Πέμπτη 30 Ιουλίου 2020

Ὁ τάφος τοῦ Ἐπαμεινώνδα στὴ Νεστάνη Ἀρκαδίας




Ἡ ἀρχαία τετράπλευρη κατασκευὴ ποὺ ἔφερε στὸ φῶς ὁ ἀρχαιολόγος Θ. Σπυρόπουλος στὸ νεστανιώτικο τοπωνύμιο «Μαρμαράκι» καὶ τὴν τάύτισε μὲ τὸ ταφικὸ μνημεῖο τοῦ Ἐπαμεινώνδα.



Ἀναζητώντας τὸν τάφο τοῦ Ἐπαμεινώνδα
(τοῦ Παναγιώτη Καρώνη)

Ἀντὶ προλόγου

Στὸν ὁμιχλώδη καὶ χαοτικὸ τόπο τοῦ διαδικτύου μπορεῖ νὰ βρεῖ καὶ νὰ διαβάσει κανεὶς πολλά. Πρέπει νὰ ἔχει ὅμως τεταμένη τὴν προσοχή του μιὰ καὶ ἐλάχιστα ἀπὸ αὐτὰ μπορεῖ νὰ τὰ ὀνομάσει κανεὶς σοβαρὴ μελέτη, ἀναζήτηση καὶ ἀνάλυση σὲ βάθος τῶν πραγμάτων, ἀφοῦ στὰ περισσότερα ἀπουσιάζουν οἱ πηγὲς ἀλλὰ καὶ ἡ σχετικὴ βιβλιογραφία τὴν ὁποία καὶ ὀφείλει νὰ παραθέτει κανεὶς προκειμένου ἔτσι νὰ τεκμηριώνει τὴν ἀλήθεια τῶν γραφομένων του. Βιβλιογραφία, ἐξάλλου, ποὺ ὑποτίθεται πὼς ἀναζήτησε καὶ μελέτησε...

Τελικὰ ἐκεῖ ποὺ καταλύγουμε εἶναι πὼς μόνο ὅταν καταβυθιστεῖς σὲ ὅ,τι ἀναζητᾶς καὶ τοῦ ἀφιερώσεις τὸν πολύτιμο χρόνο σου, τότε καὶ μόνο τότε μπορεῖς νὰ ἀποχτήσεις μιὰ ὅσο τὸ δυνατόν σφαιρικὴ γνώση γύρω ἀπὸ αὐτὸ, γνώση ἀπὸ τὴν ὁποία -σύμφωνα μὲ τὸν Σωκράτη- ἀπορρέει καὶ ἡ σταθερή, ἀκραιφνὴς καὶ ἀναλλοίωτη γνώμη, τὴν ὁποία μπορεῖς νὰ χειριστεῖς σὰν ἕνα σπουδαῖο ὅπλο.

Προχωροῦμε λοιπὸν στὸ βαθμὸ ποὺ μᾶς ἐπιτρέπουν οἱ γνώσεις μας καὶ ἡ βιβλιοθήκη μας σὲ ἕνα μικρὸ ἀλλὰ τεκμηριωμένο ἀφιέρωμα στὸν μεγάλο στρατηγὸ καὶ πολιτικὸ τῶν Θηβῶν, τὸν Ἐπαμεινώνδα, ἡ ἱστορία τοῦ ὁποίου εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μὲ τὸν τόπο μας ἀφοῦ ὸ μεγάλος Βοιωτὸς ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ στὴν μάχη τῆς Μαντινείας τὸ 362 π.Χ. καὶ συμφωνὰ μὲ τὰ ἑλληνικὰ ἔθιμα, ἐτᾶφῃ ἐδῶ, στὸν Μαντινειακὸ κάμπο. Τὸ δὲ ταφικό του μνημεῖο συνάντησε ὁ Παυσανίας ὅταν ἐπισκέφτηκε στὴν περιοχὴ  τὸν 2ο μ.Χ. αἰ.· μνημεῖο γιὰ τὸ ὁποῖο κάνει ἀναφορὰ στὸ πολύτιμο ὁδοιπορικό του.




Ἐπαμεινώνδας, σκιτσάροντας ἕνα πορτρέτο τοῦ μεγάλου Θηβαίου στρατηγοῦ καὶ πολιτικοῦ

Ὁ Ἐπαμεινώνδας ἦταν ἐκ τῶν σημαντικότερων πολιτικῶν καὶ στρατιωτικῶν μορφῶν τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας καὶ βέβαια ὁ μέγιστος στρατηγὸς καὶ πολιτικὸς τῶν Θηβῶν.

Ὁ Ἐπαμεινώνδας γενήθηκε στὴ Θήβα τὸ 418 π.Χ. καὶ ἦταν γόνος τῆς Θηβαϊκῆς ἀριστοκρατίας ἂν καὶ ἀναφέρεται πὼς ὁ πατέρας του Πολύμνις εἶχε κληρονομήσει πολὺ λιγότερα περουσιακὰ στοιχεία ἀπὸ ὁσα ἄρμοζαν στὴν κοινωνική του τάξη. Αὐτὸ ὅμως δὲν πτόησε τὸν μεγάλο Βοιωτὸ ἀφοῦ ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Πλούταρχος, ἀρνιόταν νὰ δεχθεῖ οἰκονομικὴ βοήθεια ἀπὸ τὸν πλούσιο φίλο του Πελοπίδα, ποὺ ἔχοντας κληρομονήσει ἕναν λαμπρὸ οἴκο, βοηθοῦσε τοὺς φτωχούς: μόνον δὲ τῶν φίλων τὸν Ἐπαμεινώνδαν οὐκ ἔπειθε τοῦ πλούτου μεταλαμβάνειν·.1 Προτιμοῦσε δὲ νὰ ζεῖ μιὰ ἁπλὴ ζωή: Ἐπαμεινώνδας μὲν οὖν συνήθη καὶ πατρῴαν οὖσαν αὐτῷ τὴν πενίαν ἔτι μᾶλλον εὔζωνον καὶ κοῦφον ἐποίησε φιλοσοφῶν καὶ μονότροπον βίον ἀπ' ἀρχῆς ἑλόμενος.2

Ὁ μικρὸς Ἐπαμεινώνδας πῆρε μιὰ ἄρτια ἐκπαίδευση ποὺ τὸν βοήθησε στὴ σταδιοδρομία του, ἀφοῦ δάσκαλός του ὑπῆρξε ὁ τελευταῖος γνωστὸς Πυθαγόρειος φιλόσοφος, ὁ Λύσις τοῦ Ταράντος. Ὁ ἴδιος ἦταν μάλιστα ἄριστος μαθητής.

Ὁ Πλούταρχος μᾶς πληροφορεῖ ἐπίσης, πὼς ὅπως καὶ ὁ Πελοπίδας, εἶχε τὴν ἴδια κλίση πρὸς τὴν ἀρετή:

Ἦσαν δὲ καὶ πρὸς πᾶσαν ἀρετὴν πεφυκότες ὁμοίως, πλὴν ὅτι τῷ γυμνάζεσθαι μᾶλλον ἔχαιρε Πελοπίδας, τῷ δὲ μανθάνειν Ἐπαμεινώνδας, καὶ τὰς διατριβὰς ἐν τῷ σχολάζειν ὁ μὲν περὶ παλαίστρας καὶ κυνηγέσια, ὁ δ' ἀκούων τι καὶ φιλοσοφῶν.3

(Εἶχαν καὶ οἱ δυὸ ἀπὸ τὴ φύση τὴν ἴδια κλίση πρὸς κάθε ἀρετή, μόνο ποὺ ὁ Πελοπίδας προτιμοῦσε νὰ γυμνάζεται ἐνῶ ὁ Ἐπαμεινώνδας νὰ μαθαίνει κι ὅπως σχολίαζαν ὁ πρῶτος περνοῦσε τὸν καιρό του σὲ παλαίστρες καὶ κυνήγια, ἐνῶ ὁ ἄλλος ἤθελε ν᾿ ἀκούῃ πάντοτε καὶ νὰ φιλοσοφῇ).4

Ὅπως μᾶς παραδίδει πὼς καὶ τοὺς δυὸ Θηβαίους πολιτικοὺς καὶ στρατηγοὺς τοὺς ἕνωνε μιὰ φιλία ἀκατανίκητη:

