Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2019

Παρουσίαση τοῦ βιβλίου: «ΤΑ ΥΔΑΤΑ ΤΩΝ ΠΗΓΩΝ & Η ΦΙΛΙΠΠΕΙΟΣ ΚΡΗΝΗ ΤΗΣ ΝΕΣΤΑΝΗΣ - Ἱστορία, μύθοι καὶ θρύλοι»




Παρουσιάστηκε στὴ Νεστάνη μπροστὰ ἀπὸ τὴ Φιλίππειο κρήνη τὸ βιβλίο: «ΤΑ ΥΔΑΤΑ ΤΩΝ ΠΗΓΩΝ ΚΑΙ Η ΦΙΛΙΠΠΕΙΟΣ ΚΡΗΝΗ ΤΗΣ ΝΕΣΤΑΝΗΣ - Ἱστορία μύθοι καὶ θρύλοι»
Παρουσιάστηκε τὴν Τρίτη 13 Αὐγούστου 2019 τὸ βιβλίο τοῦ Παναγιώτη Καρώνη: ΤΑ ΥΔΑΤΑ ΤΩΝ ΠΗΓΩΝ & Η ΦΙΛΙΠΠΕΙΟΣ ΚΡΗΝΗ ΤΗΣ ΝΕΣΤΑΝΗΣ - Ἱστορία, μύθοι καὶ θρύλοι, ποὺ κυκλοφορεῖ ἀπὸ τὶς Ἐκδόσεις «ΤΟ ΔΟΝΤΙ».
Ἡ παρουσίαση ἔγινε μπροστὰ ἀπὸ τὴ Φιλίππειο κρήνη τῆς Νεστάνης.
Τὸ βιβλίο παρουσίασαν: ὁ Βασίλης Παναγόπουλος, Λαογραφικὴ Ἑστία Τρίπολης καὶ ὁ συγγραφέας Παναγιώτης Καρώνης.
Χαιρετισμὸ ἀπεύθυναν ὁ Δήμαρχος Τριπόλεως κ. Δημήτριος Παυλῆς καὶ ὁ Πρόεδρος τοῦ Προοδευτικοῦ Συλλόγου Νεστάνης κ. Σταῦρος Παπασταύρου.





Εἰσήγηση τοῦ Βασίλη Παναγόπουλου
Καλησπέρα σας καὶ ἀπὸ ἐμένα. Μὲ τοὺς περισσότερους γνωριζόμαστε. Ἔτσι γνωρίστηκα καὶ μὲ τὸν Παναγιώτη πρὶν κάποια χρόνια. Δηλαδὴ ἐρχόμουν στὸ χωριό, ἔγραφα, κατέγραφα, ρωτοῦσα· σιγὰ - σιγὰ γνωρίστηκα μὲ πολλούς, καὶ μὲ τὸν Παναγιώτη, καί... ἔμεινα στὸν Παναγιώτη.
Ὡραία βραδιά, ὡραῖο περιβάλλον, ἀρκετοὶ ποὺ ἤρθατε ἀπόψε ἐδῶ θὰ ἀναρωτιέστε: Μὰ τώρα τί θὰ κάνουμε, θὰ μιλήσουμε γιὰ μιὰ βρύση; Γιὰ νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια κάπως ἔτσι ἀναρωτήθηκα κι ἐγὼ ὅταν μοῦ πρότεινε ὁ Παναγιώτης  -σ᾿ ἑνα ταξίδι ποὺ καναμε τώρα τῆς Ἀπόκριες στὴ Βόρεια Ἑλλάδα, καὶ εἴχαμε τὴν εὐκαιρία νὰ τὰ ποῦμε- νὰ παρουσιάσουμε τὸ βιλίο. Ὅταν ἄρχισα νὰ τὸ διαβάζω πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες ποὺ μορφοποιήθηκε τὸ βιβλίο καὶ μοῦ ἔστειλε τὰ τελικὰ κείμενα, ἄρχισαν καὶ σὲ μένα νὰ τρέχουμε οἱ σκέψεις νεράκι -ὅπως τρέχει ἀπὸ πίσω μας τώρα. Καθόμαστε μπρὸς ἀπὸ μιὰ βρύση. Τώρα ἢ ἐμεῖς θὰ μιλήσουμε γι᾿ αὐτὴν ἢ αὐτὴ θὰ μιλήσει ἀπὸ μόνη της γιὰ σᾶς. Τὶ ἐννοῶ γιὰ σᾶς; Γιὰ τὶς ἱστορίες τοῦ χωριοῦ.
