔξοχη ὑπῆρξε ἡ τόλμη καὶ ἡ ἀπόδοση μεμονωμένων πολεμιστῶν, ὅπως τοῦ ἐφήβου ἀκόμη Ἰσίδα, γιοῦ τοῦ γνωστοῦ μας Φοιβίδα, ποὺ ἐξώρμησε ἀπὸ τὸ σπίτι του χωρὶς ἀμυντικὰ ὅπλα, μὲ μιὰ λόγχη καὶ ἕνα ξίφος, καὶ πολέμησε νικηφόρα σῶμα πρὸς σῶμα. Οἱ ἔφοροι τὸν στεφάνωσαν γιὰ τὴν ἀνδρεία του, ἀλλὰ καὶ τὸν τιμώρησαν μὲ πρόστιμο, γιατὶ κινδύνευσε χωρὶς ἀμυντικὸ ὁπλισμό.

Τελικὰ ἡ εἰσβολὴ ἀπεκρούσθηκε μὲ πολλὲς ἀπώλειες τῶν ἐπιτιθεμένων. Ὁ Ἐπαμεινώνδας ἀπέσυρε τὰ στρατεύματά του, ὅχι μόνο γιατὶ διεπίστωσε πὼς δὲν μποροῦσε νὰ καταβάλη τοὺς Σπαρτιάτες μέσα στὴν ἴδια τὴν πόλη τους, ἀλλὰ καὶ γιατὶ πληροφορήθηκε ὅτι ἐπρόκειτο νὰ καταφτάσουν οἱ σύμμαχοι ἀπὸ τὴ Μαντίνεια. Αὐτὴ ἡ εἴδηση τοῦ ἐνέπνευσε τὴν ἰδέα νὰ τρέξει ὁ ἴδιος σ᾿ αὐτὴ τὴν πόλη καὶ νὰ τὴν προσβάλη, πρὶν καταφτάσουν οἱ Ἀθηναῖοι.

 

 

 

Laurent Pecheux, Ὁ θάνατος τοῦ Ἐπαμεινώνδα.

 

 

Περιγράφοντας τὴ μάχη τῆς Μαντινείας

Ὁ Ἐπαμεινώνδας ἔδωσε ἐντολὴ σὲ ἕνα τμῆμα ἱππικοῦ νὰ διατηρήσει ὅλη τὴ νύχτα φωτιὲς σὲ ἕνα ὕψωμα ὁρατὸ ἀπὸ τὴ Σπάρτη καὶ ὡδήγησε τὸν κύριο ὄγκο τοῦ στρατοῦ του μὲ μεγάλη ταχύτητα πίσω στὴν Τεγέα. Φτάνοντας ἐκεῖ, ἐπέτρεψε στοὺς πεζοὺς νὰ ἀναπαυθοῦν καὶ διέταξε τοὺς ἱππεῖς νὰ συνεχίσουν τὴν προέλασή τους ὣς τὴ Μαντίνεια, γιὰ νὰ κατακόψουν τὰ βοσκήματα, νὰ καταστρέψουν τὰ σπαρτὰ καὶ νὰ αἰχμαλωτίσουν ἢ νὰ σκοτώσουν τοὺς ἀνθρώπους ποὺ θὰ βρίσκονταν στὴν ὕπαιθρο, μιὰ καὶ ἦταν ἐποχὴ θερισμοῦ καὶ ὁ κόσμος ἦταν διάσπαρτος στὸν Μαντινειακὸ κάμπο ἐκτελώντας τὶς ἀγροτικὲς ἐργασίες τῆς ἐποχῆς.

Οἱ Θηβαῖοι ἱππεῖς ἔφτασαν στὰ σύνορα τῆς Μαντινείας σχεδὸν συγχρόνως μὲ τὴν εἴσοδο σ᾿ αὐτὴ τὴν πόλη 600 Ἀθηναίων ἱππέων, οἱ ὁποῖοι διήνυσαν μὲ μεγάλη σπουδὴ τὴν ἀπόσταση ἀπὸ τὴν Ἐλευσίνα ὣς ἐκεῖ. Οἱ Ἀθηναῖοι, μ᾿ ὅλο ποὺ δὲν εἶχαν ἀκόμη γευματίσει οὔτε εἶχαν δώσει τροφὴ στὰ ἄλογά τους, δέχτηκαν νὰ ἀντιπαραταχθοῦν στοὺς ἀριθμητικὰ καὶ ποιοτικὰ ὑπέρτερους Βοιωτοὺς καὶ Θεσσαλούς: ἐξώρμησαν ἀπὸ τὶς πύλες, ἀπώθησαν τοὺς ἐχθροὺς καὶ ἔσωσαν τοὺς ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονταν στὴν ὕπαιθρο, καθὼς καὶ τὰ ζῶα καὶ τὰ γεννήματα τῶν Μαντινέων.

Σὲ λίγο ἔφτασαν στὴ Μαντίνεια καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ὁπλίτες 6.000 ἄνδρες, μὲ ἀρχηγὸ τὸν Ἡγησίλεω. Μὲ αὐτοὺς οἱ ἐκεῖ συγκεντρωμένες ἀντιβιωτικὲς δυνάμεις συμποσώθηκαν σὲ 20.000 πεζοὺς καὶ ὣς 2.000 ἱππεῖς.

Ἡ εἴσοδος τῶν Ἀθηναίων πεζῶν στὴ Μαντίνεια ἀπετέλεσε μιὰν ἀκόμη ἀποτυχία τοῦ Ἐπαμεινώνδα, ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἐκστρατείας αὐτῆς δὲν σημείωσε καμιὰ ἐπιτυχία. Ἐν τῷ μεταξὺ πλησίαζε νὰ λήξη ἡ προθεσμία ποὺ τοῦ εἶχε δοθῆ, γιὰ νὰ περατώση αὐτὴ τὴν ἐκστρατεία, ἴσως ἔπειτα ἀπὸ ἀντίσταση Βοιωτῶν ποὺ εἶχαν κηρυχθῆ ἐναντίον τῆς νέας πολεμικῆς περιπέτειας καὶ ἐπέτυχαν τουλάχιστον νὰ περιορίσουν τὴ διάρκειά της.

Ἔτσι ὁ Ἐπαμεινώνδας ἀποφάσισε νὰ ἐπιτεθῆ τὸ ταχύτερο ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν καὶ νὰ τοὺς πλήξει ὅσο γινόταν πιὸ συντριπτικά, ὥστε νὰ τοὺς ἐμποδίση νὰ καταβάλουν τοὺς Πελοποννησίους συμμάχους τῶν Βοιωτῶν μετὰ τὴν ἀποχώρησή του καὶ τῶν συμμάχων του.

Ἡ Τεγέα καὶ ἡ Μαντίνεια βρίσκονται μέσα σὲ μιὰ πεδιάδα τοῦ ἀρκαδικοῦ ὑψιπέδου ποὺ ἔχει μῆκος 29 χιλιόμετρα καὶ πλάτος ποὺ ποικίλλει ἀπὸ 18 χιλιόμετρα ὣς 1.800 μέτρα (ἀνάμεσα στὶς ὑψομετρικὲς καμπύλες τῶν 640 μέτρων). Οἱ δύο πόλεις ἀπεῖχαν μόλις 17,5 χιλιόμετρα σὲ εὐθεῖα γραμμή. Τὸ στενότερο μέρος τῆς πεδιάδας βρίσκεται σὲ ἀπόσταση 11 χιλιομέτρων βόρεια ἀπὸ τὴν Τεγέα καὶ 6,5 νότια ἀπὸ τὴ Μαντινεία. Ἀνατολικὰ καὶ δυτικὰ ἀπὸ τὸ στενὸ ὑψώνονται ἀπότομα δύο βουνά: ἀνατολικὰ μὲ ἄξονα Β.-Ν. Ἡ Καπινίστρα, ποὺ ἀποτελεῖ ἕνα ἀντέρισμα τοῦ Παρθενίου· δυτικὰ ὁ Μύτικας, ἕνας πρόβολος τοῦ Μαινάλου. Βόρεια ἀπὸ τὸ στενὸ ἐκτεινόταν ἕνα δάσος. Ὅλα αὐτὰ τὰ στοιχεῖα καθιστοῦσαν τὴ θέση μιὰ θαυμάσια γραμμὴ ἄμυνας τῆς Μαντινείας ἐναντίον ἐπιθέσεως ἀπὸ Ν. Οἱ ἀμυνόμενοι μποροῦσαν νὰ ἐκμεταλευθοῦν τὴν κάλυψη τοῦ δάσους, γιὰ νὰ ἀποκρύψουν τὶς κινήσεις τους, τὴ στενότητα τοῦ χώρου, γιὰ νὰ ἐξουδετερώσουν ἐνδεχόμενη ἀριθμητικὴ ὑπεροχὴ τοῦ ἀντιπάλου, τὰ ὑψώματα ἀπὸ τὶς δύο μεριὲς τοῦ στενοῦ, γιὰ νὰ στηρίξουν τὶς πτέρυγές τους καὶ γιὰ νὰ ἀποφύγουν κύκλωση.

Ὁ Ἐπαμεινώνδας ἔθεσε σὲ κίνηση τὰ τμήματά του τὸ πρωινὸ τῆς 27ης Ἰουνίου (ἢ τῆς 4ης Ἰουλίου) μὲ κατεύθυνση πρὸς Β. Ὅταν ἔφθασε περίπου στὴ θέση ποὺ σήμερα λέγεται Ἅγιος Βασίλειος (5 – 5,5 χλμ. βόρεια ἀπὸ τὴν Τεγέα, 4 χλμ. ἀνατολικὰ ἀπὸ τὴν Τρίπολη) ἢ λίγο βορειότερα, ὣς περίπου τὸ ὕψος τῆς θέσεως Βοσούνα ἢ Πέλαγος (7 χλμ. βόρεια ἀπὸ τὴν Τεγέα), σταμάτησε τὴν προέλασή του καὶ παρέταξε τὶς δυνάμεις του μὲ μέτωπο Β. μὲ τὴν ἀκόλουθη σειρά: ἀριστερὰ τοὺς Βοιωτούς, στὴ συνέχεια τοὺς Ἀρκάδες, ἔπειτα ἄλλους Πελοποννησίους, τοὺς Στερεοελλαδίτικες, τέλος τοὺς Ἀργείους, ὥς πολὺ στὶς ὑπώρειες τῆς Καπινίστρας. Μπροστὰ ἀπὸ τὰ κέρατα τοποθετήθηκαν ἀποσπάσματα ἱππικοῦ. Ἄλλοι ἱππεῖς καθὼς καὶ ψιλοὶ καὶ ὁπλίτες προωθήθηκαν λίγο βορειότερα, γιὰ νὰ ἀποτελέσουν προκάλυψη τοῦ κυρίου σώματος.