πολλῶν δὲ καὶ καλῶν ὑπαρχόντων ἀμφοτέροις πρὸς δόξαν, οὐδὲν οἱ νοῦν ἔχοντες ἡγοῦνται τηλικοῦτον, ἡλίκον τὴν διὰ τοσούτων ἀγώνων καὶ στρατηγιῶν καὶ πολιτειῶν ἀνεξέλεγκτον εὔνοιαν καὶ φιλίαν εὔνοιαν καὶ φιλίαν, ἀπ' ἀρχῆς μέχρι τέλους συμμείνασαν. εἰ γάρ τις ἀποβλέψας τὴν Ἀριστείδου καὶ Θεμιστοκλέους, καὶ Κίμωνος καὶ Περικλέους, καὶ Νικίου καὶ Ἀλκιβιάδου πολιτείαν, ὅσων γέγονε μεστὴ διαφορῶν καὶ φθόνων καὶ ζηλοτυπιῶν πρὸς ἀλλήλους, σκέψαιτο πάλιν τὴν Πελοπίδου πρὸς Ἐπαμεινώνδαν εὐμένειαν καὶ τιμήν, τούτους ἂν ὀρθῶς καὶ δικαίως προσαγορεύσειε συνάρχοντας καὶ συστρατήγους ἢ ἐκείνους, οἳ μᾶλλον ἀλλήλων ἢ τῶν πολεμίων ἀγωνιζόμενοι περιεῖναι διετέλεσαν. αἰτία δ' ἀληθινὴ μὲν ἦν ἡ ἀρετή, δι' ἣν οὐ δόξαν, οὐ πλοῦτον ἀπὸ τῶν πράξεων μετιόντες, οἷς ὁ χαλεπὸς καὶ δύσερις ἐμφύεται φθόνος, ἀλλ' ἔρωτα θεῖον ἀπ' ἀρχῆς ἐρασθέντες ἀμφότεροι τοῦ τὴν πατρίδα λαμπροτάτην καὶ μεγίστην ἐφ' ἑαυτῶν ἰδεῖν γενομένην, ὥσπερ ἰδίοις ἐπὶ τοῦτο τοῖς.5

Καὶ σὲ μετάφραση:

(Καὶ οἱ δυό τους εἶχαν πολλὰ καὶ καλὰ ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ συντελοῦν στὴ δόξα. Καὶ οἱ μυαλωμένοι τίποτα δὲν θεωροῦν πιὸ μεγάλο, παρὰ τὸ ὅτι μὲ τέτοιους ἀγῶνες καὶ στρατηγίες καὶ πολιτικὲς ἐνέργειες διατήρησαν άπὸ τὴν άρχὴ ὣς τὸ τέλος ἀπρόσβλητη τὴν μεταξύ τους εὔνοια καὶ φιλία. Γιατὶ ἂν κανεὶς κοιτάξει τὴν πολιτικὴ διαγβγὴ τοῦ Ἀριστείδη, τοῦ Θεμιστοκλῆ, τοῦ κίμωνος, τοῦ Περοικλῆ τοῦ Νικία, τοῦ Ἀλκιβιάδη, πόσο ἦταν γεμάτη άπὸ φιλονικίες καὶ φθόνους καὶ ζηλοτυπίες ματαξύ τους, καὶ παρατηρήσει πάλι τοῦ Πελοπίδα τὴν εὐμένεια καὶ τὴν ἐκτίμηση πρὸς τὸν Ἐπαμεινώνδα, αὐτοὺς πολὺ πιὸ σωστὰ καὶ δίκαια θὰ τοὺς ὀνομάσῃ συνάρχοντες καὶ συνστρατηγούς., παρὰ έκείνους, ποὺ σ᾿ὅλη τους τὴ ζωὴ ἀγωνίζονται πῶς νὰ ὑπερισχύσουν πιὸ πολὺ μεταξύ τους, παρὰ ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν. Αἰτία βέβαια ἀληθηνὴ ἦταν ἡ ἀρετή, ποὺ ἐξ αἰτίας της δὲν κυβερνοῦσαν μὲ τὶς πράξεις τους τὴ δόξα ἢ τὸν πλοῦτο, αὐτὲς τὶς πηγὲς τοῦ φοβεροῦ καὶ τοῦ γκρινιάρη φθόνου, ἀλλὰ ἔνοιωσαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴκαὶ οἱ δυὸ θεῖον ἔρωτα νὰ δοῦν τὴν πατρίδα τους νὰ γίνεται μὲ τὴ δράση τους ἡ πιὸ μεγάλη καὶ ἡ πιὸ λαμπρή.)6

Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ποὺ παραθέτει ὸ Πλούταρχος καὶ μιλάει γιὰ τὴν αὐτοθυσία ποὺ ἐπέδειξε ὁ Ἐπαμεινώνδας προκειμένου νὰ σώσει τὸν φίλο του κατὰ τὴν εἰσβολὴ στὴ Μαντίνεια τὸ 385 π.Χ.:

αὑτῶν ἐχρῶντο κατορθώμασιν. οὐ μὴν ἀλλ' οἵ γε πολλοὶ νομίζουσιν αὐτοῖς τὴν σφοδρὰν φιλίαν ἀπὸ τῆς ἐν Μαντινείᾳ γενέσθαι στρατείας, ἣν συνεστρατεύσαντο Λακεδαιμονίοις ἔτι φίλοις καὶ συμμάχοις οὖσι πεμφθείσης ἐκ Θηβῶν βοηθείας. τεταγμένοι γὰρ ἐν τοῖς ὁπλίταις μετ' ἀλλήλων καὶ μαχόμενοι πρὸς τοὺς Ἀρκάδας, ὡς ἐνέδωκε τὸ κατ' αὐτοὺς κέρας τῶν Λακεδαιμονίων καὶ τροπὴ τῶν πολλῶν ἐγεγόνει, συνασπίσαντες ἠμύναντο τοὺς ἐπιφερομένους. καὶ Πελοπίδας μὲν ἑπτὰ τραύματα λαβὼν ἐναντία, πολλοῖς ἐπικατεῤῥύη νεκροῖς ὁμοῦ φίλοις καὶ πολεμίοις, Ἐπαμεινώνδας δέ, καίπερ ἀβιώτως ἔχειν αὐτὸν ἡγούμενος, ὑπὲρ τοῦ σώματος καὶ τῶν ὅπλων ἔστη προελθών, καὶ διεκινδύνευσε πρὸς πολλοὺς μόνος, ἐγνωκὼς ἀποθανεῖν μᾶλλον ἢ Πελοπίδαν ἀπολιπεῖν κείμενον. ἤδη δὲ καὶ τούτου κακῶς ἔχοντος, καὶ λόγχῃ μὲν εἰς τὸ στῆθος, ξίφει δ' εἰς τὸν βραχίονα τετρωμένου, προσεβοήθησεν ἀπὸ θατέρου κέρως Ἀγησίπολις ὁ βασιλεὺς τῶν Σπαρτιατῶν, καὶ περιεποίησεν ἀνελπίστως αὐτοὺς ἀμφοτέρους.7

Καὶ σὲ μετάφραση:

(Οἱ πιὸ πολλοὺ ὅμως νομίζουν πὼς ἡ μεγάλη τουςφιλία γἀρχαίαἀρχαίαεννήθηκε ἀπὸ τὴν ἐκστρατεία στὴ Μαντίνεια, ὅταν πολέμησαν μαζὶ μὲ τοὺς Λακεδαιμονίους, ποὺ ἦταν ἀκόμη φίλοι καὶ σύμμαχοί τους, καὶ στοὺς ὁποίους τότε οἱ Θηβαῖοι εἶχαν στείλει βοήθεια. Παραταγμένοι λοιπὸν μὲ τοὺς βαρειὰ ὁπλισμένους καὶ πολεμώντας ἐμαντίον τῶν Ἀρκάδων, ὅταν ὑποχώρησε τὸ κοντινό τους ἄκρο τῶν Λακεδαιμονίων καὶ οἱ πολλοὶ τὄβαλαν στὰ πόδια, αὐτοὶ ἑνώθηκαν κι ἀπέκρουσαν τοὺς ἐπιτιθεμένους. Ἐκεῖ ὁ Πελοπίδας πῆρε ἑπτὰ τραύματα στὸ στῆθος κι ἔπεσε πάνω σὲ πολλοὺς νεκροὺς φίλους κι ἐχθροὺς μαζί. Τότε ὁ Ἐπαμεινώνδας, ἂν καὶ νόμιζε πὼς ἐκεῖνος πιὰ δὲν ζοῦσε, προχώρησε καὶ στάθηκε πολεμώντας μόνος του ἐναντίον πολλῶν, καὶ προτιμώντας νὰ παθάνῃ, παρὰ ν᾿ ἀφήσῃ τὸν Πελοπίδα νὰ κείτεται ἐκεῖ. Ἐνῶ δὲ κι αὐτὸς πιὰ βρισκόταν σὲ κακὴ κατάσταση καὶ εἶχε πληγὴ στὸ στῆθος ἀπὸ λόγχη καὶ στὸ μπράτσο ἀπὸ ξίφος, ἔτρεξε σὲ βοήθεια ἀπὸ τὴν ἄλλη ἄκρη ὁ Ἀγησίπολις, ὁ βασιλιὰς τῶν Σπαρτιατῶν, καὶ τοὺς ἔσωσε ἀνέλπιστα καὶ τοὺς δυό.)8

Ἀπὸ τὰ παραπάνω κατανοεῖ κανεὶς τὸν χαρακτήρα καὶ τὴν προσωπικότητα τοῦ Ἐπαμεινώνδα.