Οὐσιαστικὰ αὐτὴ ἦταν ἡ ἀφορμὴ καὶ γιὰ τὸν Παναγιώτη, ἔστι ὅσο προχωροῦσε ὁ χρόνος τοῦ ἔρχονταν μνῆμες, ἀλλὰ ὅσο προχωράει ἡ ἀποψινὴ βραδιὰ θὰ δεῖτε πὼς θά ᾿ρχονται καὶ σὲ σᾶς μνῆμες· δικές σας μνῆμες ποὺ ἀφοροῦν βέβαια τὸ χωριὸ καὶ συγκεκριμένα τὴ βρύση. Τὴν Πέρα βρύση, ὅπως τὴ λέτε.
Τὸ πρῶτο σημαντικὸ εἶναι πὼς βρισκόμαστε ἐδῶ, μπροστά της. Δηλαδὴ τί ἐννοῶ; Δὲν εἶναι μόνο τὸ ὑλικό, μπορεῖ ἡ βρύση νὰ εἶναι παλιά -συγκεκριμένα τοῦ 1840- ἡ πηγὴ εἶναι ἀκόμα πιὸ παλιά, ποὺ τὴν ἀναφέρει καὶ ὁ Παυσανίας. Μπροστά της καθόμαστε κάποιοι ἀνθρώποι. Δὲν εἶναι ἄδειο τὸ χωριό, εἶναι ἕνα γεμάτο χωριό, δηλαδὴ ἕνα χωριὸ ποὺ ἔχει ἔμψυχο ὑλικό, καὶ εἰδικὰ αὐτὴ τὴν ἐποχὴ ἔχει πολὺ κόσμο. Πἀντα οἱ κάτοικοι γυρίζουν πίσω. Ἐσεῖς ποὺ ἔχετε τὴν ἔννοια τῆς βρύσης, ποὺ εἶναι στὸ μυαλό σας, ὅσο καὶ ἂν δὲν τὸ καταλαβαίνεται ὅσο κι ἂν δὲν εἶναι στὴν καθημερινή σας σκέψη σας, εἶστε ἐσεῖς ποὺ τὴν ὀμορφαίνεται τὴν καλλωπίζετε -ὅπως εἶπε ὁ πρόεδρος- καὶ σᾶς τὸ ἀνταποδίδει μὲ τὴν παρουσία της στὴ ζωή σας· γιατὶ οἱ κρῆνες δὲν γίνονται τυχαῖα σημεῖο ἀναφορᾶς. Σὲ ἕνα χωριό, μιὰ βρύση, μιὰ κρήνη, δὲν εἶναι ἕνα τυχαῖο σημεῖο, ποὺ, ὡραῖα, τρέχει νερὸ καὶ τίποτα ἄλλο.
Οἱ κρῆνες εἶναι ὁρόσημα τῆς συλλογικῆς μνήμης τῶν κατοίκων τοῦ χωριοῦ, εἶναι ζωτικῆς σημασίας. Εἶναι σὰ νὰ εἶναι τὸ χωριὸ ἕνας ὀργανισμός, καὶ οἱ βρύσες ποὺ τρέχουνε νὰ εἶναι τὰ ὄργανά του, οἱ φλέβες του. Δὲν εἶναι ἕνα στεγνὸ ἀπομεινάρι μιᾶς μακρινῆς ἐποχῆς. Τρέχει νερό, καὶ οὐσιαστικὰ δὲν τρέχει τὸ νερό, τρέχει ὁ χρόνος μέσα άπὸ τοὺς κρουνοὺς καὶ συνεχίζει καὶ ἔρχεται μέχρι τὶς μέρες μας!! Καὶ πιὸ πρακτικά, εἶναι τὸ κεντρικὸ σημεῖο τοῦ χωριοῦ, εἶναι ἡ ζωογόνος φλέβα τοῦ χωριοῦ -ἡ ἀρτηρία τῆς ζωῆς τοῦ χωριοῦ!