Τὰ στρατεύματα τοῦ ἀντίπαλου συνασπισμοῦ κατάλαβαν τὸ στενό: δεξιὰ οἱ Μαντινεῖς καὶ ἄλλοι Ἀρκάδες, ἔπειτα οἱ Λακεδαιμόνιοι καὶ οἱ μισθοφόροι τους, στὴ συνέχεια οὶ Ἠλεῖοι, οἱ Ἀχαιοί, διάφορα μικρὰ τμήματα, τέλος οἱ Ἀθηναῖοι. Οἱ ἱππεῖς τοποθετήθηκαν μπροστὰ ἀπὸ τοὺς πεζούς: Οἱ Σπαρτιάτες καὶ οἱ Ἠλειοι στὸ δεξιό οἱ Ἀθηναῖοι στὸ ἀριστερό. Οἱ Λακεδαιμόνιοι ποὺ ἔλαβαν μέρος στὴ μάχη ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ ἔφτασαν στὴ Μαντίνεια πρὶν τὴν εἰσβολὴ τοῦ Ἐπαμεινώνδα στὴ Σπάρτη. Οἱ 9 λόχοι ποὺ ἀποπειράθηκε νὰ ὡδηγήσει στὴ Μαντίνεια ὁ Ἀγησίλαος ἐπέστραψαν στὴ Σπάρτη καὶ τὴν ὑπαρασπίσθηκαν ἐναντίον τοῦ Ἐπαμεινώνδα. Ἔπειτα ἀπὸ αὐτή τή δράση τους δὲν γίνεται λόγος γι᾿ αὐτοὺς οὔτε γιὰ τὸν Ἀγησίλαο. Φαίνεται λοιπὸν ὅτι ἔμειναν στὴ Σπάρτη ὄχι μόνο μὲ τὸν σκοπὸ νὰ προλάβουν νέα ἐπιδρομὴ τοῦ Ἐπαμεινώνδα, ἀλλὰ καὶ γιατὶ ἡ σπαρτιατικὴ κυβέρνηση ἤξερε πιὰ τὸν ὄγκο τῶν ἐχθρικῶν δυνάμεων ποὺ παρεμβάλλονταν ἀνάμεσα στὴ Λακωνία καὶ στὴ Μαντίνεια.

Ὁ Ἐπαμεινώνδας δὲν ἄφησε τὸν στρατό του στὴ θέση ποὺ τὸν παρέταξε ἀρχικά, ἀλλὰ τὸν μετακίνησε πρὸς ΒΔ., στὶς ὑπώρειες τοῦ Μύτικα. Δὲν γνωρίζουμε ἂν εἶχε προμελετήσει τὶς διαδοχικὲς κινήσεις του ἢ ἂν τὶς ἀποφάσισε ἔπειτα ἀπὸ ἐπιτόπια μελέτη τῶν τοπογραφικῶν καὶ τακτικῶν δεδομένων. Πάντως εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ ἀλλαγὴ θέσεως τοῦ προσέφερε σημαντικὰ πλεονεκτήματα, ἡ διαπίστωση τῶν ὁποίων μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἀντιληφθοῦμε τὴ σκέψη τοῦ Θηβαίου στρατηγοῦ. Ὅπως θὰ δοῦμε, κατὰ τὴ μάχη τῆς Μαντινείας ὁ Ἐπαμεινώνδας διέρρηξε τὴν ἐχθρικὴ παράταξη ρίχνοντας ἐπάνω σὲ ὡρισμένο σημεῖο της ἕνα ὀγκῶδες τμῆμα τοῦ στρατοῦ του μὲ στενὸ μέτωπο καὶ μεγάλο βάθος. Πρέπει λοιπὸν νὰ θεωρηθῆ ὡς ἀπόλυτα βέβαιο ὅτι αὐτὸ τὸ στοιχεῖο ἀπετέλεσε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀφετηρία καὶ βάση τῶν σχεδίων του. Ἀλλὰ μόνο στὸ πεδίο τῆς μάχης καὶ μπροστὰ στὴν ἐχθρικὴ παράταξη μποροῦσε νὰ ἐπιλέξη τὸ κατάλληλο σημεῖο ποὺ θὰ ἐπιδίωκε νὰ πλήξη. Ὅπως εἶχε δείξει ἡ πεῖρα, αὐτὸ τὸ σημεῖο ἔπρεπε νὰ εἶναι τὸ ἰσχυρότερο. Στὴν παράταξη ποὺ ἀντιμετώπιζε τώρα ὁ Ἐπαμεινώνδας ὑπῆρχαν δύο ἰσχυρα σημεῖα: ἡ ἀριστερὰ τοῦ ἐχθροῦ, ὅπου παρατάσσοταν οἱ Ἀθηναῖοι, καὶ ἡ δεξιά του, ὅπου εἶχαν λάβη θέση Οἱ Μαντινεῖς καὶ ἄλλοι βόρειοι Ἀρκάδες, οἱ λίγοι Λακεδαιμόνιοι καὶ οἱ μισθοφόροι τῶν Λακεδαιμονίων. Ὁ Ἐπαμεινώνδας προτίμησε νὰ κλονίση τὸ δεύτερο, ἐπειδή, ὅπως εἶχε εὔλογα ὑποτεθῆ, βρισκόταν πολὺ κοντὰ στὸν δρόμο τῆς Μαντινείας καὶ πλησιέστερα πρὸς τὴν πόλη: ἔτσι, ἂν διέλυε τὸ ἀριστερὸ τῆς ἐχθρικῆς παρατάξεως, δὲν θὰ ἀπέκοπτε τὴν ὑποχώρηση τοῦ μεγαλύτερου τμήματος τοῦ ἐχθροῦ πρὸς τὴ Μαντίνεια· ἐνῶ, ἂν διέλυε τὸ δεξιό του, θὰ παρεμβαλλόταν ἀνάμεσα στοὺς ὑπόλοιπους ἐχθροὺς καὶ στὸ καταφύγιό τους. Ὁ πρῶτος λοιπὸν λόγος ποὺ ἔκανε τὸν Ἐπαμεινώνδα νὰ μετακινήση τὴν παράταξή του πρὸς τὰ δυτικὰ ἦταν ἡ πρόθεσή του νὰ φέρη τοὺς Βοιωτούς, ποὺ θὰ χρησιμοποιοῦσε ὡς δύναμη κρούσεως, ἀπέναντι στὸ δεξιὸ τῶν ἐχθρῶν καὶ πιὸ κοντά τους. Συγχρόνως αὐτὴ ἡ μετακίνηση αὐτὴ τοῦ ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ προσδώση στὸ ἀριστερὸ τῆς παρατάξεώς του τὸ βάθος ποὺ ἤθελε, χωρὶς τοῦτο νὰ γίνη ἀντιληπτὸ ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους, ἀφοῦ μάλιστα τοὺς ἀπάτησε ὡς πρὸς τὶς προθέσεις του μὲ ἕνα πρόσθετο στρατήγημα. Συγκεκριμένα ὁ στρατὸς τοῦ Ἐπαμεινώνδα ἐξετέλεσε τὶς ἀκόλουθες κινήσεις. Ἡ ὅλη παράταξη ἔστρεψε ἐπ᾿ ἀριστερᾷ καὶ βάδισε πρὸς τὰ ΒΔ. Ὅταν ἡ κεφαλὴ τῆς φαλαγγας ἔφθασε στοὺς πρόποδες τοῦ Μύτικα, οἱ πρῶτοι λόχοι τῶν Βοιωτῶν κατέθεσαν τὰ ὅπλα καὶ ὑποκρίθηκαν ὅτι ἑτοιμάζονται νὰ καταυλισθοῦν. Οἱ ἑπόμενοι λόχοι προχωροῦσαν καὶ αὐτοὶ πρὸς τὶς ὑπώρειες τοῦ βουνοῦ, ἀριστερὰ ἀπὸ τοὺς προηγούμενους, σὰν νὰ πήγαιναν καὶ αὐτοὶ νὰ στρατοπεδεύσουν. Οἱ ἐχθροί, βλέποντας αὐτὲς τὶς κινήσεις, πείσθηκαν ὅτι ὁ Ἐπαμεινώνδας δὲν σκόπευε νὰ ἐπιτεθῆ ἐκείνη τὴν ἡμέρα, καὶ ἔτσι ἔλυσαν τοὺς ζυγούς, ἀφωπλίστηκαν καὶ ἑτοιμάστικαν νὰ γευματίσουν. Οἱ Ἀρκάδες πῆραν θέση ἀμέσως πίσω ἀπὸ τοὺς Βοιωτοὺς ποὺ φαίνονταν ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ καὶ στὴ συνέχεια τὰ ἄλλα συμμαχικὰ τμήματα. Ὅταν σταμάτησαν καὶ οἱ Ἀργεῖοι, ποὺ ἀποτελοῦσαν τὴν ὀπισθοφυλακή, ὅλος ὁ στρατὸς τοῦ Ἐπαμεινώνδα ἐξετέλεσε στροφὴ πρὸς τὰ δεξιά. Τώρα ὅμως ἡ παράταξή του παρουσίαζε τὰ ἀκόλουθα χαρακτηριστικά: δὲν ἦταν πιὰ παράλληλη μὲ τὴν ἀντίπαλη, ἀλλὰ σχημάτιζε μαζί της μιὰ γωνία· τὸ ἐνισχυμένο κέρας της ἦταν κοντὰ στὸ τμῆμα τῆς ἐχθρικῆς παρατάξεως ποὺ ἐπρόκειτο νὰ πλήξει καὶ παρουσίαζε μιὰ αἰχμὴ πρὸς τὴν κατεύθυνσή του. Ἂν ὁ Ἐπαμεινώνδας ἔδωσε στὸ ἐνισχυμένο κέρας τὸ βάθος 50 στοίχων, ὅπως στὰ Λεῦκτρα, αὐτὸ θὰ εἶχε μέτωπο 140 ἀσπίδων. Οἱ ὑποθέσεις ποὺ ἔχουν διατυπωθῆ ἀναφορικὰ μὲ τὸ βάθος καὶ τὸ μῆκος τοῦ κέντρου καὶ τοῦ δεξιοῦ στηρίζονται σὲ παραδοχὲς ἐξαιρετικὰ ἐλαστικὲς καὶ ἐπὶ τὸ πλέον ἔχουν ἀγνοήσει τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἐπαμεινώνδας χρησιμοποίησε ἄγνωστο άριθμὸ ὁπλιτῶν ἐκτὸς ἀπὸ τὴ φάλαγγα. Μπροστὰ ἀπὸ τὴν παράταξη τῶν ὁπλιτῶν πῆρε θέση ὁ κύριος ὄγκος τοῦ ἱππικοῦ μαζὶ μὲ «ἁμίππους», δηλαδὴ πεζοὺς μὲ ἐλαφρὸ ὁπλισμό, εἰδικὰ ἀσκημένους νὰ συνεργάζονται στενὰ μὲ τὸ ἱππικό. Τέλος κάπου παραπέρα περίμενε τὸ τμῆμα προκαλύψεως πού, ὅπως εἴδαμε, ἀποτελοῦσαν ἱππεῖς, ψιλοὶ καὶ ὁπλίτες.