Πρῶτος στόχος τοῦ Ἐπαμεινώνδα ἦταν νὰ ἐλευθερώσει τὴ Θήβα ἀπὸ τὴ σπατριατικὴ ἡγεμονία. Σὲ συνεννόηση μὲ τοὺς ἐξόριστους δημοκρατικοὺς Θηβαίους ποὺ συγκεντρώθηκαν στὴν Ἀθήνα μὲ παρότρυνση τοῦ Πελοπίδα, ὁ Ἐπαμεινώνδας ἀνέλαβε τοὺς νεαροὺς Θηβαίους ἔτσι ὥστε νὰ εἶναι ἒτοιμοι νὰ ἀντιμετωπίσουν τοὺς ὁλιγαρχηκοὺς Σπαρτιάτες κατακτητὲς καὶ τοὺς ντόπιους συνεργάτες τους. Τὸν χειμώνα τοῦ 379 π.Χ. ὁ Πελοπίδας διείσδυσε στὴν πόλη μὲ ἑτοιμοπόλεμη μικρὴ ὁμάδα ἀλλὰ ὅταν ἡ σχετικὴ πληροφορία ἔφτασε στὸν Ἀρχία, ποὺ ἐκείνη τὴν ὥρα διασκέδαζε, αὐτὸς ἀπάντησε μὲ τὸ περίφημο «εἰς αὔριον τὰ σπουδαῖα». Οἱ συνωμότες, εἰσέβαλαν μεταμφιεσμένοι σὲ γυναῖκες στὴν αἴθουσα τοῦ συμποσίου, καὶ σκότωσαν τους ἀρχηγοὺς τῆς φιλολακωνικῆς κυβερνήσεως. Τὰ ὑπόλοιπα ἐξελίχθηκαν σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο, Ἐπαμεινώνδας καὶ Γοργίδας ἔφεραν τὸν Πελοπίδα καὶ τοὺς ἄνδρες του στὴ συνέλευση προτρέποντας τοὺς Θηβαίους νὰ πολεμήσουν γιὰ τὴν ἐλευθερία τους. Ὅλα ἔπρεπε νὰ γίνουν γρήγορα πρὶν φθάσουν ἐνισχύσεις ἀπὸ τὴ Σπάρτη, ἔστι ἡ Καδμεία περικυκλώθηκε ἡ σπαρτιατική φρουρὰ παραδόθηκε μὲ τὸν ὅρο νὰ φύγει ἀσφαλῆς, ὅπως καὶ ἔγινε! Ὁ Βασιλιὰς τῆς Σπάρτης Κλεόβουλος ποὺ ἔτρεξε σὲ βοήθεια δὲν συνεπλάκῃ μὲ τοὺς Θηβαίους.

Τὸ 369 π.Χ., ὁ Ἐπαμειώνδας ἔγινε Βοιωτάρχης καὶ τὸ 371 π.Χ ἐκπροσώπησε τὴ Βοιωτία στὴ σύνοδο εἰρήνης ποὺ τοὺς ὅρους της, ἀρχικά, δέχθηκαν οἱ Θηβαίοι. Τὸ συνέδριο διεξήχθῃ μεταξὺ Σπάρτης, Ἀθήνας καὶ Θήβας μὲ σκοπό τὴν ὑπογραφὴ εἰρήνης καὶ ἡ ὅλη ἰδέα ἐκκινοῦνταν ἀπὸ τὴν ὑποψία τῆς Ἀθήνας καὶ τῆς Σπάρτη πὼς ἡ Θήβα ἐπιθυμοῦσε νὰ ἐγκαταστήσει ἡγεμονία στοὺς Βοιωτοὺς γι’ αὐτὸ καὶ στὰ ὑπογράφοντα μέρη, τοὺς Θηβαίους δὲν τοὺς ὀνόμαζαν Βοιωτούς. Ἔτσι ἡ Σπάρτη, δηλαδὴ ὁ Ἀγησίλαος, ἐπέμενε νὰ ὑπογράψει ὁ Ἐπαμεινώνδας μόνο ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Θήβας καὶ ὄχι ὅλης τῆς Βοιωτίας γιατὶ δὲν ἀναγνώρισε τὸ κοινὸ τῶν Βοιωτῶν -κάτι ποὺ ἡ Σπάρτη ἤδη ἔκανε γιὰ τὴς πόλεις τῆς Λακωνίας ὑπογράφοντας ἐξ ὀνόματός τους- καὶ ἐπέμενε πὼς οἱ πολεις τῆς Βοιωτίας ἔπρεπε νὰ εἶναι αὐτόνομες, μὲ ἀποτελεσμα ὁ Ἀγησίλαος νὰ διαγράψει τοὺς Θηβαίους ἀπὸ τὸ ἔγγραφο τῆς συνθήκης, γεγονὸς ποὺ δὲν στεναχώρεσε ἰδιαίτερα τὸν Ἐπαμεινώνδα, ποὺ ἐπιστρέφοντας στὴ Θήβα, ἑτοιμάστηκε γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει πολεμικὰ τοὺς Σπαρτιάτες. Τὰ συγκεκριμένα γεγονότα ἀποτελοῦν μιὰ ἀπὸ τὶς κορυφαῖες στιγμὲς τῆς ἱστορίας τοῦ 4ου αι. π.Χ., μιὰ καὶ βραχυπρόθεσμα σήμαιναν τὸ τέλος τῆς συμμαχίας τῆς Θήβας μὲ τὴν Ἀθήνα καὶ βέβαια τὴν ἀναζωπύρωση τοῦ πολέμου μὲ τὴ Σπάρτη.

Ἡ ἀναμέτρηση δὲν ἄργησε νὰ ἔρθει καὶ τὸ 371 π.Χ. οἱ δυὸ στρατοὶ ἦρθαν ἀντιμέτωποι στὰ Λεῦκτρα τὴς Βοιωτίας. Πραγματικά, ἀμέσως μετά, ὁ βασιλιὰς τῆς Σπάρτης Κλεόμβροντος εἰσέβαλε στὴ Βοιωτία φτάνοντας μέχρι τὰ Λεῦκτρα, σημεῖο ὅπου διεξήχθη ἡ ὁμώνυμη μάχη. Ὁ Πελοπίδας εἶχε τὴ διοίκηση τοῦ Ἱεροῦ Λόχου, τῆς ἐπίλεκτης ὁμάδας τῶν Θηβαίων ποὺ ἀποτελούνταν ἀπὸ 300 ἐπίλεκτους ἄνδρες -150 ζευγάρια- ποὺ μὲ τὸν ὅρκο τους νὰ μὴν ἐγκαταλείψουν ποτὲ ἀβοήθητο στὸ πεδίο τῆς μάχης τὸν σύντροφό τους γιὰ 35 χρόνια ἔμεινε ἀήττητος.

Στὴν Μάχη τῶν Λεύκτρων ἡ ἐνισχυμένη σὲ βάθος θηβαϊκὴ φάλαγγα ποὺ τοποθετήθηκε ἀντίθετα ἀπὸ ὅτι συνηθιζόταν, στὰ ἀριστερά, νίκησε τὴν δεξιὰ πτέρυγα τῶν Λακεδαιμονίων καὶ πεντακόσιοι ἀπὸ τοὺς ἑφτακόσιους Σπαρτιάτες ἔχασαν τὴ ζωή τους. Ἡ περίφημη αὔξηση τοῦ βάθους τῆς ὁπλικῆς φάλαγγας, σὲ πενήντα στίχους ἀπὸ τὸν Ἑπαμεινώνδα στὴ μάχη τῶν Λεύκτρων, ἔγινε μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῶν δυνάμεων ἐφεδρείας. Ἔκτοτε ἡ φάλαγγα αὐτὴ τὴν ὁποία ἐπινόησε ὁ Ἐπαμεινώνδαςκαὶ τὴν ὁποία ἀντέγραψε καὶ βελτίωσε ὁ Φίλιππος Β᾿ καὶ οἱ Μακεδόνες φέρει τὴν ὀνομασία Λοξὴ φάλαγγα. Ἡ μάχη τῶν Λεύκτρων εἶναι ἡ εἷναι ἡ μάχη ποὺ τὸ καλὰ ἐκπαιδευμένο ἐπίλεκτο σῶμα τῶν ὁπλιτῶν τοῦ Ἱεροῦ Λόχου τῆς Θήβας δοξάστηκε, καὶ χάρη σὲ αὐτὴ τὴ νίκη ἡ περίοδος τῆς θηβαϊκῆς ἡγεμονίας εἶχε μόλις ἀρχίσει.