Κάθε βρύση, σὲ κάθε χωριό, ταυτίζεται μὲ τὴ ζωὴ τῶν κατοίκων καὶ γίνεται ἕνα μέλος τῆς κοινωνίας -τρόπων τινά- τοῦ χωριοῦ. Εἶναι -μαζὶ μὲ τὶς ἱστορίες ποὺ κουβαλάει- ἕνα στοιχεῖο ἀπὸ τὸ κάθε χωριὸ μαζί μὲ τοὺς κατοίκους του. Σημεῖο ἀναφορᾷς εἶναι πρῶτα - πρῶτα γιατὶ εἶναι σημεῖο συνάντησης. Δηλαδή, σὲ κάθε βρύση -τὰ ξέρετε βέβαια οἱ παλιότεροι πολὺ καλύτερα- συναντιόντουσαν γιὰ νὰ πλύνουν, γιὰ νὰ ποτίσουν τὰ ζωντανά τους, γιὰ νὰ συζητήσουνε τὰ καλὰ, τὰ κακά, καὶ γιὰ νὰ συναντηθοῦνε –δηλαδὴ ὑπάρχουνε καὶ οἱ ἔρωτες.
Ὑπάρχουν πολλὰ τραγούδια παραδοσιακὰ -καὶ ἐδῶ ὁ Παναγιώτης παραθέτει στὴν εἰσαγωγὴ στὸ βιβλίο μερικά, ὅπως καὶ δίστιχα- ποὺ ἀναφέρονται στὶς βρύσες τῶν χωριῶν, στὶς κρῆνες, ἀλλὰ καὶ στὸ νερό. Χθὲς εἴμαστε μὲ τὸν Παναγιώτη σὲ μιὰ ἄλλη παρουσίαση τοῦ λευκώματος ἑνὸς φίλου, σ᾿ ἕνα ὅμορο νομό, καὶ γυρνώντας ἀκούγαμε ἕνα τραγούδι στὸ αὐτοκίνητο, καὶ μοῦ μείμανε τὰ λόγια. Δὲν εἶναι τοπωνύμια ἢ χωριὰ τοῦ δικοῦ μας νομοῦ, ἀλλὰ εἶναι χαρακτηριστικό:
Στὴν Κρεμαστὴ θὰ κερμαστῶ καὶ στὸ Μαρὶ θὰ γιάνω
καὶ στὴν καημένη Κουνουπιὰ θὰ πέσω νά πεθάνω.
Πανάθεμά σε Κρεμαστὴ πού ᾿σε μέσα στὸ ρέμα.
Πᾶν᾿ τὰ κορίτσι γιὰ νερό, γυρίζουν φιλημένα.
Θὰ σὲ χτίσω κυπαρίσσι μὲς τῆς Κρεμαστῆς τὴ βρύση,
νά ᾿ρχονται ξανθιὲς νὰ πλένουν μαυρομάτες νὰ λευκαίνουν.
Στὴν βρύση δὲν ξαναπερνῶ, δὲν ξανακάνω βόλτες
γιατὶ μοῦ τὰ σφραγίσαμε παράθυρα καὶ πόρτες.
Κορίτσι, ὅταν τρῶτε έλιὲς κουκούτσια μὴ πετάτε
καὶ στὰ παιδιὰ τ᾿ ἀνύπαντρα χατίρια μὴ χαλάτε.
Ὅλα γύρω ἀπὸ τὴ βρύση, τοὺς ἔρωτες. Ὅλα! Τὰ νερὰ ποὺ τρέχουνε, ποὺ διατρέχουμε τὰ χωριά μας καὶ εἶναι ἡ ζωογόνος-ζωοδότις δύναμη γιὰ τὸ κάθε χωριό, δὲν συνδέθηκαν μόνο μὲ τὴν κοινωνικότητα κάθε χωριοῦ. Συνδέθηκαν καὶ μὲ τοὺς θρύλους του, μὲ τὶς ἱστορίες του· ἀκούστηκαν δὲ μὲ τὴν προφορικὴ παράδοση καὶ διαδόθηκαν μέσω αὐτῆς. Λέγανε ὅτι τὰ φυλάγανε -συνήθως τὶς πηγές, ἀλλὰ καὶ τὰ πηγάδια, τὰ νερά, τὰ ποτάμια, τὶς λίμνες- δράκοντες, δηλαδὴ μυθικὰ ὄντα ποὺ στέκονταν καὶ προκειμένου νὰ τὰ προστατέψουν ἔδιναν μάχες μὲ ὅσους τὰ ἐπιβουλεύονταν.