Ἡ διαγώνια διάταξη ποὺ ἔδωσε ὸ Ἐπαμεινώνδας στὴ φάλαγγα τῶν ὁπλιτῶν του σὲ σχέση μὲ τὴν ἀντιμέτωπη ἀποτελεῖ μιὰν ἀπὸ τὶς διαφορὲς ποὺ παρουσιάζει ἡ μάχη τῆς Μαντινείας σὲ σύγκριση μὲ τὴ μάχη τῶν Λεύκτρων. Αὐτὴ ἡ διάταξη ἐκφράζεται κυριολεκτικὰ μὲ τὸν ὅρο «λοξὴ φάλαγξ», ἡ χρησιμοποίηση τοῦ ὁποίου γιὰ τὴ μάχη τῶν Λεύκτρων ἀπὸ τὸν Διόδωρο εἶναι ἀδικιολόγητη καὶ πρέπει νὰ θεωρηθῆ ὡς μιὰ ἀπὸ τὶς συνηθισμένες ἀνακρίβειες ποὺ ἔχουν οἱ περιγραφὲς μαχῶν ἀπὸ τὸν Διόδωρο (ποὺ παρασύρεται ἀπὸ τὸν Ἔφορο, ἀπὸ τὸν ὁποῖον καὶ ἀντλεῖ). Ἡ ἰδέα τῆς λοξῆς φάλαγγος προεκτείνει μιὰν ἄλλη ἰδέα τοῦ Ἐπαμεινώνδα, περισσότερο βασική: τὴν μὴ ἐμπλοκὴ στὴ μάχη τοῦ κέντρου καὶ τοῦ δεξιοῦ τῆς παρατάξεώς του, ἡ ὁποία ὑπαγορευόταν ἀπὸ διάφορους λόγους, μὲ πρωταρχικὸ τὴν ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στὴν πίστη ἢ στὶς μαχητικὲς ἱκανότητες τῶν συμμάχων. Χωρὶς νὰ συγκρούονται μὲ τὰ ἀντίπαλα τμήματα, τὸ κέντρο καὶ τὸ δεξιὸ τὰ κρατοῦσαν στὴ θέση τους ἐμπνέοντάς τους τὸν φόβο ὅτι θὰ τὰ προσέβαλλαν καὶ μάλιστα ἀπὸ τὰ πλάγια, ἂν ἐπιχειροῦσαν νὰ μετακινηθοῦν γιὰ νὰ βοηθήσουν τὸ φίλιο κέρας ποὺ ὑπέφερε. Δεύτερη διαφορὰ ἀνάμεσα στὶς μάχες τῶν Λεύκτρων καὶ τῆς Μαντινείας εἶναι ἡ αἰχμηρότης τοῦ ἐνισχυμένου κέρατος. Ὡστόσο δὲν πρόκειται γιὰ νεωτερισμὸ τοῦ Ἐπαμεινώνδα. Ὅπως εἴδαμε, ὁ Πελοπίδας διέρρηξε κοντὰ στὴν Τεγύρα παράταξη Λακεδαιμονίων μὲ τὸν ἱερὸ λόχο σὲ σχῆμα σφήνας καὶ ἀκόμη παλαιότερα ὁ Ἰάσων τῶν Φερῶν εἶχε πειραματισθῆ μὲ ρομβοειδεῖς συντάξεις ἱππικοῦ. Ἐπίσης οἱ ἅμιπποι εἶχαν κάποιο παρελθόν. Τρίτη διαφορὰ ἀνάμεσα στὶς δυὸ μεγάλες μάχες τοῦ Ἐπαμεινώνδα εἶναι ἡ χρησιμοποίηση στὴ δεύτερη ἀπὸ αὐτὲς μικτοῦ ἀποσπάσματος προκαλύψεως. Μὲ αὐτὸ εἶχε σκοπὸ νὰ ἐμποδίση τοὺς Ἀθηναίους νὰ βοηθήσουν τὸ κέρας τῆς φιλίας παρατάξεως ποὺ θὰ δεινοπαθοῦσε ἀπὸ τὴ δράση τοῦ ἐνισχυμένου ἐχθρικοῦ κέρατος· τέλος ὁ Ἐπαμεινώνδας μεταχειρίσθηκε στὴ Μαντίνεια ἕνα τέχνασμα, γιὰ νὰ ἐξαπατήση τοὺς ἐχθροὺς ὡς πρὸς τὶς προθέσεις του. Ἔτσι τοὺς ἔκανε νὰ λύσουν τὶς γραμμές τους πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπίθεσή τους καὶ νὰ χαλαρώσουν τὸν ψυχικὸ καὶ πνευματικὸ τόνο τους.

Μόλις συμπληρώθηκαν οἱ μετακινήσεις καὶ ἀναδιατάξεις τῶν τμημάτων του, ὁ Ἐπαμεινώνδας ἔδωσε τὸ σύνθημα τῆς ἐπιθέσεως αἰφνιδιάζοντας τοὺς ἐχθρούς. Ὅσοι δὲν εἶχαν ἀκόμη ἀφοπλισθῆ ἔτρεχαν στὶς θέσεις τους· οἱ ἄλλοι φοροῦσαν βιαστικὰ τὶς πανοπλίες τους· οἱ ἱππεῖς χαλίνωναν τὰ ἄλογα. «Καὶ ὅλοι ἔμοιζαν μὲ ἀνθρώπους ποὺ μᾶλλον περίμεναν νὰ πάθουν παρὰ νὰ προξενήσουν κακό». Ἐν τῷ μεταξὺ τὰ τμήματα τοῦ Ἐπαμεινώνδα ξεκινοῦσαν. Στὸ ἀριστερὸ προπορευόταν ἕνα ἰσχυρὸ ἀπόσπασμα ἱππικοῦ, ἴσως ἀπὸ 1.500 ἄνδρες, σὲ σχῆμα ἐμβόλου, ποὺ συνοδευόταν ἀπὸ ἰσάρυθμους ἁμίππους. Πίσω βάδιζε τὸ ἐνισχυμένο ἀριστερὸ τῆς φάλαγγος τῶν ὁπλιτῶν, ἐπίσης σὰν ἔμβολο. Τὰ τμήματα ποὺ σχημάτιζαν τὸ κέντρο καὶ τὸ δεξιὸ διατάχθηκαν κλιμακωτὰ καὶ προχωροῦσαν διατηρώντας τὴ λοξότητα τῆς παρατάξεώς τους. Συγχρόνως τὸ μικτὸ ἀπόσπασμα προκαλύψεως ἐξωρμοῦσε πρὸς τὴν κατεύθυνση τῶν Ἀθηναίων μὲ ἐντολὴ νὰ τοὺς ἐμποδίση νὰ βοηθήσουν τὸ δεξιὸ τῆς φιλίας παρατάξεως, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ δεχθῆ τὸ κύριο βάρος τῆς ἐπιθέσεως. Αὐτὸ τὸ ἀπόσπασμα χωρίσθηκε σὲ δύο ὁμάδες: ἡ μία, ποὺ εἶχε πολλοὺς ἱππεῖς, ἴσως περισσότερους ἀπὸ 1.000, καὶ ἰσάριθμους ἁμίππους, ἐξαπέλυσε μετωπικὴ ἐπίθεση ἐναντίον τοῦ ἀθηναϊκοῦ ἱππικοῦ· ἡ ἄλλη, ποὺ εἶχε κυρίως ψιλοὺς (Αἰνιᾶνες, Μαλιεῖς καὶ ἄλλους ὀρεσίβιους) καὶ ὁπλίτες (Εὐβοεῖς) καὶ λιγότερους ἱππεῖς, ἔσπευσε νὰ καταλάβη ὑψώματα στὸ ἀριστερὸ τῶν Ἀθηναίων.

Ὅπως εἴδαμε, οἱ ἀντίπαλοι διέθεταν συνολικὰ 2.000 ἱππεῖς. Ἀπὸ αὐτοὺς καλύτεροι ἦταν οἱ Ἀθηναῖοι. Οἱ ὑπόλοιποι ἦταν πολὺ κατώτεροι ἀπὸ τοὺς Θεσσαλοὺς καὶ τοὺς Βοιωτούς. Ἐπὶ πλέον δὲν εἶχαν τὴν ὑποστήριξη ἁμίππων καὶ δὲν ἦταν ἀσκημένοι γιὰ νὰ ἀντιμετωπίζουν συνδυασμένες ἐπιθέσεις ἱππέων καὶ ψιλῶν. Τέλος εἶχαν παραταχθῆ μπροστὰ ἀπὸ τὰ δύο κέρατα τῆς φάλαγγος τῶν ὁπλιτῶν, κατὰ τὸν συνηθισμένο τρόπο, δηλαδὴ σὲ βάθος 6 ἵππων. Γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους ὑπέκυψαν στὶς ἐπιθέσεις τῶν Βοιωτῶν καὶ τῶν Θεσσαλῶν. Τί ἀπέγιναν οἱ Λακεδαιμόνιοι καὶ οἱ ἱππεῖς ποὺ εἶχαν παραταχθῆ στὸ δεξιὸ τοῦ ἀντιβοιωτικοῦ συνασπισμοῦ, δὲν γνωρίζουμε. Γιὰ τοὺ Ἀθηναίους ποὺ κάλυπταν τοὺς πεζοὺς συμπολίτες τους, στὸ ἀριστερό, ἀναφέρεται ὅτι ὑποχώρησαν μὲ τάξη ὄχι πρὸς τὰ πίσω ὅπως ἤθελαν οἱ ἐχθροί, ὁπότε τὰ ἄλογά τους θὰ καταπατοῦσαν τοὺς ὁπλίτες, ἀλλὰ πρὸς τὰ πλάγια, ἔξω ἀπὸ τὸ κέρας. Οἱ Βοιωτοὶ ἱππεῖς ἐγκατέλειψαν τὴν καταδίωξή τους καὶ στράφηκαν ἐναντίον τῶν Ἀθηναίων ὁπλιτῶν, ἐπιδιώκοντας νὰ τοὺς ὑπερφαλαγγίσουν. Συγχρόνως κινήθηκαν μὲ τὸν ἴδιο σκοπὸ οἱ ψιλοί, οἱ ὁπλίτες καὶ οἱ ἱππεῖς ποὺ εἶχαν προκαταλάβει τὰ ὑψώματα. Οἱ ἀμυνόμενοι ἄρχισαν νὰ κάμπτονται, ὅταν κατέφθασε ἀπόσπασμα Ἠλείων ἱππέων, ποὺ φαίνεται ὅτι ἐκτελοῦσε χρέη ἐφεδρείας. Αὐτοὶ ἀπέκρουσαν τοὺς Βοιωτούς, ἀφοῦ τοὺς προκάλεσαν ἀπώλειες. Τὸν ἴδιο καιρὸ τὸ ἀθηναϊκὸ ἱππικὸ ἐπενέβαινε πάλι στὴ μάχη καὶ ἐξώντωνε τὰ ἐχθρικὰ τμήματα ποὺ ἔρχονταν ἀπὸ τὰ ὑψώματα.