ἀρχαίαΟἱ Θηβαίοι μὲ ἀρχηγό τὸν Ἐπαμεινώνδα ὁ Πελοπίδας εἶχε πεθάνει τὸ 364 π.Χ. θὰ προσπαθήσουν νὰ δράσουν στὸ Αἰγαῖο, ἀλλὰ ἡ κατάστασἀρχαίαη στὴν Ἀρκαδία καὶ γενικὰ στὴν Πελοπόννησο, ποὺ ἦταν τὸ κυρίως πεδίο δράσης, τοὺς ἐνδιέφερε περισσότερο. Οἱ Ἀρκάδες εἶχαν ἀρχίσει νὰ ἐκδηλώνουν ἕνα πνεῦμα ἀνεξαρτησίας ἀπέναντι στὴν κυριαρχία τῆς Θήβας καὶ νὰ μάχονται μὲ τοὺς Ἠλείους γιὰ διεκδίκηση ἐδαφῶν. ὁ πόλεμος μὲ τοὺς Ἠλείους ἐξελισσόταν ἄσχημα καὶ οἱ Μαντινεῖς ἀντιτέθηκαν στὴν ἐνέργεια τῶν Τεγεατών νὰ βάλουν στὸ χέρι μέρος ἀπὸ τοὺς θησαυροὺς τῆς Ὀλυμπίας προκειμένου νὰ συντηρήσουν τὸν στρατό. Οἱ Τεγεάτες ζήτησαν βοήθεια ἀπὸ τὴ Θήβα ἡ ὁποία τοὺς ἀπέστειλε ἕναν ἁρμοστὴ μὲ 300 ὁπλίτες.9 Τότε οἱ Μαντινεῖς σύναψαν συνθήκη μὲ τοὺς Ἠλείους, γεγονὸς ποὺ ἑρμηνεύτηκε ἀπὸ τοὺς Θηβαίους σὰν ἀνοιχτὴ πρόκληση.

Ὁ Θηβαῖος ἁρμοστὴς ποὺ βρίσκονταν στὴν Τεγέα ἀντέδρασε αἰχμαλωτίζοντας ἄρχοντες ἀρκαδικῶν πόλεων ποὺ ἀργότερα ὅμως ἀπελευθέρωσε. Τὰ γεγονότα αὐτὰ ὁδήγησαν στὴν μάχη τῆς Μαντινείας τὸ 362 π.Χ. Οἱ Θηβαῖοι μὲ συμμάχους τοὺς Τεγεάτες, τοὺς Μεγαλοπολίτες τοὺς Ἀργείους, καὶ τοὺς Μεσσήνιους, καὶ ἀπὸ τὴ Κεντρικὴ Ἑλλάδα τοὺς Εὐοιεῖς, τοὺς Θεσσαλοὺς καὶ τοὺς Λοκρούς οἱ Φωκεῖς ἀρνήθηκαν καὶ ἀργότερα τὸ πλήρωσαν ἀντιπαρατέθηκαν μὲ τοὺς Μαντινεῖς, τοὺς Ἠλείους, τοὺς Σπαρτιάτες καὶ τοὺς Ἀθηναίους ποὺ εἶχαν καταφτάσει μὲ ἀρχηγὸ τὸν Ἡγισίλεω στὴν πεδιάδα τῆς Μαντινείας. Οἱ συγκεντρωμένες ἀντιβιωτικὲς δυνάμεις ὑπολογίζονται σὲ 20.00 πεζοὺς καὶ 2.000 ἱππεῖς. Ἡ μάχη τῆς Μαντινείας παρὰ τὴ λαμπρὴ ταχτικὴ τοῦ Ἐπαμεινώνδα ὑπῆρξε μιὰ ἥττα γιὰ τὴ Θήβα ἐξαιτίας τοῦ θανάτου τοῦ Θηβαίου ἡγέτη. Μετὰ τὴ μάχη τῆς Μαντινείας κατανοεῖ κανεὶς ὼς ἡ ἡγεμονία τῆς Θήβας τελείωσε ἄδοξα· οἱ συνεχεῖς δὲ διαμάχες εἶχαν ἀποδυναμώσει τὶς παλιὲς ἡγεμονίας καὶ ὁ δρόμος γιὰ τὸν Φίλιππο Β᾿ καὶ τοὺς Μακεδόνες ἦταν πλέον ἀνοιχτός.





Ὁ θάνατος τοῦ Ἐπαμεινώνδα στὴ μάχη τῆς Μαντινείας τὸ 362 π.Χ. Ἀνάγλυφο.


Ὁ θάνατος τοῦ Ἐπαμεινώνδα

Κατὰ τὴν σκληρὴ ἀναμέτρηση τῆς μάχης τῆς Μαντινείας, ἐνῶ οἱ Ἀθηναῖοι, ἐνισχυμένοι ἀπὸ τὸ ἱππικὸ τῶν Ἠλείων, ἀπέκρουαν τελικὰ τὴν ἐναντίον τους ἐπίθεση, οἱ Ἀρκάδες καὶ οἱ Λακεδαιμόνιοι ὁπλίτες, στὸ ἄλλο ἄκρο τῆς παρατάξεως, ὑπέκυπταν, ἀφοῦ δέχθηκαν πρῶτα τὸ βάρος τοῦ ἐχθρικοῦ ἱππικοῦ, ποὺ εἶχε πιὰ ἀπωθήσει τὸ φίλιο, καὶ στὴ συνέχεια τῶν Βοιωτῶν ὁπλιτῶν ποὺ κατέφθασαν πυκνὰ συντεταγμένοι σὲ σχῆμα ἐμβόλου. Οἱ τάξεις τῶν ἀμυνομένων ἀραίωσαν ἀπὸ τὴν ὤθηση, τὶς διεισδύσεις τῶν ἐπιτιθεμένων, τοὺς βαρεῖς τραυματισμούς, τοὺς θανάτους, τὶς ὑποχωρίσεις· τέλος ὑπέκυψαν καὶ παρέσυραν τὸ κέντρο τῆς παρατάξεώς τους ποὺ δὲν εἶχε ὑποστῇ καμιὰ ἐπίθεση ὡς τώρα. Ἐκείνη ὅμως τὴ στιγμὴ τραυματίστηκε θανάσιμα ἀπὸ ἕνα δόρυ ὁ Ἐπαμεινώνδας καὶ ὁδηγήθηκε στὸ στρατόπεδο, ὅπου ἐξέπνευσε. Οἱ ἄνδρες του μαθαὶνοντας τὸ δυσάρεστο νέο σταματοῦσαν τὴν καταδίωξη τῶν ἀντιπάλων τους.

Ἔτσι καμιὰ παράταξη δὲν νίκησε στὸ σύνολό της. Νικηταὶ καὶ ἡττημένοι ὑπῆρχαν καὶ στὶς δυὸ πλευρές. Οἱ Θηβαῖοι ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἀπὸ τὴν ἄλλη θεώρησαν τοὺς ἐαυτούς τους νικητές, ἐπειδὴ ἔμειναν κύριοι τοῦ πεδίου, στὸ ὁποῖο πολέμησαν και ὅπου βρίσκονταν πολλοὶ νεκροὶ τῶν ἀντιπάλων· ἔστησαν μάλιστα καὶ τρόπαια. Οἱ ἴδιοι ὅμως εἶχαν ἀφήσει νεκροὺς στὰ σημεῖα τῆς μάχης ποὺ ἐγκατέλειψαν. Σύμφωνα μὲ τὶς ἑλληνικὲς ἀντιλήψεις, αἴτηση γιὰ τὴν ταφὴ τῶν νεκρῶν σήμαινε ἀναγνώρηση τῆς ἥττας. Ἔπειτα ἀπὸ δισταγμούς, πρῶτοι ἔκαναν διάβημα οἱ Λακεδαιμόνιοι καὶ ἔτσι δόθηκε ἀφορμὴ γιὰ νὰ κλειστῇ γενικὴ συμφωνία ἀνταλλαγῆς τῶν πεσσόντων.

Ὅταν ὁδηγήθηκε στὸ στρατόπεδο ὁ Βοιωτὸς στρατηγὸς ἦταν άκόμα ζωντανὸς καὶ εἶχε τὶς αἰσθήσεις του, καθὼς τὸ δόρυ ποὺ τὸν εἶχε πλήξει θανάσιμα εἶχε μὲν σπάσει εἶχε ὅμως ἀφήσει ἐντὸς τοῦ θώρακά του τὸ αἰχμηρὸ, σιδερένιο ἄκρο του. Ὁ Ἐπαμεινώνδας ρώτησε νὰ μάθει ποιὸς κερδίζει τὴ μάχη καὶ καθὼς τοῦ ἀπάντησαν «οἱ Βοιωτοί», δήλωσε: «καιρὸς νὰ πεθάνω». Ὁ Διόδωρος μᾶς παραδίδει πὼς ὁ φίλος τοῦ Ἐπαμεινώνδα τοῦ εἶπε πώς: «πεθαίνεις ἄκληρος, Ἐπαμεινώνδα», γιὰ νὰ τοῦ ἀπαντήσει ἐκεῖνος: «ὄχι, ἀφήνω δυὸ θυγατέρες, τὰ Λεύκτρα καὶ τὴ Μαντίνεια, τὶς νίκες μου». Λέγεται μάλιστα πὼς ὁ ἴδιος ζήτησε νὰ ἀφαιρέσουν τὴν αἰχμὴ τοῦ δόρατος ἀπὸ τὸν θώρακά του ἂν καὶ ὁ γιατρὸς τοῦ ἀνέφερε ρητὰ πὼς ἂν γίνει κάτι τέτοιο θὰ πεθάνει ἀμέσως. Αὐτὸς ὅμως ἐπέμενε καὶ ὅταν τὴν ἀφαίρεσαν ἐξέπνευσε. Ὁ Ἐπαμεινώνδας τάφηκε, σύμφωνα μὲ τὰ ἑλληνικὰ έθιμα, στὸ πεδίο τῆς μάχης, δηλαδὴ στὸν Μαντινειακὸ κάμπο. Στὸ σημεῖο ὅπου τάφηκε ἀνεγέρθηκε ταφικὸ μνημεῖο γιὰ τὸ ὁποιο μᾶς κάνει λόγο καὶ ὁ Παυσανίας στὸ ὁδοιπορικό του:

Ἐπαμινώνδαν δὲ ἀποθανεῖν Μαντινεῖς μὲν ὑπὸ Μαχαιρίωνος Μαντινέως φασὶν ἀνδρός: ὡσαύτως δὲ καὶ Λακεδαιμόνιοι Σπαρτιάτην λέγουσιν εἶναι τὸν ἀποκτείναντα Ἐπαμινώνδαν, τίθενται δὲ Μαχαιρίωνα ὄνομα καὶ οὗτοι τῷ ἀνδρί. ὁ δὲ Ἀθηναίων ἔχει λόγος-- ὁμολογοῦσι δὲ αὐτῷ καὶ Θηβαῖοι--τρωθῆναι τὸν Ἐπαμινώνδαν ὑπὸ Γρύλου: παραπλήσια δέ σφισίν ἐστι καὶ τὰ ἐν τῇ γραφῇ τὸ ἔργον ἐχούσῃ τὸ ἐν Μαντινείᾳ. φαίνονται δὲ οἱ Μαντινεῖς Γρύλον μὲν δημοσίᾳ τε θάψαντες καὶ ἔνθα ἔπεσεν ἀναθέντες εἰκόνα ἐπὶ στήλης ὡς ἀνδρὸς ἀρίστου τῶν συμμάχων: Μαχαιρίωνα δὲ λόγῳ μὲν καὶ αὐτοὶ οἱ Λακεδαιμόνιοι λέγουσιν, ἔργῳ δὲ οὔτε ἐν Σπάρτῃ Μαχαιρίων ἐστὶν οὐδείς, οὐ μὴν οὐδὲ παρὰ Μαντινεῦσιν, ὅτῳ γεγόνασιν ὡς ἀνδρὶ ἀγαθῷ τιμαί. ὡς δὲ ἐτέτρωτο Ἐπαμινώνδας, ἐκκομίζουσιν ἔτι ζῶντα ἐκ τῆς παρατάξεως αὐτόν: ὁ δὲ τέως μὲν τὴν χεῖρα ἔχων ἐπὶ τῷ τραύματι ἐταλαιπώρει καὶ ἐς τοὺς μαχομένους ἀφεώρα--ὁπόθεν δὲ ἀπέβλεπεν ἐς αὐτούς, ὠνόμαζον Σκοπὴν οἱ ἔπειτα--, λαβόντος δὲ ἴσον τοῦ ἀγῶνος πέρας, οὕτω τὴν χεῖρα ἀπέσχεν ἀπὸ τοῦ τραύματος: καὶ αὐτὸν ἀφέντα τὴν ψυχὴν ἔθαψαν ἔνθα σφίσιν ἐγένετο ἡ συμβολή. τῷ τάφῳ δὲ κίων τε ἐφέστηκε καὶ ἀσπὶς ἐπ' αὐτῷ δράκοντα ἔχουσα ἐπειργασμένον: ὁ μὲν δὴ δράκων ἐθέλει σημαίνειν γένους τῶν Σπαρτῶν καλουμένων εἶναι τὸν Ἐπαμινώνδαν, στῆλαι δέ εἰσιν ἐπὶ τῷ μνήματι, ἡ μὲν ἀρχαία καὶ ἐπίγραμμα ἔχουσα Βοιώτιον, τὴν δὲ αὐτήν τε ἀνέθηκεν Ἀδριανὸς βασιλεὺς καὶ ἐποίησε τὸ ἐπίγραμμα τὸ ἐπ' αὐτῇ. ὸν δὲ Ἐπαμινώνδαν τῶν παρ' Ἕλλησι στρατηγίας ἕνεκα εὐδοκιμησάντων μάλιστα ἐπαινέσαι τις ἂν ἢ ὕστερόν γε οὐδενὸς ποιήσαιτο: Λακεδαιμονίων μὲν γὰρ καὶ Ἀθηναίων τοῖς ἡγεμόσι πόλεών τε ἀξίωμα ὑπῆρχεν ἐκ παλαιοῦ καὶ οἱ στρατιῶται φρονήματός τι ἦσαν ἔχοντες, Θηβαίους δὲ Ἐπαμινώνδας ἀθύμους τὰς γνώμας καὶ ἄλλων ἀκούειν εἰωθότας ἀπέφηνεν οὐ πολλῷ πρωτεύοντας.10

Καὶ σὲ μετάφραση στὰ νέα ἑλληνικά:

(Οἱ Μαντινεῖς λένε πὼς ὁ Ἐπαμεινώνδας σκοτώθηκε ἀπὸ ἕνα Μαντινέα Μαχαιρίωνα· οἱ Λακεδαιμόνιοι λένε πὼς σκότωσε τὸν Ἐπαμεινώνδα ἕνας Σπαρτιάτης, τὸν ὁποῖο ὀνομάζουν καὶ αὐτοὶ Μαχαρίωνα. Κατὰ τὰ λεγόμενα τῶν Ἀθηναίων, πρὸς τὰ ὁποῖα συμφωνοῦν καὶ οἱ Θηβαῖοι, ὁ Ἐπαμεινώνδας τραυματίστηκε ἀπὸ τὸν Γρύλλο· παρόμοια εἶναι ἡ ἄποψη καὶ τοῦ ζωγραφικοῦ πίνακα μὲ τὴ μάχη τῆς Μαντινείας. Εἶναι φανερὸ ἐπίσης πὼς οἱ μαντινεῖς ἔκαναν δημόσια ταφὴ στὸν Γρύλλο καὶ πὼς ἀνέθεσαν ἀνάγλυφη εἰκόνα του πάνω σὲ στήλη στὸν τόπο ὅπου ἔπεσε τιμώντας τον ὡς γενναιότατο ἀνάμεσα στοὺς συμμάχους. Γιὰ τὸ Μαχαιρίωνα ὑπάρχει παράδοση καὶ στοὺς Μαντινεῖς καὶ στοὺς Λακεδαιμόνιους, στὴν πραγματικότητα ὅμως κανένας Μαχαιρίων δὲν ὑπάρχει οὔτε στὴ Σπάρτη οὔτε στὴ Μαντίνεια, ὁ ὁποῖος νὰ τιμήθηκε ὡς ἄντρας γενναῖος. Ὅταν ὁ Ἐπαμεινώνδας εἶχε τραυματισθεῖ τὸν εἶχαν φέρει ζωντανὸ ἀκόμη, ἔξω ἀπὸ τὴν παράταξη. Ἐκεῖνος στὴν άρχή, κρατώντας τὸ χέρι του πάνω στὸ τραῦμα βασανιζόταν παρακολουθώντας μὲ τὸ βλέμμα τοὺς μαχόμενους· τὸ μέρος ἀπὸ ὅπου παρακολουθοῦσε τὴ μάχη τὸ ὀνόμασαν κατόπιν Σκοπή. Μετὰ τὴν ἴση ἔκβαση τῆς μάχης ὁ Ἐπαμεινώνδας ἀπέσυρε τὸ χέρι ἀπὸ τὸ τραῦμα καὶ ξεψύχισε· τὸν ἔθαψαν στὸν τόπο ὅπου ἔγινε ἡ σύγκρουση. Στὸν τάφο εἶναι στημένη κολόννα καὶ πάνω σ᾿ αὐτὴ ἀσπίδα μὲ ἀνάγλυφη παράσταση δράκοντα. Ὁ δράκων ἔχει τὴν ἔννοια πὼς ὁ Ἐπαμεινώνδας ἦταν ἀπὸ τὸ γράμμα βοιωτικό, καὶ ἄλλη ποὺ τὴν ἀνάθεσε ὁ αὐτοκράτορας Ἀδριανός, ὁ ὁποῖος ἔκανε καὶ τὸ ἐπίγραμμά της. Στὸν Ἐπαμεινώνδα θὰ μποροῦσε νὰ ἀποδώσει κανεὶς τὸ μεγαλύτερο ἔπαινο ἀνάμεσα σ᾿ ὅλους ὅσοι διακρίθηκαν στὴν Ἑλλάδα ὡς στρατηγοὶ ἢ τουλάχιστον νὰ μὴν τὸν θεωρήσει κατότερον ἀπὸ κανέναν ἄλλον, γιατὶ οἱ στρατηγοὶ τῶν Λακεδαιμονίων καὶ τῶν Ἀθηναίων εἶχαν στὸ ἐνεργητικό τους τὴν παλιὰ ὑπόληψη τῶν πόλεων καὶ τὸ ὑψηλὸ φρόνημα τῶν στρατιωτῶν, ὁ Ἐπαμεινώνδας ὅμως κατόρθωσε γρήγορα νὰ δώσει στοὺς Θηβαίους ποὺ ἦταν ἄβουλοι καὶ συνηθισμένοι νὰ ὑπακούουν σ᾿ ἄλλους).11




Ἄποψη τοῦ ταφικοῦ μνημείου τοῦ Ἐπαμεινώνδα στὴν περιοχὴ «Μαρμαράκι» τῆς Νεστάνης σύμφωνα μὲ τὸν ἀρχαιολόγο Θ. Σπυρόπουλο.



Ἡ ἀνεύρεη τοῦ τάφου τοῦ Ἐπαμεινώνδα

Ὁ Ἐπαμεινώνδας λοιπὸν τάφηκε στὸν Μαντινειακὸ κάμπο καὶ σύμφωνα μὲ τὶς πληροφορίες, ὁ τάφος του ἔγινε στὸν πεδινὸ χῶρο μεταξὺ τῆς Σκοπῆς καὶ τοῦ δρυμοῦ τῶν δρυῶν τοῦ Πελάγους, δηλαδή, κοντὰ στὴ λεωφόρο πρὸς τὴν Τεγέα καὶ δυτικὰ τῆς Καπινίστρας, πιθανότατα μερικὲς ἑκατοντάδες μέτρα ἀνατολικότερα ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ σήμερα εἶναι στημένο τὸ μνημεῖο γιὰ τὴ μάχη τῆς Γράνας - στὴ διακλάδωση δηλαδὴ τοῦ δρόμου Τριπόλεως-Λεβιδίου γιὰ Νεστάνη.

Ὁ Gustave Fougères,14 ποὺ διεξήγαγε ἀνασκαφὲς στὴ Μαντίνεια τὰ ἔτη 1887- 1888 καὶ ἐρεύνησε τὴν περιοχή, δὲν κατάφερε νὰ ἐντοπίσει τὸν τάφο τοῦ Βοιωτοῦ. Καὶ τὰ χρόνια ποὺ διαδέχθηκαν τὴν ἀνασκαφικὴ δραστηριότητα τοῦ Fougères μὲ τὰ πολλὰ καὶ πλούσια εὑρήματα στὴ Μαντίνεια, οἱ ἀρχαιολόγοι δὲν κατάφεραν, παρὰ τὶς προσπάθειές τους νὰ ἐντοπίσουν τὸ μνημεῖο.

Τὸ 2001 ὁ τότε Προϊστάμενος Θ. Σπυρόπουλος, συνεχίζοντας τὸ ἀνασκαφικὸ ἔργο του στὴ Μαντίνεια, ἐντόπισε στὸ νεστανιώτικο τοπωνύμιο «Μαρμαράκι», τὸ ὁποῖο βρίσκεται στὴν περιοχὴ ὅπου ὑπάρχουν οἱ ἀμπελῶνες τῆς Νεστάνης, θεμελιακοὺς λίθους μνημείου ποὺ σύμφωνα μὲ τὴν ἀναφορά του, ἀνήκουν στὸ ἀρχαῖο ταφικὸ μνημεῖο τοῦ Ἐπαμεινώνδα.

Τὸ εὕρημα εἶναι μιὰ ἀρχαία τετράπλευρη κατασκευὴ ἀπὸ τὴν ὁποία σώζονται μόνο οἱ θεμελιακοὶ λίθοι. Ὀφείλουμε νὰ ἀναφέρουμε πὼς ἡ ἀνακοίνωση τοῦ κ. Σπυρόπουλου ἀντιμετωπίστηκε μὲ ἐπφύλαξη ἀπὸ τὴν ἐπιστημονικὴ κοινότητα. Μένει νὰ προχωρήσουν οἱ ἔρευνες καὶ ἡ ἀρχαιολογία νὰ ἀποφανθεῖ τεκμηριωμένα ἂν μιλᾶμε γιὰ τὸν τάφο τοῦ Ἐπαμεινώνδα ἢ γιὰ κάποιο ἄλλο μνημεῖο τῆς περιοχῆς, ποὺ σημειωτέων, ὁ Παυσανίας δὲν κάνει καμιὰ ἀναφορὰ γι᾿ αὐτό, ὅποιο καὶ νά ᾿ναι!

Στὴν ἔκδοση τῆς Ἐφορείας Ἀρχαιοτὴτων Ἀρκαδίας τοῦ Ὑπουργείου Πολιτισμοῦ & Ἀθλητισμοῦ ὑπὸ τὸν τίτλο Μαντίνεια – Ἀρχαιολογικὸς ὁδηγός, ἀναφέρεται: Τὸ 2001, ὁ ἴδιος [Θ. Σπυρόπουλος] δημοσιοποίησε τὸν ἐντοπισμὸ καὶ ἀνασκαφὴ μιᾶς ἀρχαίας τετράπλευρης κατασκευῆς στὴν περιοχὴ «Μπατάκι».15 Νεστάνης, τὴν ὁποία ταύτισε μὲ τὰ θεμέλια τοῦ τάφου τοῦ Ἐπαμεινώνδα. Παρά τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ κτήριο δὲν βρίσκει τυπολογικὰ παράλληλα μὲ γνωστὲς ἀρχαῖες ταφικὲς κατασκευὲς ἀναμένεται ἡ ἐπιστημονικὴ τεκμηριωμένη δημοσίευση τοῦ εὑρήματος, ἔτσι ὥστε νὰ τεθεῖ σὲ ἄλλη βάση τὸ θέμα τοῦ τάφου τοῦ θηβαίου στρατηγοῦ.16



Σημειώσεις


 

1. Πλουτάρχου, Βίοι παράλληλοι – «Πελοπίδας», 3.3

2. Πλουτάρχου, Βίοι παράλληλοι«Πελοπίδας», 3.6

3. Πλουτάρχου, Βίοι παράλληλοι«Πελοπίδας,» 4.1, 4.2

4. Πλουτάρχου Βίοι παράλληλοι, τόμ. 3ος «Πελοπίδας

Ἐπαμεινώνδας, ἕνα πορτρέτο τοῦ Θηβαίου στρατηγοῦ καὶ πολιτικοῦ

» 4.1, 4.2, μετ. σχόλια Ἀνδρ. Ι. Πουρνάρα, Ἐκδόσεις Ἐπιστημονικὴ Ἑταιρεία τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων «Πάπυρος», Ἀθήνα 1976.

5. Πλουτάρχου, Βίοι παράλληλοι«Πελοπίδας», 4.3, 4.4

6. μετ. Ἀνδρ. Ι. Πουρνάρα, (ὅ.π.)

7. Πλουτάρχου, Βίοι παράλληλοι – «Πελοπίδας», 4.5, 4.6, 4.7, 4.8

8. μετ. Ἀνδρ. Ι. Πουρνάρα, (ὅ.π.)

9. Ξενοφώντας, Ελληνικά, 7.4

10. Παυσανίου, Ἀρκαδικά, VIII, 11.5, 11.9

11. Παυσανίας VIII, 9, 3-5, μετ. - σχόλια Ν. Παπαχατζῆ, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1980.

12. Παυσανίου, Ἀρκαδικά, VIII, 11.11

13. μετ. Ν. Παπαχατζῆ, (ὅ.π).

14. Gustave Fougères, Mantinée et l’Arcadie Orientale, A. Fontemoing, Παρίσι 1898.

15. τὸ τοπωνύμιο ποὺ ἀναφέρεται στὸν ὁδηγὸ τοῦ ὑπουργείου εἶναι λαμνθασμένο, μιὰ καὶ δὲν ὑπάρχει τοπωνύμιο «Μπατάκι» στὴν εὐρύτερη περιοχὴ ἀλλὰ καὶ σὲ κανένα σημεῖο τῆς Μαντινειακῆς πεδιάδας. Τὸ σωστὸ τοπωνύμιο, ὅπως ἴδη ἀναφέραμε, εἶναι «Μαρμαράκι» ποὺ ἀποτελεῖ τὸ τοπωνύμιο κτηματικῆς ἔκτασης κοντὰ στὰ Καλογερικὰ ἀμπέλια, δυτικὰ τοῦ σημερινοῦ αὐτοκινητοδρόμου Νεστάνης-Τριπόλεως.

16. Μαντίνεια – Ἀρχαιολογικὸς ὁδηγός, γενικὴ – ἐπισημονικὴ ἐπιμέλεια καὶ κείμενα Ἄννα-Βασιλική Καραπαναγιώτου, Ἔκδοση τῆς Ἐφορείας Ἀρχαιοτὴτων Ἀρκαδίας καὶ τοῦ Ὑπουργείου Πολιτισμοῦ & Ἀθλητισμοῦ, Τρίπολη 2015, σελ. 43.


© κειμένου-φωτογραφιῶν τοῦ μνημείου: Παναγιώτης Καρώνης 2020, μὲ τὴν ἐπιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματος.

Ἀπαγορεύεται ἡ ἀναδημοσίευση, ἢ ἀναπαραγωγή, ὁλική, μερικὴ ἢ περιληπτικὴ ἢ κατὰ παράφραση ἢ διασκευὴ καὶ ἀπόδοση τοῦ περιεχομένου τοῦ παρόντος ἄρθρου μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση μὲ τὸν συγγραφέα του.




Ὁ θάνατος τοῦ Ἐπαμεινώνδα στὴ μάχη τῆς Μαντινείας τὸ 362 π.Χ. Σκίτσο.


Βασικὴ Βιβλιογραφία


Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, συλλογικό, τόμ.  Γ1 - Γ2, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1972.

Graves Robert, Οἱ ἑλληνικοὶ μύθοι, 4 τόμ., μετ. Λεωνίδας Ζενάκος, Ἐκδόσεις Πλειᾶς-Ρούγκας, Ἀθήνα 1979.

Κάπος Μιλτιάδης, Ἀρχαία Ἀρκαδία – Ἀναδρομὴ στὸ Μύθο καὶ τὴν Ἀρχαιότητα, Ἐκδόσεις Μιλ. Μ. Κάπος, Ἀθήνα 1990.

Καργάκος Σαράντος Ι., Ἡ ἱστορία τῆς ἀρχαίας Σπάρτης, τόμ. Ι, Ἀπὸ τὴν προ-δωρικὴ Σπάρτη ἕως τὸν Ἑλληνοπερσικὸ πόλεμο, καὶ τόμ. ΙΙ, Ἀπὸ τὸν Πελοποννησιακὸ πόλεμο ἕως τὸν 4ο μ.Χ. αἰώνα, Ἐκδόσεις Gutenberg Ἀθήνα 2005.

Καρώνης Παναγιώτης Τὰ ὕδατα τῶν πηγῶν καὶ ὴ Φιλίπειος κρήνη τῆς Νεστάνης – Ἱστορία, μύθοι καὶ θρύλοι, Ἐκδόσεις Τὸ Δόντι, Πάτρα 2019.

Λάμπρου Ἰωάννης, Ὁ Ἀρκαδικὸς Κλείτωρ - Ἱστορικὴ ἀναδρομή, Ἐκδόσεις Παρασκήνιο, Ἀθήνα 2007.

Ξενοφῶντος Ἑλληνικὰ μετ. φιλ. ὁμάδα Κάκτου, Ἐκδόσεις Κάκτος.

Παπαγιάννης Ἀθανάσιος Φιλ., Ἱστορία τῆς Νεστάνης Ἀρκαδίας, 3 τόμοι, Ἐκδόσεις Ἱστορία καὶ Λαογραφία τοῦ Μοριᾶ, Ἀθήνα 2004.

Παυσανίου, Ἑλλάδος περιήγησις, «Ἀχαϊκὰ–Ἀρκαδικά», μετ.-σχόλια Ν. Παπαχατζής, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1980.

Πλουτάρχου, Βίοι παράλληλοι, 3 τόμ. μετ.-σχόλια Ἀνδρ. Ι. Πουρνάρας, Ἐκδόσεις Ἐπιστημονικὴ Ἑταιρεία τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων «Πάπυρος», Ἀθήνα 1976.

Ρηγόπουλος Ν., Ἱστορία τῆς Μαντινείας, Ἔκδοσις τῶν «Παγκοσμίων Στρατιωτικῶν Νέων», Ἀθήνα 1938.

Robinson Charles–Alexader & Botsford George–Willis, Ἀρχαία Ἑλληνικὴ Ἱστορία, μετ. Σωτηρίου Ε. Τσιτσώνης, Ἐκδόσεις Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 2008.

Schmitt-Pantel Pauline & Orrieux Claude, Ἀρχαία ἑλληνικὴ ἱστορία, μετ. Ἀμαλία Σταθάκη, ἐπιστ. ἐπιμέλεια Ἠλίας Κουλακιώτης, Ἐκδόσεις Gutenberg, Ἀθήνα 2018.

Χέρτσμπεργκ Γουσταῦος – Φρειδερίκος, Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος ἐπὶ τῆς Ρωμαϊκῆς κυριαρχίας, ἐκτιθεμένη κατὰ τὰς πηγάς, 4 τόμοι, μετ. Π. Καρολίδης, Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, Ἀθήναι 1902.






Τὸ ταφικὸ μνημεῖο τοῦ Ἐπαμεινώνδα στὴν περιοχὴ «Μαρμαράκι» τῆς Νεστάνης. Στὸ βάθος διακρίνεται ἡ ὀροσειρὰ τοῦ Μαινάλου.



Τὸ ταφικὸ μνημεῖο τοῦ Ἐπαμεινώνδα στὴν περιοχὴ «Μαρμαράκι» τῆς Νεστάνης.





Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020

ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ ΜΑΗΘΑΝΑΣΗ ΣΤΗ ΝΕΣΤΑΝΗ ΑΡΚΑΔΙΑΣ




Ἑορτασμὸς τοῦ Μαηθανάση, στὴν περιοχὴ Μετόχι. Οἱ Νεστανιῶτες καὶ οἱ Νεστανιώτισσες χορεύουν στὸ εἰδυλιακὸ δροσερὸ τοπίο τῆς περιοχῆς τοῦ Μετοχιοῦ. 



Τὸ πανηγύρι τοῦ Μαηθανάση στὴ Νεστάνη Ἀρκαδίας
(τοῦ Παναγιώτη Καρώνη)

«Μαηθανάση» οἱ Νεστανιῶτες καὶ οἱ Νεστανιώτισσες ἀποκαλοῦν τὸ μαγιάτικο πανηγύρι ποὺ κάνουν τὴν ἑπομένη τῆς Πρωτομαγιᾶς, στὶς 2 Μαΐου δηλαδή, στὴν περιοχὴ Μετόχι. Ἔχει προηγηθεῖ βέβαια ἡ μεγάλη βλαστολατρικὴ γιορτὴ τοῦ Ἅη Γιώργη ποὺ μὲ λαμπρότητα καὶ μαζικὴ συμμετοχὴ ἔχει ἑορταστεῖ ἀπὸ τοὺς χωρικούς, ποὺ σκαρφάλωσαν στὸν βράχο τοῦ Γουλᾶ, στόλισαν μὲ ἀργιοσέλινα τὶς γκλίτσες τους καὶ τραγουδώντας καὶ χορεύοντας κατηφόρισαν, «φέρνοντας τὸν Ἁγιώρη» στὸ χωριό, ὅπως χαρακτηριστικὰ λένε οἱ ἴδιοι.

Νὰ θυμίσουμε πὼς «Μάη» οἱ Νεστανιῶτες καὶ οἱ Νεστανιώτισσες ἀποκαλοῦν τὸ ἀγριοσέλινο τὸ ὁποῖο φύεται πάνω στὸν βράχο τοῦ Γουλᾶ καὶ μὲ τὸ ὁποῖο στολίζουν τὴν ποιμενικὴ γκλίτσα τὴν ὁποία φέρουν στὸ χέρι, ἐν εἴδει θύρσου, καθ᾿ ὅλη τὴν πομπὴ καὶ τὸ χορὸ τοῦ ἐθίμου τοῦ Ἅη Γιώργη. Κατ᾿ ἐπέκταση, «Μάη» ἀποκαλοῦν καὶ τὴ σελινοστολισμένη γκλιτσα.

Τὸ πανηγύρι τοῦ Μαηθανάση, τούτη ἡ ἀνοιξιάτικη γιορτὴ τῆς Νεστάνης εἶχε διπλὴ σημασία, ἀφοῦ οἱ Νεστανιῶτες καὶ οἱ Νεστανιώτισσες μὲ αὐτὴ τὴν ἑορτὴ τιμοῦσαν τὴν Πρωτομαγιὰ ποὺ εἶχε προηγηθεῖ καὶ βέβαια τὸν Μαηθανάση ποὺ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἑόρταζε.

Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος εἶναι παλαιότατο ξωκκλήσι τὸ ὁποῖο πιθανὸν νὰ ἦταν σύγχρονο τῆς Ἀναλύψεως (ἡ ὁποία εἶναι τοῦ ΙΓ᾿αἰώνα, ἀφιέρωμά μας κλίκ ἐδῶ), ἐκκλησία ποὺ βρίσκεται στὰ ριζὰ τοῦ βράχου τοῦ Γουλᾶ καὶ ποὺ σήμερα δὲν σώζονται ἀπὸ αὐτὴ παρὰ λίγες βραχογραφίες της. Ὁ Ἰμπραὴμ τὸ ἔκαψε ἀλλὰ ἀργότερα οἰκοδομήθηκε ἐκ νέου, ὅπως ἀνέφερε ἐπιγραφὴ λίθινη πλάκα, διαστάσεων 0,545 x 0,340 x 0,260, ποὺ ὑπῆρχε πάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο μὲ χρονολογία 1853, ποὺ ἀνέφερε: «1853 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 15 ΑΝΑ[Ο]ΙΚ[ΟΔΟΜΗΘΗ] [...] Ο ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ. ΠΑΡΑ ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΙΕΡΟμΟΝΑΧΟΥ ΚΙΡΓΙΑΖΟΠΟΥΛΟΥ».  Πάνω στὶς βάσεις τῶν ἐπειπίων τοῦ παλιοῦ χτίσματος τοῦ Μαηθανάση ποὺ κατέστρεψε ὁ Ἰμπραήμ, εἶχε λοιπὸν οἰκοδομηθεῖ τὸ 1853 ὁ ναὸς στὴν περιοχὴ Μετόχι — εἶναι ἡ περιοχὴ κάτω ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῆς Γοργοεπηκόου, δίπλα στὴν ὁμώνυμη κρήνη. Δυστυχῶς τὸ 1973-74 αὐτὸ τὸ παλαιὸ πετρόχτιστο ξωκκλήσι καταδαφίστηκε ἐκ θεμελίων γιὰ νὰ ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ μιὰ σύγχρονη τσιμεντένια μεγαλύτερων διαστάσεων κατασκευὴ ποὺ κάθε ἄλλο πάρὰ ἐναρμονίζεται μὲ τὸ πανέμορφο φυσικὸ τοπίο τῆς περιοχῆς.

Ἀξίζει νὰ προσθέσουμε πὼς στὸ ξωκκλήσι τοῦ Μαηθανάση ὑπάρχει ἀκόμα ἕνα ἐνεπίγραφο κομμάτι μαρμάρου διαστάσεων 0,88 x 0,67 x 0,40 ποὺ βρέθηκε καὶ αὐτὸ ἐντοιχισμένο στὸ παλαιὸ ξωκκλήσι συγκεκριμένα στὸ πίσω μέρος τοῦ βήματος ποὺ καταδαφίστηκε. Ἡ ἐπιγραφὴ εἶναι δυσανάγνωστη. Τὸ εὕρημα αὐτὸ βρίσκεται σήμερα μπρὸς στὸ προαύλιο τοῦ ξωκκλησιοῦ.  

Στὶς 2 Μαΐου λοιπόν, οἱ Νεστανιῶτες καὶ οἱ Νεστανιώτισσες ἀνηφόριζαν στὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὸ μοναστήρι τῆς Γοργοεπηκόου καὶ φτάνοντας στὸ Διασέλι, στὸ ξάγναντο ποὺ ὑπάρχει ἐκεῖ, ἀντίκριζαν τὸ γραφικὸ θέαμα τοῦ εἰδυλιακοῦ μαγιάτικου Μετοχιοῦ, ὅπου τὰ σκόρπια κοπάδια τῶν αἰγοπροβάτων ἔβοσκαν στὶς γύρω πλαγιές. Ἐν συνεχείᾳ κατηφόριζαν καὶ συγκεντρώνονταν στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Μαηθανάση προκειμένου νὰ παρακολουθήσουν τὴ Θεία Λειτουργία. Κάθε παρέα κουβαλοῦσε μαζὶ τὸ ἀρνί της τὸ ὁποῖο σούβλιζε καὶ ἔψηνε ἐκεῖ, δίπλα στὸ ξωκκλήσι τοῦ ἁγίου κάτω ἀπὸ τὰ δέντρα ποὺ ἔριχναν τὸν παχύ, φιλικό τους ἴσκιο. Τὸ γλεντοκόπι ἄρχιζε μετὰ τὸ πέρας τῆς λειτουργίας καὶ κρατοῦσε μέχρι ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα, καμιὰ φορὰ καὶ μέχρι τὸ βράδυ.

Οἱ νέοι καὶ οἱ νέες τοῦ χωριοῦ ἔπιαναν τὸν χορό, καὶ τὰ τραγούδια ἀντιχοῦσαν στὰ γύρω βουνά, ἀνάμικτα μὲ τοὺς ήχους ἀπὸ τὰ γλυκόλαλα πουλιά, ποὺ ἀδιαφορώντας γιὰ τὰ ἀνθρώπινα, δὲν σταματοῦσαν νὰ λένε τὰ δικά τους τραγούδια.

Τὰ τραγούδια ποὺ ἀκούγονταν στὸ πανηγύρι τοῦ Μαηθανάση ἦταν τὰ γνωστὰ ἀνοιξιάτικα τραγούδια ποὺ ὑμνοῦν τὸν ἔρωτα ἐκφράζοντας ἕνα ἀκατανίκητο πάθος γιὰ ζωή. Ἐπιπλέον, στὸ πανηγύρι συμμετεῖχαν καὶ Νεστανιῶτες ὀργανοπαῖχτες οἱ ὁποῖοι μὲ τὰ λαϊκὰ μουσικὰ ὄργανά τους συμπλήρωναν τὴ γιορτὴ κορυφώνοντας τὸ κέφι γιὰ χορὸ καὶ τραγούδι — ὄχι δηλαδὴ πὼς οἱ Νεστανιῶτες καὶ οἱ Νεστανιώτισσες ἤθελαν καὶ κάποια ἰδιαίτερη παρακίνηση γιὰ νὰ γλεντήσουν...

Στὸ γλεντοκόπι τοῦ Μαηθανάση συμμετεῖχαν βέβαια σχεδὸν ὅλοι οἱ νέοι καὶ οἱ νέες τοῦ χωριοῦ καθὼς καὶ ὅλοι οἱ ποιμένες τῆς περιοχῆς, ποὺ πρόσφεραν μάλιστα καὶ ἀρνιά, γάλα, τυρὶ καὶ γιαούρτι στοὺς πανηγυριῶτες. Ἐπιπλέον, πολλὲς φορὲς συμμετεῖχαν καὶ οἱ μαθητὲς τῶν σχολείων τοῦ χωριοῦ ποὺ πήγαιναν στὸ Μετόχι μαζὶ μὲ τοὺς δασκάλους τους καὶ τοὺς καθηγητες τους προκείμενου νὰ δοῦν ἀλλὰ καὶ νὰ συμμετάσχουν στὸ γλέντι.

Τὸ πανηγύρι τοῦ Μαηθανάση ἄρχισε νὰ φθίνει κάπου στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ᾿80· ἔκτοτε ξεχάστηκε. Εἶναι ἡ ἐποχὴ ποὺ ἡ τηλεόραση ἔχει εἰσβάλλει σὲ κάθε σπίτι, τὰ δημοτικὰ τραγούδια περνᾶνε σὲ δεύτερη —γιὰ μὴν ποῦμε σὲ τελευταία— μοίρα, ἀφοῦ οἱ νέοι ἀκοῦνε καὶ ἀσχολοῦνται μὲ ἄλλα, ἕνα αἴσθημα ψευδοεκσυγχρονισμοῦ, ψευδομοντερνισμοῦ ἔχει κατακλύσει τὰ πάντα καὶ ἡ παράδοση —ἡ ὅποια παράδοση— θεωρεῖται ἐκτὸς μόδας, ἄρα ξεπερασμένη καὶ ἀναρχονιστική· γενικὰ μπορεῖ νὰ διαπιστώσει κανείς, κοιτάζοντας πίσω μὲ λίγη προσοχή, πὼς αὐτὸς ὁ νέος τρόπος ζωῆς παραγκώνισε πολλὰ ἔθιμα καὶ παραδόσεις.

Τα τελευταῖα χρόνια γίνεται μιὰ προσπάθεια νὰ ἐπανακινηθεῖ τὸ πανηγύρι τοῦ Μαηθανάση ἔτσι ὥστε νὰ γίνει καὶ πάλι ἕνα ἀπὸ τὰ ἔθιμα ποὺ σταθερὰ τελοῦνται σὲ τοῦτο τὸ εἰδυλιακὸ τοπίο τῆς Νεστάνης.

Παναγιώτης Καρώνης, Πάτρα, Μάϊος τοῦ 2020



© κειμένου-φωτογραφιῶν: Παναγιώτης Καρώνης 2020, μὲ τὴν ἐπιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματος.

Ἀπαγορεύεται ἡ ἀναδημοσίευση, ἢ ἀναπαραγωγή, ὁλική, μερικὴ ἢ περιληπτικὴ ἢ κατὰ παράφραση ἢ διασκευὴ καὶ ἀπόδοση τοῦ περιεχομένου τοῦ παρόντος ἄρθρου μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση μὲ τὸν συγγραφέα του.




Ἄποψη ἀπὸ τὸ παλιὸ ἱστορικὸ πετρόκτιστο καὶ γραφικότατο ξωκκλησι τοῦ Μαηθανάση, ποὺ ἔπεσε θύμα τῆς τσιμετνοποίησης καὶ κατεδαφίστηκε τὸ 1973-74 γιὰ νὰ ἀναγερθεῖ στὴ θέση του τὸ σημερινό.



Ἡ μεγάλη ἐνεπίγραφη πλάκα τοῦ Μαηθανάση στὸ Μετόχι.


Ὁ ἐνεπίγραφος μαρμαρόλιθος τῆς παλαιᾶς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου (Μαηθανάσης) τοῦ Μετοχιοῦ ποὺ κατεδαφίστηκε τὸ 1973-74.


Ἀπὸ ἀριστερά: Γιαννάκος Καρώνης τοῦ Ἀναστασίου, Ἐπαμεινώντας Λιάπης, Βασίλειος Ἀλεξόπουλος τοῦ Δημητρίου, Ἐπαμεινώντας Μπουγιουνέλος τοῦ Ἐλευθερίου. ΚαθΙστς ὁ Σωκράτης Καρώνης τοῦ Παναγιώτη.
Ἑορτὴ τοῦ Μαηθανάση, 2 Μαΐου 1963.