Οἱ λίμνες καὶ τὰ ποτάμια συνδέθηκαν πάλι μὲ τὶς μυθικὲς Ναϊάδες, τὶς Νεράιδες τῶν λαἰκῶν παραμυθιῶν. Ἂν ποῦμε τώρα ἐδῶ πέρα νὰ θυμηθεῖτε ἱστορίες, ὅλο καὶ κάποιος-κάποια θὰ θυμηθεῖ παραμύθια ποὺ λέγανε μὲ Νεράιδες. Οἱ Νεράιδες, λέγανε ὅτι ζούσανε σὲ ποτάμια, λίμνες, πηγές· κάποιοι τὶς ἄκουγαν -νόμιζαν τὶς ἄκουγαν, τὶς ἄκουγαν, τὸ ἀφήνω ἀναπάντητο- νὰ παίζουν καὶ νὰ τραγουδᾶνε μέσα στὰ δάση. Ἐν τῷ μεταξὺ ἦταν καὶ τὸ μέσο ποὺ φοβίζανε τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς λέγανε: «μὴν πᾶς έκεῖ θὰ σὲ πάρουν οἱ Νεράιδες, δὲν τὶς ἀκοῦς;», γιὰ νὰ τὰ ἀποτρέψουνε ἀπὸ τὸ πάθουν κάποιο ἀτύχημα. Οἱ νέοι ἔπρεπε νὰ προσέχουνε στὸ διάβα τους νὰ μὴν νεραϊδοπαρθοῦνε, νὰ μὴν τοὺς πάρουν τὰ μυαλὰ οἱ Νεράιδες, γιατὶ ἐπιβουλεύονταν ὑποτίθεται τὰ νιάτα τους καὶ τὴν ὀμορφιά τους καὶ θὰ τοὺς ἔπερναν. Σὲ κάθε χωριὸ ὑπάρχουν τέτοια περιστατικὰ ποὺ λένε ὅτι κάποιους τοὺς νεραϊδοπῆραν. Ἐδῶ, ὁ Παναγιώτης, ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ τὸν γνωστὸ Νέραϊδο ποὺ ἔφυγε πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια, καὶ ἦταν ἐπικεφαλῆς τοῦ χοροῦ καὶ τῆς πομπῆς τοῦ Ἅη Γιώργη κάθε χρόνο. Οἱ Νεράιδες, ὡς σύμβολα γονιμότητας εἶχαν συνδεθεῖ στενὰ μὲ τὴ λατρεία τοῦ δικοῦ μας Πάνα· ἐδῶ, στὰ μέρη μας. Ὑποτίθεται ἦταν μιὰ παρέα ποὺ γυρνάγανε στὰ βουνά, τὸν συντροφεύατε, παίζανε, χορεύανε μαζί του, πάντα κοντὰ στὶς κρῆνες, στὶς βρύσες, στὶς πηγές.
Εἶναι σαφῆς ἡ τελετουργικὴ σχέση ποὺ ἀναπτύχθηκε σὲ σχέση μὲ τὰ νερὰ τῶν πηγῶν, τῶν κρηνῶν, τῶν ποταμιῶν. Συχνὰ τοὺς ἀποδίδεται μιὰ δύναμη ἱερή, σχεδὸν μαγική, γεμάτη θεραπευτικές, καθαρτήριες καὶ ἀναγεννητικὲς ἰδιότητες. Ἀκοῦμε φράσεις, ὅπως: «τὸ άθάνατο νερό», «ἡ πηγὴ τῆς νεότητας», «τὸ νερὸ τῆς ζωῆς». Ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς ἀπὸ λατρείες καὶ τελετουργίες συγκεντρώνονταν σὲ πηγές, ρυάκια, ποτάμια, βρύσες, πηγάδια, εἶχε ριζώσει ἡ λατρεία τῶν νερῶν στὴ λαϊκὴ πίστη, στὴ λαϊκὴ παράδοση.