Ἐνῷ οἱ Ἀθηναῖοι, ἐνισχυμένοι ἀπὸ τὸ ἱππικὸ τῶν Ἠλείων, ἀπέκρουαν τελικὰ τὴν ἐναντίον τους ἐπίθεση, οἱ Ἀρκάδες καὶ οἱ Λακεδαιμόνιοι ὁπλίτες, στὸ ἄλλο ἄκρο τῆς παρατάξεως, ὑπέκυπταν, ἀφοῦ δέχθηκαν πρῶτα τὸ βάρος τοῦ ἐχθρικοῦ ἱππικοῦ, ποὺ εἶχε πιὰ ἀπωθήσει τὸ φίλιο, καὶ στὴ συνέχεια τῶν Βοιωτῶν ὁπλιτῶν ποὺ κατέφθασαν πυκνὰ συντεταγμένοι σὲ σχῆμα ἐμβόλου. Οἱ τάξεις τῶν ἀμυνομένων ἀραίωσαν ἀπὸ τὴν ὤθηση, τὶς διεισδύσεις τῶν ἐπιτιθεμένων, τοὺς βαρεῖς τραυματισμούς, τοὺς θανάτους, τὶς ὑποχωρήσεις· τέλος ὑπέκυψαν καὶ παρέσυραν τὸ κέντρο τῆς παρατάξεώς τους ποὺ δὲν εἶχε ὑποστῆ καμμιὰ ἐπίθεση ὣς τώρα. Ἐκείνη ὅμως τὴ στιγμὴ τραυματίστηκε θανάσιμα ὁ Ἐπαμεινώνδας καὶ ὡδηγήθηκε στὸ στρατόπεδο, ὅπου ἐξέπνευσε. Οἱ ἄνδρες του ἔχασαν τὸ θάρρος τους: καθὼς μάθαιναν τὸ κακό, σταματοῦσαν τὴ δίωξη τῶν ἀντιπάλων καὶ γύριζαν πίσω μὲ φόβο, σὰν νὰ εἶχαν ἡττηθῆ· στὸν δρόμο τους διασταυρώνονταν μὲ στρατιῶτες ἐχθρικῶν τμημάτων ποὺ μόλις τότε ἄρχιζαν νὰ ὑποχωροῦν, ἀλλὰ τοὺς ἄφηναν νὰ περνοῦν χωρὶς νὰ τοὺς ὀχλήσουν. Μόνο μερικὰ τμήματα ἁμίππων ποὺ προχώρησαν πολὺ βαθιὰ στὰ νῶτα τοῦ ἐχθροῦ δὲν ἀντελήφθησαν τί γινόταν, ἀπομονώθηκαν ἐνῷ προσήγγισαν τοὺς Ἀθηναίους καὶ οἱ πιὸ πολλοὶ σκοτώθηκαν ἀπὸ αὐτούς.

Ἔτσι καμιὰ παράταξη δὲν νίκησε στὸ σύνολό της. Νικηταὶ καὶ ἡττημένοι ὑπῆρχαν καὶ στὶς δυὸ πλευρές. Οἱ Θηβαῖοι ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἀπὸ τὴν ἄλλη θεώρησαν τοὺς ἑαυτούς τους νικητάς, ἐπειδὴ ἔμειναν κύριοι τοῦ πεδίου, στὸ ὁποῖο πολέμησαν και ὅπου βρίσκονταν πολλοὶ νεκροὶ τῶν ἀντιπάλων· ἔστησαν μάλιστα καὶ τρόπαια. Οἱ ἴδιοι ὅμως εἶχαν ἀφήσει νεκροὺς στὰ σημεῖα τῆς μάχης ποὺ ἐγκατέλειψαν. Σύμφωνα μὲ τὶς ἑλληνικὲς ἀντιλήψεις, αἴτηση γιὰ τὴν ταφὴ τῶν νεκρῶν σήμαινε ἀναγνώρηση τῆς ἥττας. Ἔπειτα ἀπὸ δισταγμούς, πρῶτοι ἔκαναν διάβημα οἱ Λακεδαιμόνιοι καὶ ἔτσι δόθηκε ἀφορμὴ γιὰ νὰ κλειστῆ γενικὴ συμφωνία ἀνταλλαγῆς τῶν πεσσόντων.

 

 

 

Τὸ στενότερο μέρος τῆς Μαντινειακῆς πεδιάδας βρίσκεται σὲ ἀπόσταση 11 χιλιομέτρων βόρεια ἀπὸ τὴν Τεγέα καὶ 6,5 νότια ἀπὸ τὴ Μαντίνεια. Ἀνατολικὰ καὶ δυτικὰ ἀπὸ τὸ στενὸ ὑψώνονται ἀπότομα δύο βουνά: ἀνατολικὰ μὲ ἄξονα Β.-Ν. Ἡ Καπινίστρα, ποὺ ἀποτελεῖ ἕνα ἀντέρισμα τοῦ Παρθενίου· δυτικὰ ὁ Μύτικας, ἕνας πρόβολος τοῦ Μαινάλου. Βόρεια ἀπὸ τὸ στενὸ ἐκτεινόταν ἕνα δάσος· τὸ Πέλαγος. Ἐκεῖ παρατάχθηκαν τὰ στρατεύματα τοῦ Λακωνικοῦ συνασπισμοῦ ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὴ Μαντίνεια γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸν στρατὸ τοῦ Ἐπαμεινώνδα τὸ 362 π.Χ. (Πηγὴ χάρτη: Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν).

 

 

...μετὰ τὴ μάχη τῆς Μαντινείας

Λίγον καιρὸ μετὰ τὴ μάχη τῆς Μαντινείας ἔκλεισαν ἀμυντικὴ συμμαχία οἱ Ἀθηναῖοι, τὰ μέλη τῆς Ἀθηναϊκῆς συμμαχίας, τὸ Κοινὸ τῶν Ἀρκάδων (δηλαδὴ οἱ πόλεις τῆς νότιας Ἀρκαδίας ποὺ ἐξακολουθοῦσαν νὰ ἀποτελοῦν μέλη αὐτοῦ τοῦ κοινοῦ μετὰ τὴ διάσπασή του), οἱ Ἀχαιοί, οἱ Ἠλεῖοι, καὶ οἱ Φλειάσιοι μὲ τοὺς ἑξῆς ὅρους: τὰ πελοποννησιακὰ κρὰτη ἀνέλαβαν νὰ παρέχουν βοήθεια στοὺς Ἀθηναίους στὴν περίπτωση ἐχθρικῆς εἰσβολῆς στὴν Ἀττικὴ ἢ ἀπόπειρας ἀνατροπῆς τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος καὶ ἐπιβολῆς τυραννίδος ἢ ὁλιγαρχίας· οἱ Ἀθηναῖοι δέχθηκαν νὰ παρέχουν βοήθεια σὲ καθένα ἀπὸ τοὺς ἄλλους συμβαλλόμενους, ἂν ὑποστοῦν ἐπίθεση, ἂν ἀπειληθῆ τὸ πολίτευμά τους, ἂν ἐξορισθοῦν πολίτες τους· τὴν ἀρχιστρατηγία τῶν συμμαχικῶν δυνάμεων θὰ ἀσκοῦσε κάθε φορὰ τὸ κράτος στὸ ἔδαφος τοῦ ὁποίου θὰ διεξαγόταν οἱ έπιχειρήσεις· ἡ συνθήκη αὐτὴ θὰ ἴσχυε «εἰς τὸν ἀεὶ χρόνον».

Ἐν τῷ μεταξὺ τὸ διάχυτο αἴσθημα ἀβεβαιότητος καὶ ἀναφάλειας ἐνίσχυσε περισσότερο τὶς τάσεις γιὰ μιὰ γενικὴ εἰρήνη παρὰ γιὰ τὴ σύναψη ἀμυντικῶν συμφωνιῶν μεταξὺ κρατῶν μὲ κοινὰ συμφέροντα. Ἔτσι ὅλα τὰ ἑλληνικὰ κράτη ποὺ ἔλαβαν μέρος στὸν τελευταῖο πόλεμο καὶ ἄλλα ἀκόμη ἄρχισαν διαπραγματεύσεις μὲ αυτὸ τὸν σκοπό. Ὅπως φαίνεται ὅλα τὰ κράτη, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ Σπάρτη, παραιτήθηκαν ἀπὸ ἐδαφικὲς διεκδικήσεις ἢ τουλάχιστον δέχθηκαν νὰ τὶς ὑποβάλουν σὲ διαιτησία. Ἡ Σπάρτη ἐπέμεινε ἀνένδοτα στὴν ἐπιστροφὴ τῆς Μεσσηνίας καί, ἐπειδὴ ἡ ἀξίωσή της αὐτὴ δὲν ἱκανοποιήθηκε, ἀποχώρησε ἀπὸ τὴ διάσκεψη καὶ παρέμεινε ἐμπόλεμος. Τὰ ὑπόλοιπα κράτη σηνῆψαν «κοινὴ εἰρήνη» καὶ συμμαχία.

Μετὰ τὴ μάχη τῆς Μαντινείας λοιπόν, ὅλα τὰ κράτη –πλὴν τὴς Σπάρτης– ἔκλεισαν «κοινὴ εἰρήνη». Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς διασκέψεως μάλιστα οἱ Πέρσες σατράπες ποὺ εἶχαν στασιάσει ἐναντίον τοῦ Μ. Βασιλέως, ζήτησαν βοήθεια ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες οἱ ὁποῖοι ὅμως ἀπέριψαν τὴν ἔκκληση καὶ ἔστειλαν πάντηση ποὺ ἐκφράζει τὴ λαχτάρα τους για εἰρήνη, ὥστε νὰ μπορέσουν νὰ πιδωθοῦν ἀπερίσπαστοι στὴν πρόοδό τους. Ἡ μάχη τῆς Μαντινείας φαίνεται νὰ τοὺς εἶχε συνετίσει!! Οἱ δὲ Ἀρκάδες μετὰ τὴ μάχη συνῆψαν μιὰ συμφωνία ποὺ ρύθμιζε τὶς μεταξύ τους διαφορές.