Παράλληλα, στὸ νερὸ ἀποδίδανε καὶ μαντικὲς ἰδιότητες. Ἔτσι μέσα στὰ ἄλλα μαντικὰ ἔθιμα στὴν Ἑλλάδα ὑπῆρχαν καὶ τὰ μαντικὰ ἔθιμα ποὺ εἶχαν σχέση μὲ τὸ νερό. Παράδειγμα τρανὸ ὁ Κλήδονας -σὲ μερικὰ μέρη τὸν λένε Κουκουμά- ποὺ γινότανε στὸ θερινὸ ἡλιοστάσιο, στὸ εἰκοσαήμερο περίπου τοῦ Ἰουνίου ποὺ ἀλλάζει τὸ ἡλιοστάσιο. Τὰ κορίτσι ἔπερναν τὸ νερὸ ἀποβραδὶς καὶ ἔπρεπε νὰ τὸ πᾶνε ἀμίλητες σπίτι, νὰ ρίξουν σὲ μιὰ στάμνα τὰ ριζικάρια, δηλαδὴ τὰ δαχτυλίδια τους, τὰ τιμαλφή τους. Τὸ σκεπάζανε ὅλη νύχτα μὲ μιὰ κόκκινη πετσέτα καὶ τὸ ἄφηναν κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα γιὰ νὰ ἀποχτίσει μαγικὲς ἱδιότητες, καὶ τὸ πρωὶ ὑποτίθεται θὰ ἄκουγαν τὸν χρησμὸ γιὰ τὸ ἂν θὰ παντρευτοῦνε. 
Ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ παλιὰ χρόνια προσπάθησε νὰ δαμάσει τὸ νερό. Προσπάθησε ὅμως καὶ νὰ τὸ ἀφουγκραστεῖ στὴν προσπάθειά τους νὰ ἐξηγήσει τὸ φυσικό του περιβάλλον, γιατὶ τὸ νερὸ ἔβγαινε ἀπ᾿ τὴ γῆ, ἀπ᾿ τὰ ἔγκατα, ἀλλὰ νὰ ἀποτρέψει καὶ γεγονότα ἀρνητικὰ γι᾿ αὐτὸν καὶ τὴν κοινωνία ποὺ ζοῦσε, ὁδηγήθηκε σὲ μιὰ σειρὰ πράξεων συμβολικοῦ χαρακτήρα. Γιὰ παράδειγμα ὅταν μιὰ γυναίκα πάει νὰ γεννήσει, ρίχνουνε νερὸ γιὰ νὰ κυλίσει τὸ μωρὸ «σὰ νεράκι» -νὰ γεννήσει εὔκολα, ἀνώδυνα. Βέβαια αὐτὰ δὲν γίνονται σήμερα, ἀλλὰ ὑπάρχουν ἀνθρώποι ποὺ ἔχοντάς τα ζήσει, μᾶς τὰ περιγράφουν. Ἐπίσης ὅταν φεύγει κάποιος γιὰ ταξίδι ἔριχναν νερό. Ἐγώ τὸ θυμήθηκα αὐτὸ ἀπὸ τὴ γιαγιά μου, ποὺ ἔριχνε νερὸ στὸ διάβα του γιὰ νὰ εἶναι «καλὸς ὁ δρόμος ποὺ φεύγει». Καὶ πολλὲς φορὲς αὐτὸ γίνονταν καὶ ἐδῶ μιὰ καὶ εἶναι χωριὸ ξενιτεμένων, ἔτσι μαζὶ μὲ τοὺς ἀποχαιρετισμοὺς ἔριχναν καὶ νερὸ στὸ διάβα του.
Κάποτε, ὅταν ὑπῆρχε ὁ θεσμὸς τῆς προίκας, σὲ πολλὰ μέρη ποὺ ἦταν ἄνιδρα, ξερά, ὅπως ἡ Μάνη, ἕνα στοιχεῖο βασικό, ἀκόμα πιὸ βασικὸ κι ἀπὸ τὰ ροῦχα, ἀπὸ τὰ τιμαλφὶ τῆς νύφης, ἂς ποῦμε, ἦταν νὰ πάρει προίκα μιὰ στέρνα – τὴ λέγανε Γλυστέρνα- δηλαδὴ ἦτανε σηματικὸ νὰ ἔχει μιὰ στέρνα ἡ ὁποία θὰ συλλέγει τὸ βρόχινο νερό, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ κάνουν τὶς δουλειές τους. Σ᾿ ἄλλα μέρη μετὰ τὴν τελετὴ τοῦ γάμου καὶ τὸ καθιερωμένο γλέντι μὲ τοὺς συγγενεῖς, κατὰ τὸ πρωί, τὰ ξημερώματα, ἡ νύφη πήγαινε κι ἔπαιρνε νερὸ ἀπὸ τὴ βρύση, τὸ ἔφερνε καὶ ἔδινε νὰ πιοῦν οἱ καλεσμένοι σὰν εὐχαριστία πρὸς τοὺς καλεσμένους μετὰ τὸ γλέντι τοῦ γάμου. Ἐπίσης εἶναι γνωστὸ στὰ μέρη μας καὶ γίνεται ἀκόμα, μὲ τύπο ἐθιμοτυπίας, τὸ λούσιμο τῆς νύφης τὶς παραμονὲς τοῦ γάμου· καὶ βέβαια ὐπάρχουν τὰ σχετικὰ τραγούδια ποὺ λέγονται· θὰ τὰ βρῆτε στὸ προηγούμενο πολὺ καλὸ βιβλίο τοῦ Παναγιώτη ποὺ ἀναφέρεται στὸ πῶς γίνονταν ὁ γάμο παλαιότερα στὴ Νεστάνη. Μὴν ξεχνᾶμε πάλι τὴν παρουσία τοῦ νεροῦ στὸ Δωδεκαήμερο, τὸν ἁγιασμὸ τῶν ὑδάτων μὲ τὰ καλλικατζάρια ποὺ ὑποτίθετει πὼς ὁ παπᾶς καταβρέχει μὲ αὐτὸ τὸ νερὸ ποὺ εἶναι ἁγιασμένο, καὶ ἔτσι φεύγουν τὰ πάντα. Καὶ βέβαια τὸ ἔθιμο τῆς Περπερούνας ποὺ ὑπῆρχε σὲ πολλὰ μέρη τῆς Ἑλλάδας, ὅταν ἐπικρατοῦσε ἀνομβρία, γινόταν πολλὲς φορὲς τὸ ἑξῆς: Βρίσκανε ἕνα ἀγοράκι ἢ κοριτσάκι – τὶς περισσότερες φορές κοριτσάκι- καὶ μάλιστα ὀρφανό, γιατί, γιὰ νὰ τὸ λυπηθεῖ ὁ Θεὸς λέει, στὴ συνέχεια τοῦ φοράγανε κλαριά, καὶ τὸ περιφέρανε μὲ ἕνα συγκεκριμένο τραγούδι ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι -σὰν τὰ κάλαντα φανταστεῖτε- καὶ τὸ καταβρέχανε οἱ νοικοκυρές: Περπερούνα περπατεῖ τὸ θεὸ παρακαλεῖ γιὰ νὰ ρίξει μιὰ βροχή. Παραλλαγὲς τοῦ ἐθίμου καταγράφονται σὲ διάφορες περιοχὲς τῆς Ὲλλάδας. Ἐσχάτως σὲ κάποια καταγραφὴ ποὺ ὑπάρχει, ἀλλὰ ποὺ δὲν ἔχει διασταυρωθεῖ, ὑπῆρχε καὶ ἡ περίπτωση τῆς Περπερούνας μὲ τὴν ὀνομασία ΠιρπιρίτσαΠιπερίτσα, στὴν Τρίπολη, τὴν ὁποία δὲν τὴν πρόλαβε κανείς, ἀλλὰ ὑπῆρχε. Τὰ περισσότερα στοιχεῖα, τὰ ἱστορικά, θὰ σᾶς τὰ περιγράψει στὴ συνέχεια ὁ Παναγιώτης ὁ ὁποῖος εἶναι μανιακὸς μὲ τὸ διάβασμα, δηλαδὴ αὐτὸ κάνει, στὸ τέλος δὲν θὰ χωράει στὸ σπίτι νὰ μπεῖ ἀπὸ τὰ βιβλία.