 

 

Τρεῖς χάρτες ποὺ δείχνουν τὴν παράταξη τῶν ἀντιπάλων στὴν Μαντινειακὴ πεδιάδα: ἀρχικὰ τὴν πρώτη θέση, μετὰ τὴ δεύτερη καὶ τέλος τὴ θέση πρὶν ἀπὸ τὴ σύγκρουση. (Πηγὴ χαρτῶν: Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν).




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Beneker J., “Nepos’ Biographical Method in the Lives of Foreign Generals”, The Classical Journal 105.2 (2009), 190-21.

Bradley J.R., The Sources of Cornelius Nepos, New York 1991.

Bréguet E., “A propos de quelques exemples historiques dans le De re publica de Cicéron I, 3, 5-6”, Latomus 26.3 (1967), 597-608.

Cawkwell G.L., “Epaminondas and Thebes”, Classical Quarterly 22.2 (1972), 254.

Cawkwell, “Epaminondas and Thebes”, Classical Quarterly 22.2 (1972), 254.

Cornell T.J., The Beginnings of Rome: Italy and Rome from the Bronze Age to the Punic Wars (c. 1000-264 BC), London 1995.

Διόδωρος Σικελιώτης, Ἱστορικὴ βιβλιοθήκη, μετ. φιλολογικὴ ὁμάδα Κάκτου, Ἐκδόσεις Κάκτος, Ἀθήνα 1999.

Dionsiotti A.C., “Nepos and the Generals”, Journal of Roman Studies 78 (1988), 35-49.

Feldherr A., Spectacle and Society in Livy’s History, Berkeley 1998.

Gibson C.A., “Learning Greek History in the Ancient Classroom: The Evidence of the Treatises on Progymnasmata”, Classical Philology 99.2 (2004), 103-129.

Hägg T., The Art of Biography in Antiquity, Cambridge 2012.

Hanson V.D., “Epaminondas the Theban and the Doctrine of Preemptive War”, in: V. D. Hanson (ed.), Makers of Ancient Strategy: from the Persian Wars to the Fall of Rome (Princeton, 2010), 93-117.

Hanson V.D., The Soul of Battle: From Ancient Times to the Present Day, How Three Great Liberators Vanquished Tyranny, New York 1999.

Hanson, V. D.. Wars of the Ancient Greeks, Smithsonian 2004.

Hornblower, S., The Greek World 479 – 322 B.C., Routledge 2008.

Jones, A., The Art of War in the Western World, Oxford 1989.

Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, συλλογικό, τόμ. Γ1 - Γ2, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1972.

Κάπος Μιλτιάδης, Ἀρχαία Ἀρκαδία – Ἀναδρομὴ στὸ Μύθο καὶ τὴν Ἀρχαιότητα, Ἐκδόσεις Μιλ. Μ. Κάπος, Ἀθήνα 1990.

Καργάκος Σαράντος Ι., Ἡ ἱστορία τῆς ἀρχαίας Σπάρτης, τόμ. Ι, Ἀπὸ τὴν προ-δωρικὴ Σπάρτη ἕως τὸν Ἑλληνοπερσικὸ πόλεμο, καὶ τόμ. ΙΙ, Ἀπὸ τὸν Πελοποννησιακὸ πόλεμο ἕως τὸν 4ο μ.Χ. αἰώνα, Ἐκδόσεις Gutenberg, Ἀθήνα 2005.

Langlands R., “Roman Exempla and Situation Ethics: Valerius Maximus and Cicero de Officiis”, Journal of Roman Studies 101 (2011), 100-122.

Lintott A., Cicero as Evidence: A Historian’s Companion, Oxford 2008.

Ξενοφῶντος, Ἑλληνικά, μετ. φιλολογικὴ ὁμάδα Κάκτου, Ἐκδόσεις Κάκτος, Ἀθήνα.

Παυσανίου, Ἑλλάδος περιήγησις, «Ἀχαϊκὰ–Ἀρκαδικά», μετ.-σχόλια Ν. Παπαχατζής, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1980.

Πλουτάρχου, Βίοι παράλληλοι, 3 τόμ. μετ.-σχόλια Ἀνδρ. Ι. Πουρνάρας, Ἐκδόσεις Ἐπιστημονικὴ Ἑταιρεία τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων «Πάπυρος», Ἀθήνα 1976.

Burstein Pomeroy, et al., Ancient Greece: A Political, Social, and Cultural History, Oxford 2008.

Ρηγόπουλος Ν., Ἱστορία τῆς Μαντινείας, Ἔκδοσις τῶν «Παγκοσμίων Στρατιωτικῶν Νέων», Ἀθήνα 1938.

Robinson Charles–Alexader & Botsford George–Willis, Ἀρχαία Ἑλληνικὴ Ἱστορία, μετ. Σωτηρίου Ε. Τσιτσώνης, Ἐκδόσεις Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 2008.

Rowland R.J. Jr., “Cicero and the Greek World”, Transactions of the American Philological Association 103 (1972), 451-461.

Sanders L. J., The Legend of Dion, Toronto 2008.

Schmitt-Pantel Pauline & Orrieux Claude, Ἀρχαία ἑλληνικὴ ἱστορία, μετ. Ἀμαλία Σταθάκη, ἐπιστ. ἐπιμέλεια Ἠλίας Κουλακιώτης, Ἐκδόσεις Gutenberg, Ἀθήνα 2018.

Schmidt T., “L’Histoire au secours du politique: Épaminondas comme exemplum dans les Discours bithyniens de Dion Chrysostome”, Dialogues d’histoire ancienne, supplément 8 (2013), 379-396.

Shrimpton G., “Plutarch’s Life of Epaminondas”, Pacific Coast Philology 6 (1971), 55-59.

Stem R., The Political Biographies of Cornelius Nepos (Ann Arbor, 2012).

Striker G., “Cicero and Greek Philosophy”, Harvard Studies in Classical Philology 97 (1995), 53-61.

Thomes F.C., Egemonia Beotica e Potenza marittima nella politica di Epaminonda (Turin, 1952).

Blom H. van der, Cicero’s Role Models: The Political Strategy of a Newcomer (Oxford, 2010).

Versnel H.S., “Two Types of Roman devotio”, Mnemosyne 29.4 (1976), 365-410.

Versnel H.S., “Self-sacrifice, Compesnation and the Anonymous Gods”, in Le sacrifice dans l’antiquité (Geneva, 1981), 136-185.

Simon Hornblower, Ὁ Ἑλληνικὸς Κόσμος, μετ. Εὔα Πέππα, Ἐκδόσεις Ὁδυσσέας, Ἀθήνα 2005.

Strassler, R. B.. The Landmark Xenophon’s Hellenika, Pantheon Books 2009.

Χέρμαν Μπένγκτσον, Ἱστορίας τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδας, μετ. Ἀνδρέα Γαβρίλη, Ἐκδόσεις Μέλισσα, Ἀθήνα 1979.

 

 


Σκηνὴ μάχης σὲ ἐρυθρόμορφο ἀττικὸ ἀγγεῖο.

 

Μάχη πάνω ἀπὸ νεκρὸ πολεμιστή. Κρατήρας του Εὐρύτου, περ. 600 π.Χ., Μουσεῖο Λούβρου, Παρίσι.


Σκηνὴ μάχης σὲ ἐρυθρόμορφο ἀττικὸ ἀγγεῖο.


Ἀναπαράσταση σκηνῆς μάχης


Σχεδιάγραμμα ποὺ μᾶς παρουσιάζει τὶς κινήσεις τῶν ἀντιμαχομένων. Μὲ κόκκινο ἀπεικονίζεται ὁ συνασπισμὸς τῶν Σπαρτιατῶν καὶ μὲ τὸ γαλάζιο ὁ στρατὸς τοῦ Ἐπαμεινώνδα.


Bartolomeo Pinelli, Ὁ θάνατος τοῦ Ἐπαμεινώνδα, (1812).

 

Ψηφιακὴ ἀναπαράσταση Λακεδαιμονίων ὁπλιτῶν.


 

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2020

ΙΩΣΗΦ ΑΝΔΡΟΥΣΗΣ (Ἰωάννης Καρώνης τοῦ Νικολάου), 1770-1844

 

 

Φωτογραφία ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἰεζεκὴλ  Βελανιδιώτης, Ἰωσήφ ὁ Ἀνδρούσης, Ἀθῆναι 1906.



Ἰωφὴφ Ἀνδρούσης [Ἰωάννης Καρώνης τοῦ Νικολάου] - Ἀφιέρωμα

(τοῦ Παναγιώτη Καρώνη)

Ἡ Ἑλλάς, ἥτις ἐκπηδᾶ ἀπὸ τὸ χάος τῶν αἰώνων εἰς τὴν ἀρχαίαν της λαμπρότητα, καταγίνεται εἰς ἀνέγερσιν σχολείων διὰ νὰ ἁναστήσῃ τοὺς Πλάτωνας καὶ Λυκούργους, καὶ στοχάζομαι ἐντεῦθεν πρέπει ν᾿ ἀρχίσῃ ἀπὸ τὴν περιποίησιν τῶν διδασκάλων. Διὰ νὰ δώσῃ ψυχὴν εἰς τοὺς ἰδίους νὰ ἐπιμελῶνται καὶ παράδειγμα καὶ ἄμιλλαν στοὺς νέους, διὰ νὰ μὴν ἀπαυδῶσι βλέποντες τοὺς ἰδίους των διδασκάλους δυστυχεῖς καὶ ἀδικουμένους.

Ἰωφὴφ Ἀνδρούσης

Προλεγόμενα

Μὲ τοῦτον τὸν σπουδαῖο ἄνθρωπο μᾶς συνδέουν ἐκτὸς ἀπὸ δεσμοὶ πατριωτικοὶ καὶ δεσμοὶ αματος ἀφοῦ ὑπῆρξε πρόγονός μας. Τὸ πραγματικό του ὄνομα ἦταν Ἰωάννης Καρώνης,1 και ἦταν γιὸς τοῦ Νεστανιώτη Νικολάου Καρώνη καὶ τῆς Νεστανιώτισσας Παναγούλας Καρώνη γεννημένος στὴ Νεστάνη Ἀρκαδίας ποὺ τότε ἔφερε ἀκόμα τὸ μεσαιωνικὸ ὄνομα Τσιπιανά. Νὰ προσθέσουμε πὼς πὸ τὴν ἔρευνά μας διαπιστώνουμε πὼς τὸ ἐπώνυμο Καρώνης ὑπάρχει στὴ Νεστάνη πρὶν ἀπὸ τὸ 1536 μ.Χ. φοῦ τὸ συναντμε σὲ πληθώρα ἐγγράφων.

Καὶ χρέος προσωπικὸ λοιπὸν ἡ ἐνασχόλησή μας μὲ τοῦτον τὸν πρόγονό μας ποὺ τυχαίνει νὰ εἶναι καὶ ἕνας σπουδαῖος Ἀγωνιστὴς λλὰ καὶ Ἀνθρωπιστής· μιὰ κορυφαία ἱεραρχικὴ μορφὴ τῆς Ἐθνικῆς παλιγγενεσίας καὶ μιὰ πὸ τὶς εὐγενέστερες κα μαρτυρικὲς προσωπικότητες. νας ἀγωνιστὴς ποὺ μὲ τὶς ἴδιες τὶς πράξεις του ἔδωσε τὸ παρὸν στὸν Ἀγώνα τοῦ 1821 λλὰ καὶ μὲ τὴν πένα του καὶ τὶς διοικητικές του ἱκανότητες βοήθησε τὸ νεογέννητο κράτος.

Γιὰ τὸ φιέρωμά μας ἀντλήσαμε στοιχεῖα κυρίως ἀπὸ τὸν τόμο τοῦ Ἀθανασίου Φιλ. Παπαγιάννη Μαντινειακὰ μοναστήρια – Ἡ συμβολή τους στὸν Ἀπελευθερωτικὸ Ἀγώνα τοῦ 1821 καὶ ὁ Ἰωσὴφ Ἀνδρούσας, ἀλλὰ καὶ πὸ ἄλλες πηγὲς τὶς ὁποῖες, ὁ ναγνώστης ποὺ θέλει νὰ μελετήσει διεξοδικότερα τὸ θέμα, μπορεῖ νὰ δεῖ στὴν ἀναλυτικὴ βιβλιογραφία ποὺ παραθέτουμε στὸ τέλος τοῦ φιερώματός μας.

Ἀλλὰ ἂς ξεκινήσουμε νὰ σκιτσάρουμε σιγὰ-σιγὰ τὸ πορτρέτο τούτου τοῦ σπουδαίου Νεστανιώτη.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΩΝΗΣ

Νεστάνη, Αὔγουστος τοῦ 2020




Ἰωφὴφ Ἀνδρούσης (Ἰωάννης Καρώνης τοῦ Νικολάου)

Ἡ γέννηση τοῦ Ἰωσὴφ Ἀνδρούσης διχάζει2 τοὺς βιογράφους του ἀφοῦ ἄλλοι ὑποστηρίζουν πὼς γενήθηκε στὴν Τριπολιτσὰ τὸ 1770, καὶ ἄλλοι στὴ Νεστάνη ποὺ τότε ἔφερε τὴ μεσαιωνική της ὀνομάσία Τσιπιανά. Γεγονὸς ἀναμφισβήτητο εἶναι πὼς τὸ πραγματικὸ του ὄνομα ἦταν Ἰωάννης Καρώνης.3 Ὁ πατέρας του Νικόλαος Καρώνης ἦταν Νεστανιώτης καθὼς καὶ ἡ μητέρα του ποὺ ὀνομαζόταν Παναγούλα. Ὅταν ἔγινε ἐπίσκοπος Ἀνδρούσας ὁ Ἰωάννης πῆρε τὸ ὄνομα Ἰωσὴφ καὶ γιὰ ἐπώνυμο, τόσο αὐτὸς ὅσο καὶ τὰ ἀδέλφια του, πῆραν τὸ Νικολάου, (ὡς γιοὶ Νικολάου) ντὶ τοῦ μέχρι τότε Καρώνης.

Ὁ μικρὸς Ἰωσὴφ σπούδασε στὴν περιώνυμη καὶ φημισμένη σχολὴ τῆς Δημητσάνας γιὰ ἐννέα χρόνια. Ὑπῆρξε ἕνας ἐξαιρετικὸς μαθητὴς καὶ πολὺ ἀπέδωσε στὶς σπουδές του, καὶ πραγματικὰ τὸ ὁμηρικὸ «αἰὲν ἀριστεύειν καὶ υπείροχον ἔμμεναι ἄλλων, μηδὲ γένος πατέρων αἰσχυνέμεν»,4βρησκε στόν μαθητἸωάννη Καρώνη τὴν ἀπόλυτη ἐφαρμογή του.

Μτὸ πέρας τῆς ἀποφοίτησής του δίδαξε στὸ σχολεῖο ποὺ ἱδρύθηκε κοντὰ στοὺς ταξιάρχες τῆς Τριπολιτσᾶς καὶ ἐν συνεχείᾳ στὰ Δολιανά. Τὸ 1792 πῆγε στὴ μονὴ Γοργοεπηκόου «στὴν ὁποία ”κείρεται” μοναχὸς καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Ἰωσήφ». Ἐν συνεχείᾳ χειροτονήθηκε διάκος ἀπὸ τὸ μητροπολίτη Ἀμυκλῶν Νικηφόρο Κουγιᾶ καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν Τριπολιτσά. Τὸ 1806 ἐπιλέχθηκε ἐπίσκοπος Ἀνδρούσας Μεσσηνίας καὶ στὴ συνέχεια ἔλαβε ἐντολὴ «Συνοδικοῖς γράμμασι» καὶ «Φερμανίοις τοῦ Ὀθωμανικοῦ Κράτους», νὰ περιοδεύσει τὴν Πελοπόννησο καὶ νὰ διδάξει τὸ λαό. Γιὰ τὴν ἐπιτυχία σὲ αὐτή του τὴν ἀποστολὴ «Περιεβλήθῃ» μὲ πολλὰ ἀξιώματα ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο.

μως ἡ σημαντικὴ προσφορὰ τοῦ Ἰωσὴφ Ἀνδρούσης ἔγκειται στὴ βοήθειά του στὸν Ἐθνικοαπελευθερωτικὸ Ἀγώνα τῶν Ἑλλήνων ἐναντίων τοῦ Τούρκου κατακτητῆ ποὺ ἄρχισε τὸ 1821. Ἔτσι ὁ Ἰωσὴφ Ἀνδρούσας κατηχήθηκε στὴν Φιλικὴ Ἑταιρεία τὸ 1820 ἀπὸ τὸν ἀδελφό του ἀλλὰ καὶ πὸ τὸν ἰατρὸ τῆς Καλαμάτας Κορνίλιο. Ἐξελίχθη δὲ στὸν σπουδαιότερο παράγοντα τῆς διαδόσεως τῶν σκοπῶν τῆς Ἑταιρείας καὶ στὸν ἐπισημότερο κατηχητῆ της. Συγκεκριμένα, προσέλκυσε μὲ τὴν ἐπιβλήτικότητά του νέους καὶ πολλοὺς προσήλυτους, ἔτσι ποὺ ἡ Ἑταιρεία διαδόθηκε σὲ ὅλη τὴν Πελοπόννησο καὶ ἄρχισαν οἱ προετοιμασίες. Ἀναδείχτηκε βέβαια ὡς ὁ κυκξριότερος παράγοντας καὶ ἐκπρόσωπος τῆς Ἑταιρείας στὴν Μεσσηνία.

Ἡ κεντρικὴ Τούρκικη διοίκηση πληροφορούμενη τὶς κινήσεις των Ἑλλήνων ἄρχισε νὰ ἀνησυχεῖ. Τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1821 ὁ Καϊμακτάρης τῆς Ντροπολιτσᾶς Σαλήμ, ἔστειλε διερμηνέα του στὸν περιοδεύοντα μητροπολίτη Τριπολιτσᾶς Δανιὴλ μὲ μήνυμα ποὺ τοῦ γνωστοποιοῦσε ὅτι εἶναι άναγαῖο νὰ προσκληθοῦν ὅλοι οἱ Προεστῶτες τῆς Πελοποννήσου στὴν Τριπολιτσά. Φίλοι καὶ γνωστοί, ὑποψιαζόμενοι τὶς προθέσεις τῶν Τούρκων, παρακινοῦσαν τὸν Ἰωσὴφ νὰ μὴν πάει, ἀλλὰ ἐκεῖνος ὑποστήρισε πώς: «ἂς τρέξωμεν ἡμεῖς νὰ κλείσωμεν τὸ ὄμματα τῶν ὀθωμανῶν, ἕως οὗ ἐνδυναμώσωσι στρατιωτικῶς οἱ ἡμέτεροι ἂν δὲ καὶ μᾶς θανατώσωσι, γενηθήτῳ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, θανατούμεθα ὀλίγοι καὶ τὸ ἔθνος σώζεται». Τελικὰ συγκεντρώθηκαν στὴν Τριπολιτσὰ 9 ἀρχιερεῖς μὲ τοὺς Ἀρχιδιακόνους καθὼς καὶ οἱ προστῶτες καὶ οἱ προύχοντες τοῦ Μοριᾶ. Μεταξὺ αὐτῶν καὶ ὁ Ἰωσὴφ Ἀνδρούσης. Ὅλοι τους συνελήθησαν καὶ κρατήθηκαν ὡς ὅμηροι στὸ Σεράγιον.

Ὁ Ἀνδρούσης θὰ παραμείνει ὅμηρος γιὰ ἑπτὰ μῆνες κα ὑπέστη «τὰ πάνδεινα κατὰ τὴν ἑπτάμηνον φυλάκισίν του εἰς τὸ Σεράγιον». Ἀπὸ τὶς κακουχίες, τὰ βασανιστήρια καὶ τὴν ἀσιτία πέθαναν 5 μητροπολίτες κι ἐπέζησαν οἱ Ἰωσὴφ Ἀνδρούσης, ὁ Κορίνθου Κύριλλος καὶ ὁ Άμυκλῶν Δανιήλ. Ὁ Σ. Τρικούπης ἀναφερόμενος στὶς συνθῆκες κράτησής τους γράφει:

Σκοτεινὸν καὶ ζοφῶδες ὑπόγειον ἐχρησίμευεν ὡς φυλακὴ τῶν ἀρχόντων τοῦ Μορέως. Περιθέντες αὐτοῖς ἁλύσεις εἰς τὰς χεῖρας καὶ σιδήρους περιαυχενίους κρίκους περὶ τὸν τράχηλον βάρους 300 ὀκάδων. Ἰλιγγιᾷ ὁ ἀναγιγνώσκων τὰς βασάνους καὶ τὰ μαρτύρια ἃ ὑπέστησαν οἱ Πρωταθληταὶ αὐτοὶ τῆς Ἐθνικῆς παλιγγενεσίας. Ἐπὶ πενταμήνου ἐν ταῖς ἀνηλίοις εἰρκταῖς παρέμενον ἁλυσόδετοι καὶ ἐν ἀκινησίᾳ ἐκ τοῦ βάρους τῶν δεσμῶν πάντες κατὰ γραμμὴν δεδεμένοι ἐντὸς μικροῦ δωματίου, μὴ δυνάμενοι οὐδὲ τὰς φυσικὰς αὐτῶν χρείας νὰ ἐκπληρώσουσιν.5

Ὅταν ἀφέθη ἐλεύθερος ἔλαβε ἐνεργὸ μέρος εἰς τὸν Ἀγώνα τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους. Στὶς 27 Δεκεμβρίου τοῦ 1821 ἐξελέγη ἀπὸ τὴν Α᾿ Ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἐπιδαύρου, γιὰ τὶς διοικητικὲς του ἱκανότητες, μέλος τῆς Εἰκοσαμελοῦς Ἐθνικῆς Βουλῆς. Ἀπὸ τὴν ποσωρινὴ διοίκηση τῆς Ἑλλάδος διορίσθηκε Μινίστρος (Ὑπουργὸς) τῆς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων (τῆς Θρησκείας ἢ Λατρείας).6 Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1822 διορίσθηκε καὶ Μινίστρος τῆς Δικαιοσύνης (τοῦ Δικαίου)7 καὶ παρέμεινε στὴ θέση αὐτὴ ἕως κα τ 1825. Ὁ Ἰωσὴφ Ἀνδρούσης ἦταν ὁ πρῶτος Ὑπουργὸς τῆς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων τῆς ἐπαναστατημένης καὶ ἀργότερα ἐλεύθερης Ἑλλάδας· παρέμεινε δὲ στὴ θέση αὐτὴ ἀναλαμβάνοντας τὸ πραγματικὰ δύσκολο αὐτὸ ἔργο πὸ τὸ 1822 ἕως τὸ 1833. Ἀξίζει νὰ προσθέσουμε πώς, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἀδελφός του: δν λαβεν ες ντιμισθίαν οδὲ λεπτόν, πληρώνων τος μισθοὺς τν παλλήλων του ἀπὸ τν πτωχὴν περιουσίαν μο το αταδέλφου του.8

νέλαβε ἀνώτατος Ἐκκλησιαστικὸς Ἀρχηγὸς τῆς Ἐπανάστατημένης Ἑλλάδας, ὅταν τὰ πράγματα βρίσκονταν σὲ ἀναταραχὴ καὶ καμιὰ τάξη καὶ ὀργάνωση δὲν ὑπῆρχε. Ὁ Ἰωσὴφ Ἀνδρούσης στὶς 5 Ἀπριλίου τοῦ 1822 διακήρυξε τὴ χορηγία τῶν ἀργυρῶν καὶ χρυσῶν σκευῶν τῶν μονῶν καὶ τῶν ἐκκλησιῶν γιὰ τὸν Ἀγώνα9 καὶ διετέλεσε μέλος τῆς Ἐπιοτροπῆς «εἰς ἀνάκρισιν τοῦ Ὀργανικοῦ καὶ τῶν καθεστώτων νόμων».

Κατὰ τὴν εἰσβολὴ τοῦ Δράμαλη στὴν Πελοπόννησο, καὶ ἐνῷ ἦταν Ὑπουργὸς ἀπεύθυνε ἀπαράμιλλη παραίνεση πρὸς τοὺς Ἕλληνες «ἵνα ἐν συμπνοία ἀντιμετωπίσουν τὸν ἐχθρό». Ἀγωνίστηκε μάλιστα ἐναντίον τοῦ Ἰμπραὴμ καὶ τῶν ὀρδῶν του ποὺ κατέφθασαν στὰ παράλια τῆς νότιας Πελοποννήσου, ἀφοῦ ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὴ διοίκηση. Ὁ Ἰμπραὴμ μετὰ τὴ μάχη στὸ Μανιάκη καὶ τὸ ἡρωικὸ πέσιμο τοῦ Παπαφλέσσα, ζήτησε τὸ κεφάλι τοῦ Ἰωσὴφ προσφέροντας μάλιστα γενναία ἀμοιβή. Ἔτσι ὁ Ἰωσὴφ κατέφυγε στὴ Μονὴ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων τῆς Ἐρμιόνης.

Ἰωσὴφ Ἀνδρούσης τραυματίστηκε μάλιστα πολλὲς φορὲς κατὰ τὴν προσπάθεια ἀπόκρουσης τῶν στρατευμάτων τοῦ Ἰμπραήμ. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Ἐθνοσυνέλευσης τῆς Τροιζήνας ἔλαβε μέρος σὲ αὐτὴν και ἀγωνίσθηκε θαρραλέα προκειμένου νὰ συντάξει τὸν Ἐθνικὸ Ἐκκλησιαστικὸ Κανονισμό. Συνεργάσθηκε ἐπίσης μὲ τὸν Καποδίστρια, ἐκφώνησε μάλιστα καὶ τὸν ἐπικείδιό του, καὶ μεσολάβησε στὴν ἀντιβασιλεία γιὰ τὴ διάσωση τῶν καταδικασμένων ἀγωνιστῶν· τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ τοῦ Πλαπούτα.

Ἡ ἐπιτροπὴ ἐκδουλεύσεως τὸν κατέταξε στου στρατηγοὺς καὶ τιμήθηκε μὲ τὸ Ἀριστεῖο τοῦ Ἀγώνα καὶ τὸν ἀργυρὸ καὶ χρυσὸ Σταυρὸ τοῦ Ταξιάρχη καὶ Ἀνωτέρου Ταξιάρχη. Τὸ 1839 διετέλεσε μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆ Ἑλλάδος.

Συνέγραψε ἐπίσης «Ἀπομνημονεύματα» τὰ ὁποῖα, ἂν καὶ ἠμιτελῆ, ἐκδόθηκαν μίλις τὸ 1966, ἀφοῦ ἕως τότε ἀγνοούσαμε τὴν ὕπαρξή τους. Σὲ αὐτὰ κάνει ἀναφορὰ μόνο στὴ φυλάκισή του καὶ στὰ πολεμικὰ γεγονότα μέχρι τὴν ἅλωση τῆς Τριπολιτσᾶς, ἀφήνοντας ἀπ᾿ ἔξω τὰ παιδικὰ καὶ ἐφηβικά του χρόνια. Παρ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ τὸ ἀμερόληπτο αὐτὸ κείμενο εἶναι πολύτιμο, καὶ διαβάζοντάς το, σχηματίζουμε σαφὴ ἀντίληψη γιὰ πρόσωπα καὶ πράγματα.

Ἰωσὴφ Ἀνδρούσης ἔφυγε πὸ τοῦτον τὸν κόσμο τὴν 13η τοῦ Μαρτίου τοῦ ἔτους 1844 στὸ Νησὶ Μεσσήνη τῆς Μεσσηνίας, σὲ ἡλικία 74 ἐτῶν. Ἡ κηδεία του, ποὺ τελέσθη μὲ μεγάλη λαμπρότητα, ἔγινε δημοσία δαπάνη. Ἐτάφη στὴ δεξιὰ γωνιὰ τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἱωάννη Προδρόμου στὴ Μεσσήνη. Τὸ 1912 στὸν προαύλιο χῶρο τοῦ ναοῦ στήθηκε προτομή του φιλοτεχνημένη ἀπὸ τὸν γλύπτη Μιχαλ Τόμπρο, ἐνῶ ἡ προτομὴ φέρει ἐπίγραμμα τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ. Οἱ ἐφημερίδες τῶν Ἀθηνῶν Αἰὼν καὶ Ταχύπτερος Φήμη φιέρωσαν στῆλες στὴ φημισμένη προσωπικότητα τοῦ Ἰωσὴφ Ἀνδρούσης. Συγκεκριμένα, ἡ ἐφημερίδα Αἰών, ἔγραφε: Ἀδιαλείπτως θέλει κηρύττει ὅλη ἡ Πελοπόννησος καὶ ὅλη ἡ Ἑλλάς, τὰς ἀρετάς του.10



Σημειώσεις


1. Γιὰ πρώτη φορὰ μετὰ τὸν Ἀγώνα τῆς Ἐθνικῆς παλιγγενεσίας τοῦ 1821, ἐρευνήθηκε καὶ ἀποκαταστάθηκε τὸ πραγματικὸ ὄνομα τοῦ Ἱεράρχη καὶ Ἀγωνιστῆ Ἰωσὴφ Ἀνδροῦσης. Στὴν ἐφημ. Ἀναγένηση τῆς Μεγαλουπόλεως τὸν Ἰούνιο τοῦ 1971, σὲ δημοσίευμα μὲ τίτλο «Ἀνδρούσας Ἰωσὴφ» γιὰ τὰ 150 χρόνια τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως δημοσιεύεται τὸ πραγματικὸ ἐπώνυμό του, Καρώνης, καὶ ὁ τόπος καταγωγῆς του Νεστάνη Ἀρκαδίας (τότε Τσιπιανά). Ἀκολούθησε δεύτερο δημοσίευμα στὸ περ. Ἱστορία Εἰκονογραφημένη (Μάρτης 1972, σσ. 78-79). Εἶχε προηγηθεῖ βέβαια τὸ βιβλίο τοῦ Θάνου Βαγενᾶ Ἱστορικὰ Τσακωνιᾶς καὶ Λεωνιδίου (Βραβεῖο τῆς Άκαδημίας Άθηνῶν 1969) ποὺποκαταστείνει τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια ἀναφέροντας τὸ πραγματικό του ὄνομα Καρώνης, (σελ. 198, κεφ. «Σχολεῖα καὶ Διδάσκαλοι τῆς Τσακωνιᾶς». Συγκεκρημένα γράφει: τὸν ἱερομόναχο (μετέπειτα Ἐπίσκοπο Ἀνδρούσας ΙΩΣΗΦ ΚΑΡΩΝΗ), ποὺ δίδαξε στὴ Σχολὴ Δολιανῶν.

2. Πλὴν τῆς Γενικῆς Παγκόσμιας Ἐγκυκλοπαιδείας Πάπυρος-Λαροὺς ποὺ λανθασμένα ναφέρει πὼς γεννήθηκε στὴ Δημητσάνα ὅλοι οἱ ἄλλη βιογράφοι ἀναφέρουν ὡς τόπο γέννησης τὴ Νεστάνη ἢ τὴν Τρίπολη.

3. Τὸ περιοδικὸ «Ἀλιεύς», ἔκδοση τῆς Μητροπόλεως Μαντινείας καὶ Κυνουρίας (ἀριθ. Φύλλου 46, Μάης 1972), στὸ «Μοναστηριακὸ Συναξάρι», ἀναφέρει
τι τὸ πραγματικό του ὄνομα (κατὰ κόσμον) ἦταν Ἰωάννης Καρώνης, κι᾿ ἐκάρη στὴ Μονὴ Γοργοεπηκόπου, σὲ ἡλικία 22 ἐτῶν. Στὸ φύλ. 39 τοῦ Ὀκτωβρίου 1971, σσ. 5-7 ἀναφέρει ἀκόμα ὅτι καταγόταν ἀπὸ γονεῖς Τσιπιανίτες (δηλαδὴ Νεστανιῶτες).

4. Ὁμήρου Ἰλιάς, Ζ 208.

5. Σπυρίδων Τρικούπης, Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, τόμ. Β᾿σελ. 93.

6. Ἔγγραφο τῆς 15ης Ἰανουαρίου 1822, ἐν Ἐπιδαύρῳ.

7. Ἔγγραφο τῆς 17ης Ἀπριλίου 1822, ἐν Κορίνθῳ.

8. Νικολάου (Καρώνης) Ἰωάννης, «Σχεδίασμα περ το βίου το νδρούσης ωσήφ», Ἀπόλλων, περ. μηνιαῖο σύγγραμμα, 1890, ἔτος ΣΤ᾿, τόμ. ΣΤ᾿, σσ. 1054-1060, ἐπιμ. Α. Πετρίδης.

9. Πραγματικά, ὀχτακόσιες ὀκάδες ἀπὸ αὐτὰ συγκεντρώθηκαν ὅπως διαβάζουμε στὰ Ἀρχεῖα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, σελ. 157 καὶ 268.

10. Ἐφημ. Αἰών, 14 Ἀπριλίου 1844.


 

 

Φωτογραφία ἀπὸ τὰ άποκαλυπτήρια τῆς προτομῆς τοῦ Ἰωφὴφ Ἀνδρούσης. Ἀνδρούσα 1961. Ἀριστερὰ διακρΊνεται νὰ μιλάει ὁ μητροπολίτης Μεσσηνίας καὶ Ἀνδούσης Χρυσόστομος.



Βιβλιογραφία

Ἀτέσης Β., Ἐπίτομος ἐπισκοπικὴ ἱστορία τῆς Ἑλλάδας Α᾿, Ἀθῆναι 1948, σελ. 262.

Βαγενᾶς Θάνος, Ἱστορικὰ Τσακωνιᾶς καὶ Λεωνιδίου (Βραβεῖο τῆς Άκαδημίας Άθηνῶν 1969), Ἀθήνα 1968.

Βαρδουνιώτης Δημ. Κ., Ἡ καταστροφὴ τοῦ Δράμαλη, Ἐκδόσεις Μορέα, Τρίπολη 1913, σελ. 282.

Βελανιδιώτης Ἰεζεκιήλ, Ἰωσήφ ὁ Ἀνδρούσης: Ὅμηρος δεσμοφόρος ἐν Τριπολιτζᾷ μινίστρος τῆς θρησκείας καὶ τοῦ δικαίου κατὰ τὸν ἀγώνα 1770-1844, ν θναις: Π. Δ. Σακελλαρίου, 1906.

Βέη Ν. Ἔκφρασις κώδικος, ἐν Δ.Ι.Ε.Ε. ΣΤ᾿(1901-1906). Σελ. 203.

Ἐγκυλοπαιδικὸ Λεξικὸ Ἡλίου, Ἀθήνα 1954.

Γενικὴ Παγκόσμιος Ἐγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαροῦς.

Γριτσόπουλος Ἀθαν. Τ. Μονὴ Φιλοσόφου, Ἀθῆναι 1960, σσ. 178-181.

Γκριτσόπουλος Τ., Μητροπολίτης Ἀμυκλῶν καὶ Τριπολιτσᾶς Δανιὴλ Παναγιωτόπουλος, Ἀθῆναι 1960, σελ. 20-28 ΙΙΙ.

Ἰωσὴφ Ἀνδρούσης, «Ἀπομνημονεύματα»: Joseph, biscof von Androusa, Memoirem über seine Cefangnisaft und die anderer Hierarchen und Homotatiren der Peloponnes in Tripolis im jahre 1821, von N. A. Bees (Βέης) Einheleitet von V. P. Panayotopoulos «Byzantini – sch – Neurrie – Chische Jahrbücher» r. XIX (1966) σσ. 409-432 καὶ παλοποννησιακὰ τόμ. Ζ᾿ 1969 – 79 σσ. 434-436 (ὑπὸ Τ. Γκριτσ.)

ωσὴφ Ἀνδρούσης (Ἰωάννης Νικολάου Καρώνης), Ἡ ἀκολουθία τοῦ νεομάρτυρα Δημητρίου, Α᾿ ἔκδοση, Βενετία 1804· Β᾿ ἔκδοση ἀπὸ τὸν Ν. Παπαδόπουλο, Ἀθῆναι 1846· Γ᾿ ἔκδοση, Τριπολιτζὰ 1888.
Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγλυκλοπαίδεια, Ἀθήνα 1965, τόμ. Ζ᾿(7ος) σσ. 132-135.

Κουκουλὲς Φαίδων, Τὰ σχολεῖα τῆς Κυνουρίας «Ἀθηνᾶ», Λθ᾿(1927), σελ. 117.

Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, Ἀθήνα 1928.

Μπαμπούνη Χ., «Ὁ Ἀνδρούσης ωσήφ», Μεσσηνιακὰ Χρονικὰ 2008-2009, σελ. 176.

Μπόνης Κων. Κατάλογος Ἐπισκόπων, ἀνατύπωση ἀπὸ τὴ Θεολογία, Ἀθῆναι 1972 σελ. 11 καὶ σσ. 29-31.

Μπουγᾶς Ἰωάννης Π., Ἰωσὴφ Ἐπίσκοπος Μεσσήνης 1770-1844 (ὁ ἀπὸ Ἀνδρούσης): ὁ πρῶτος μινίστρος τῆς Θρησκείας καὶ τοῦ Δικαίου καί πρῶτος Ἐπίσκοπος Μεσσηνίας: συμβολὴ στὴν τοπική ἱστορία τῆς Μεσσηνίας, Ἐκδόσεις Open Line, Ἀθήνα 2011.

Νικολάου (Καρώνης) Ἰωάννης, «Σχεδίασμα περ το βίου το νδρούσης ωσήφ», (βιογραφία γραμμένη ἀπὸ τὸν ἀδελφό του), Ἀπόλλων, περ. μηνιαῖο σύγγραμμα, 1890, ἔτος ΣΤ᾿, τόμ. ΣΤ᾿, σσ. 1054-1060, ἐπιμ. Α. Πετρίδης.

Ξενογιάννη Κωνσταντίνου Ν., Ἡ ἵδρυσις τοῦ Ὑπουργείου Θρησκευμάτων κα ὁ πρῶτος μινίστρος του (Ἰανουάριος 1822), Ἰδιωτικὴ κδοση, Καλαμάτα, 1991.

Οἰκονόμου Κ. τοῦ ἐξ Οἰκονόμου, Τά σωζόμενα Ἐκκλ. Συγγράμματα Β᾿Ἀθῆναι 1864, σελ. 10.

Παπαγιάννης Ἀθανάσιος Φιλ., «Ἰωσήφ Ἀνδρούσας», Ἀναγγένηση Μεγαλόπολης, ριθ. φ. 819, σελ. 1 καὶ σελ. 4, Ἰούνιος 1971.

Παπαγιάννης Ἀθανάσιος Φιλ., «Ἀνδρούσας Ἰωσήφ», Ἀρκαδικὰ Νέα, ἀρ. φ. 1360, 22.10.1972, σσ 1-2.

Παπαγιάννης Ἀθανάσιος Φιλ., Μαντινειακὰ Μοναστήρια – Ἡ συμβολή τους στὸν Ἀπελευθερωτικὸ Ἀγώνα τοῦ 1821 καὶ ὁ Ἰωσὴφ Ἀνδρούσας, Ἐκδόσεις Ἱστορία καὶ λαογραφία τοῦ Μοριᾶ, Ἀθήνα 1977.

Παπανίκα Μ., σχεδίασμα Κων/λεως, 1967, σελ. 107.

Παπαδόπουλος Χρυσ., Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Α᾿, Ἀθῆναι 1920σελ. 23.

Παπαδόπουλος–Βρεττὸς Α. Νεοελληνικὴ φιλολογία Α᾿, Ἀθῆναι 1854, σελ. 147.

Παπαδόπουλος Χρ., Ἐναίσιμα, Ἀθῆναι 1931, σελ. 245.

Πετρεκάκου Δ. Ὁ Κλῆρος εἰς τὴν Πολιτικήν, σελ. 344.

Πολυζωίδη Α. Γενικὴ Ἱστορὶα, τόμ. Δ᾿ σελ. 776.

Σιμόπουλος Θεόφιλος Ν., Μάρτυρες καὶ Ἀγωνισταὶ Ἱεράρχαι τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως 1821-1829, τόμ. Β᾿ σσ. 419-449. «Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀνδρούσης Ἰωσήφ, «Σπαρτιατικὸν Ἡμερολόγιον 1907, σσ. 42-74.

Συμπλήρωμα Ἐγκυκλοπαιδικοῦ Λεξικοῦ Μπέκ, Ἀθῆναι 1932, σελ. 384.

Τρικούπης Σπυρίδων, Ἱστορία τῆς Ἐπανάστασης.

Φερέτος Μίμης, «Ἡ παιδεία τῆς Καλαμάτας», Μεσσηνιακὰ Γράμματα, Καλαμάτα 1961, σελ. 7.

Φερέτος Μίμης, «Ὁ Ἀνδρούσης Ἰωσὴφ πρὸς τὸν Ἰωάννην Καποδίστριαν», Μεσσηνιακὰ 1969-70, Ἀθναι 1972, σελ.159.

Φερέτος Μίμης, Εδήσεις-Σχόλια-Πληροφορίες γι τν κκλησία τς Μεσσηνίας, περ. Διδαχή, Φεβρουάριος 1977, σελ. 26.

Χρυσανθόπουλου Φωτίου (Φωτάκου), Βίοι Πελοποννησίων Ἀνδρῶν καὶ ἔξωθι εἰς τὴν Πελοπόννησον ἐθελοντῶν, Ἀθῆναι 1888, σελ. 309.

 

 

Νεότερο πορτρέτο τοῦ Ἰωσὴφ Ἀνδρούσης.



© κειμένου: Παναγιώτης Καρώνης 2020, μὲ τὴν ἐπιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματος.

Ἀπαγορεύεται ἡ ἀναδημοσίευση, ἢ ἀναπαραγωγή, ὁλική, μερικὴ ἢ περιληπτικὴ ἢ κατὰ παράφραση ἢ διασκευὴ καὶ ἀπόδοση τοῦ περιεχομένου τοῦ παρόντος ἄρθρου μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση μὲ τὸν συγγραφέα του.