Λοιπὸν τὸ νερό! Κατανοοῦμε βέβαια τὸ πόσο σημαντικὸ ἤτανε γιὰ νὰ ἔχουνε τόσες ἀναφορὲς ὑπάρξει στὴ λαϊκή μας παράδοση γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τῆς Ἑλληνικῆς ὑπαίθρου. Ἐδῶ, στὰ Τσιπιανά, ὁ Πάνος Καρώνης μᾶς πληροφορεῖ στὸ βιβλίο του ὅτι αὐτὸ ἤτανε τὸ μοναδικὸ καὶ τὸ βασικὸ αἴτημα πρὸς τὸν εὐπατρίδη Νεστανιώτη Στρατηγό, τὸν Θεοδόσιο Ρεβελιώτη ποὺ ἤτανε στὴ Ρωσία, ὅταν τοὺς ρώτησε «τί θέλετε νὰ κάνω γιὰ τὸ χωριό», τοῦ ἀπάντησαν, «θέλουμε μιὰ βρύση». Αὐτό! Φανταστεῖτε πόσο σημαντικὸ ἦταν τὸ 1840, σχεδὸν δέκα χρόνια ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ νεότερου Ἑλληνικοῦ κράτους. Ἐδῶ βλέπουμε πάλι μιὰ ἄλλη παράμετρο καὶ τὸ συνδέουμε μὲ αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Πρόεδρος τοῦ Προοδευτικοῦ Συλλόγου γιὰ τοὺς εὐεργέτες. Ἀπὸ τότε οἱ Νεστανιῶτες ἐνδιφέρονταν γιὰ τὴ πατρίδα τους, καὶ ὁ Θεοδόσιος Ρεβελίωτης ἕνας Νεστανιώτης τῆς διασπορᾶς ἤτανε. Δὲν ξέχασε τοὺς ἀνθρώπους τοῦ χωριοῦ του, τοὺς βοήθησε, ἔγραψε ἕνα γράμμα, τοὺς ρώτησε «σὲ τί θέλετε νὰ σᾶς βοηθήσω». Κοιτάξτε τώρα τὴ συνέχεια πέριξ τῆς βρύσης... Ὁ περιβάλλοντας χῶρος, μάντρες, οἱ τοῖχοι κ.λπ. Δεῖτε τὴ συνέχεια ποὺ ὑπάρχει... Τὸ ἀναφέρω μιὰ καὶ αὐτὸ τὸν καιρὸ τὸ χωριὸ εἶναι γεμάτο ἀπὸ ἀπόδημους Νεστανιῶτες. Κάθε χρόνο ἐπιστρέφουνε ἐδῶ, στὸν τόπο τους!
Αὐτὸ κάνει καὶ ὁ Παναγιώτης ὁ Καρώνης. Πάντα ἐπιστρέφει ἐδῶ, εἴτε μὲ τὰ βιβλία του, εἴτε μὲ τὴ φυσική του παρουσία. Δὲν διανοεῖται νὰ λείπει κάθε χρόνο ἀπὸ τὸ ἔθιμο. Δὲν διανοεῖται νὰ λείπει ἀπὸ ἄλλες στιγμὲς ποὺ εἴτε εἶναι οἰκογενιακὲς εἴτε εἶναι στιγμὲς συλλογικές -συλλογικῆς γιορτῆς τοῦ χωριοῦ. Ἥ μᾶλλον, μπορεῖ νὰ μὴν ἔφυγε καὶ ποτέ. Δηλαδὴ νὰ εἶναι ἐδῶ ὸ Παναγιώτης ἀλλὰ νὰ κατοικεῖ στὴν Πάτρα. Κάπως ἔτσι τὸ καταλαβαίνω ἐγὼ, ἀλλὰ ἔτσι αὐτοπροσδιορίζεται καὶ στὸ βιβλίο του ὅταν λέει ὅτι «ζεῖ μετάξὺ Πάτρας καὶ Νεστάνης»! Μᾶλλον αὐτὸ ἐννοεῖ, ὅτι κατοικεῖ ἐκεῖ πέρα καὶ εἶναι ἐδῶ. Ἡ ἀγάπη του ἐκφράζεται μέσω τῶν βιβλίων καὶ τῶν πολλαπλῶν ἀναφορῶν του. Ὅτι γράφει συνέχεια καὶ ὅτι θέλει νὰ γράψει γιὰ κάθε τί ποὺ ἀφορὰ τὸν τόπο του, μᾶλλον δείχνει καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸ χωριό· ἔτσι τὸ εἰσπράττω δὲν εἶναι ἀπὸ προσωπικὴ φιλοξοξία. Ὁ ὀμφάλιος λῶρος τὸν κρατάει ἐδῶ δεμένο.
Καὶ τὸ νερό, εἴπαμε, δὲν τρέχει νερὸ ἐδῶ, τρέχει χρόνος ἀπὸ τοὺς κρουνοὺς τῆς κρήνης -τῆς Φιλιπείου κρήνης, τῆς Πέρα βρύσης- ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους χρόνους καὶ ποτίζει μὲ τοὺς θρύλους του τὴ σύγχρονη ἱστορία τῆς Νεστάνης.
Νὰ εὐχηθῶ σὲ ὅλους σας Καλὴ Παναγιὰ καὶ νὰ εἶναι καλοτάξιδο τὸ καινούργιο πόνημα τοῦ Παναγιώτη.















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου