Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

Η ΡΟΚΑ ΓΝΕΣΙΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ



(ἀρ.) Ἡλικιωμένη γυναίκα ποὺ γνέθει.
(δε.) Παράσταση γυναίκας ποὺ γνέθει σὲ ἀθηναϊκὴ οἰνοχόη, περ. 490-480 π.Χ.


Η ΡΟΚΑ, ἀφιέρωμα
(τοῦ Παναγιώτη Καρώνη)
 
Προλεγόμενα
Ἡ θεὰ Ἀθηνᾶ εἶναι φορέας πολιτισμοῦ, καὶ δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖο ποὺ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες τὴν συνέδεσαν μὲ τὴν τέχνη τῦς ὑφαντικῆς. Τὴν τέχνη λοιπὸν τῆς ὑφαντικῆς στὸν ἄνθρωπο δίδαξε ἡ Ἀθηνᾶ, ποὺ μὲ τὴ σειρά της εἶχε κι αὐτὴ διδαχθεῖ ἀπὸ τοὺς Κύκλωπες. Ἡ θεὰ διαθέτει βέβαια τὴν ἱκανότητα νὰ μεταφέρει, μέσω τῆς διδασκαλίας, τὶς γνώσεις της στὸν ἄνθρωπο, καὶ δὲν θὰ διστάσει νὰ βοηθήσεις τοὺς θνητούς νὰ ὀργανώσουν τὰ νοικοκυριά τους σὲ μικρὲς ἑστίες πολιτισμοῦ, ἔτσι ἀκριβῶς ὅπως ὁ Τιτάνας Προμηθέας, δηλαδὴ ὁ προνοητικός, δὲν θὰ διστάσει νὰ χαρίσει τὴ φωτιὰ στοὺς ἀνθρώπους, προσθέτοντας καὶ αὐτὸς μὲ τὴ σειρά του στὴν πολιτιστικὴ ἀνάπτυξη τῆς ἀνθρώπότητας.
Στὴν Ἰλιάδα1 βλέπουμε πὼς πραγματικὰ ἡ θεὰ ξέρει νὰ κατασκευάζει θαυμαστὰ ὑφαντά, ἀφοῦ τὰ ὑφαντά της τιμοῦν καὶ φοροῦν θεὲς ὅπως ἡ Ἥρα ἀλλὰ καὶ χαίρουν τοῦ θαυμασμοῦ τοῦ Διός.
Στὸν Ἡσίοδο,2 βλέπουμε ὅτι μὲ προσταγὴ τοῦ Διός, ὁ Ἥφαιστος ἔφτιαξε μὲ πρόσμιξη γῆς καὶ ὕδατος τὴν πρώτη γυναίκα, τὴν Πανδώρα. Ἡ θεὰ Ἀθηνᾶ ὄχι μόνο τὴν ἔντυσε καὶ τὴ στόλισε, «ζῶσε δὲ καὶ κόσμησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη ἀργυφέη ἐσθῆτι»,3 ἀλλὰ τῆς δίδαξε καὶ τὴν τέχνη τοῦ ἀργαλειοῦ, «αὔτάρ Ἀθήνην [ἐκέλευσε] ἔργα διδασκήσαι. πολυδαίδαλον ἰστόν ὑφαίνειν».4 Ἡ Πανδώρα εἶναι βέβαια ἡ πρώτη γυναίκα, ἀλλὰ καὶ ἡ πρώτη ποὺ διδάσκεται τὴν τέχνη τῆς ὑφαντικῆς.
 Ὅμως καὶ στὶς κόρες τοῦ Πανδάρεω —ἀφοῦ οἱ γονεῖς τοῦ Πανδάρεω τιμωρήθηκαν μὲ θάνατο ἀπὸ τὸν Δία, μιὰ καὶ ὁ Πανδάρεως τὸν εἶχε εξαπατήσει—, οἱ θεοὶ λυπήθηκαν καὶ φρόντισαν τὶς κόρες του. Συγκεκριμένα, ἡ Ἀφροδίτη τοὺς ἔφερε μέλι καὶ κρασὶ γιὰ νὰ τὶς θρέψει, ἡ Ἥρα τους πρόσφερε φρόνηση, ἡ Ἂρτεμις παράστημα καὶ ἡ Ἀθηνᾶ τοὺς ἔμαθε σπουδαῖα ἔργα, «ἔργα δ' Ἀθηναίη δέδακε κλυτά ἐργάζεσθαι».5 Ὡς ἔργα ἐδῶ βέβαια νοεῖται γενικὰ τὸ νοικοκυριό, ἀλλὰ ἰδιαιτέρα ἡ τέχνη τῆς ὑφαντικῆς, ποὺ εἶναι καὶ τὸ σπουδαιότερο ἀπὸ τὰ γυναικεῖα ἔργα.
Γνωστὸς εἶναι ἐπίσης ὁ μύθος τῆς Ἀράχνης, τῆς κόρης τοῦ Ἴδμονος, ποὺ διδάχτηκε ἀπὸ τὴν Ἀθηνᾶ, ἀλλὰ ἡ ὑφάντρα Ἀράχνη ὄχι μόνο τὴν ξεπέρασε ἀλλὰ ἦταν ἀπόλυτα γνώστης τῆς ὑπεροχῆς της, ἀμφισβητώντας τη, διαπράττοντας ἔτσι ὕβρη ἔναντι τῆς θεᾶς. Ὕβρη γιὰ τὴν ὁποία τιμωρήθηκε σκληρὰ ἀπὸ τὴ θεά. Εἶναι ὅμως πολὺ φυσικό, ἡ Ἀθηνᾶ, ποὺ συγκέντρωνε πολλὲς ἰδιότητες, στὸν κάθε συγγραφέα νὰ τονίζονται οἱ ἰδιότητες ποὺ τὸν ἐνδιέφεραν περισσότερο στὸ ἔργο του. Ἔτσι, στὸ ἡρωικὸ ἔπος τῆς Ἰλιάδας ἐξαίρεται ἡ Πρόμαχος Ἀθηνᾶ, ἡ Σωτήρας Ἀθηνᾶ στὴν Ὀδύσσεια, ἐνῶ στὸ διδακτικὸ ἔπος Ἔργα καὶ ἡμέραι τοῦ Ἡσιόδου ἐξαίρονται τὰ γνωρίσματα τῆς Ἀθηνᾶς Ἐργάνης.
Ἂν ψάξουμε γιὰ εἰκόνες καὶ σχέσεις στὴ μυθολογία μας, θὰ δοῦμε ὅτι καὶ οἱ Μοῖρες, οὐσιαστικά, ὑφαίνουν τὶς τύχες τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ὄχι μόνο μεταφορικά, μιὰ καὶ ἂν προσέξουμε τὰ ὀνόματά τους, θὰ δοῦμε πὼς ἔχουν σχέση μὲ τὴν τέχνη τῆς ὕφανσης, ἀφοῦ σχετίζονται μὲ τὶς τρεῖς βασικὲς κινήσεις τοῦ γνεσίματος. Κλωθώ, Ἄτροπος, Λάχεσις. Κλώθει, γεννάει, παράγει ἡ Κλωθώ· τυλίγει, συγκεντρώνει, στοιβάζει ἡ Ἄτροπος τὸ ἕτοιμο νῆμα στὸ ἀδράχτι, γιὰ νὰ τὸ κόψει αἴφνης ἡ Λάχεσις, ὁπότε αὐτὴ ὁρίζει κόβοντας ἔτσι τὸ νῆμα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καθορίζοντας οὐσιαστικὰ τὸ χρόνο ποὺ θὰ ζήσει ὁ κάθε θνητός. Στὴ γλώσσα τοῦ λαοῦ μας ἡ διαδικασία αὐτὴ εἶναι γνωστὴ ὡς μοίριασμα· οἱ Μοῖρες μοιραίνουν τὸν ἄνθρωπο. Γιὰ τὶς Μοῖρες ποὺ κλώθουν τὶς ἀνθρώπινες τύχες, ἔχουμε βέβαια τὴν ὑπέροχη ἀναφορὰ τοῦ Ὁμήρου.6
Ἀλλὰ καὶ στὴ Λυσιστράτη τοῦ Ἀριστοφάνη ἔχουμε μιὰ ἐξαιρετικὴ περιγραφὴ τῆς διαδικασίας ἐπεξεργασία τοῦ μαλλιοῦ ποὺ παρομοιάζεται μὲ τὴ διαδικασία ποὺ τὸ κράτος πρέπει νὰ κάνει γιὰ νὰ καθαριστεῖ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τὸ λυμαίνονται. «Ὅπως πλένουμε τὰ μαλλιὰ τῶν προβάτων, ἔτσι θὰ πλύνουμε τὶς βρομιὲς τοῦ κράτους, θὰ ἀπομακρύνουμε τοὺς κακοὺς κοπανώντας, θὰ μαζέψουμε ὅλους ὅσους ἔχουν κάτι νὰ προσφέρουν στὴν πόλη. εἴτε εἶναι ξένοι, εἴτε μέτοικοι, θὰ μαζέψουμε τὰ γνέματα σὲ μιὰ μεγάλη τουλούπα καὶ θὰ ὑφάνουμε μιὰ χλαίνη γιὰ τὸ δῆμο».7
Ὁ Παυσανίας,8 μᾶς ἀναφέρει ἕναν μύθο ποὺ ἄκουσε στὴν Ἤλιδα, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ὅταν κάποτε ἡ πόλη ἦρθε σὲ σύγκρουση μὲ τὴν γειτονικὴ Πίσα, μιὰ ὁμάδα δεκαέξι γυναικῶν ἀναλογιζόμενες τὰ δεινὰ ποὺ θὰ προκαλοῦσε μιὰ τέτοια σύρραξη, παρενέβη καὶ κατάφερε νὰ πετύχει εἰρήνη. Ἔκτοτε εἰς ἀνάμνηση τῆς λήξης τῶν ἐχθροπραξιῶν, οἱ νεαρὲς κοπέλλες ὕφαιναν κάθε τέσσερα χρονιά πρὸς τιμὴν τῆς θεᾶς Ἥρας ἕνα μανδύα.
Τέλος, ὁ Ἄγγλος περιηγητὴς Ρίτσαρντ Τσάντλερ (Richard Chandler, 1737-1810) ποὺ ἐπισκέφτηκε τὴν Ἑλλάδα τὸ 1770 ἐνδιαφερόμενος γιὰ τὰ ἀρχαῖα μνημεῖα της, στὸ χρονικὸ τῆς περιήγησής του, ἀναφερόμενος στὰ κορίτσια τῆς Χίου, γράφει: «Οἱ ὄμορφες Ἑλληνοποῦλες εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ ἐντυπωσιακὰ κοσμήματα τῆς Χίου. Πολλὲς ἀπὸ αὐτὲς κάθονταν στὶς πόρτες καὰ τὰ παράθυρα, στρίβοντας βαμβάκι ἥ μετάξι, ἥ καταπιάνονταν μὲ τὸ γνέσιμο καὶ τὴ ραπτική, καὶ μᾶς πλησίαζαν μοἰκειότητα καλωσορίζοντάς μας καθὼς περνούσαμε· ἡ ὅλη τους ἐμφάνιση ἦταν τόσο φανταστικὴ καὶ ζωηρὴ παρέχοντάς μας μεγάλη τέρψη».9



Ἡ ρόκα καὶ ἡ ἱστορία της
Ρόκα εἶναι ἡ ἀρχαία ἠλακάτη. Στὸ Ὁμηρικὸν λεξικὸν10 τοῦ Παναγῆ Λορετζάτου διαβάζουμε: Ἠλακάτη ἡ, (κατ' ἀφομοίωσιν ἐκ τοῦ ἠλεκάτη ὃ ἐκθέματός τινὸς ἔχοντος τὴν ἔνοιαν τοῦ κάμπτειν = ῥόκα. Ξύλον ραμβοειδὲς διχαλωτὸν ἢ κάλαμος εἰς τὸ ἄνω μέρος τοῦ ὁποίου ἔθετον μαλλὶ ἢ λινάρι ἵνά τὰ κλώσουν.
Στὴν Ἰλιάδα, στὴ συνάντηση Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης, καθὼς ἡ γυναίκα του τὸν παρακαλεῖ νὰ μὴν βγεῖ στὴ φονικὴ μάχη ἀλλὰ νὰ θυμᾶται πὼς ἔχει γυναίκα καὶ παιδὶ ποὺ θὰ μήνουν ἀπροστάτευτα ἂν αὐτὸς πάθει κάτι,ὁ  Ἕκτορας τῆς λέει:
«Ἀγαπητή, μὴ θέλεις
τόσο δι’ ἀμὲ νὰ θλίβεσαι, στοχάσου ὅτι στὸν Ἅδη
δὲν θὰ μὲ στείλει ἄνθρωπος ἡ ὥρα μου πρὶν φθάσει·
καὶ ἄνθρωπος ἄμα γεννηθεῖ, εἴτε γενναῖος εἶναι
εἴτε δειλός, δὲν δύναται τὴ μοίρα ν’ ἀποφύγει.
Ἀλλ’ ἄμε σπίτι, ἔχε στὸν νοῦν τὰ ἔργα τὰ δικά σου,
τὴν ἠλακάτην, τ’ ἀργαλειό, καὶ πρόσταζε τὲς κόρες
νὰ ἐργάζονται· στὸν πόλεμον θὰ καταγίνουν ὄλοι
οἱ ἄνδρες ποὺ ἐγεννήθησαν στὴν Τροίαν κι ἀγὼ πρῶτος».
Εἶπε καὶ πάλι ἐφόρεσε τὴν περικεφαλαίαν.11
Οὐσιαστικά, ὅταν ἀναφερόμαστε στὴ ρόκα τοῦ γνεσίματος, μιλᾶμε γιὰ ἕνα ραβδὶ ποὺ τὸ ἕνα ἄκρο του καταλήγει σὲ δύο κύκλους σὲ σχῆμα Φ μέσα στὸ ὁποῖο ἔμπαιναν καὶ συγκρατοῦνταν οἱ τουλοῦπες, δηλαδὴ τὸ ξασμένο-λαναρισμένο μαλλὶ ποὺ ἦταν γιὰ νέσιμο. Τὸ συνολικὸ μῆκος τῆς ρόκας κυμαίνεται ἀπὸ 70 ἕως 80 ἐκατοστά.
Στὴν ἰταλικὴ διάλεκτο τοῦ Piemonte τὸ λῆμμα roca ἔχει διφορούμενη σημασία μιὰ καὶ σημαίνει πρῶτον τὸ φρούριο ποὺ εἶναι χτισμένο σὲ ὑψηλὸ σημεῖο, καὶ δεύτερον τὸ ἐργαλεῖο τοῦ γνεσίματος ποὺ καὶ ἐμεῖς ὀνομάζουμε ρόκα.
Δὲν πρέπει ὅμως νὰ τὴν συγχέουμε μὲ τὸ φυτὸ ποὺ καὶ αὐτὸ στὰ ἑλληνικὰ γράφεται ὅπως ἡ ρόκα τοῦ γνεσίματος ἀλλὰ εἶναι ἕνα μονοετές, ποῶδες φυτό, καὶ ἀνήκει στὸ γένος ἔρουκα τῆς οἰκογένειας τῶν σταυρανθῶν.
Ὡς ρόκα βέβαια μποροῦσε νὰ χρησιμοποιηθεῖ καὶ μιὰ ἁπλὴ ξύλινη διχάλα ποὺ οὐσιαστικά ἦταν ἡ ρόκα στὴν ἁπλή της μορφή. Ἔχοντας ὅμως καὶ καλλιτεχνικὰ κριτήρια, ὁ λαός μας δὲν περιορίζονταν σὲ ἁπλὲς ρόκες, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς κατέληγαν νὰ φτιάχνουν περίτεχνες ρόκες, σκαλισμένες καὶ διακοσμημένες πάντα βέβαια μὲ τὸ χέρι.

 



Ντοκουμέντο μιᾶς ἐποχής τὰ δυὸ στιγμιότυπα ἀπὸ φὶλμ τοῦ 1937 ποὺ δείχνουν Νεστανιώτισσα νὰ γνέθει στὸ δρόμο μὲ τὴ ρόκα της.



Ἡ κατασκευὴ τῆς ρόκας
Ἡ ρόκα ἂν καὶ ἁπλὸ ἐργαλεῖο εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ νὰ φτιαχτεῖ τὸ νῆμα γιὰ τὸ ρουχισμὸ τοῦ σπιτιοῦ, καὶ δὲν ἄλλαξε στὴ μορφή της ἀλλὰ καὶ δὲν ἐγκαταλείφθηκε γιὰ χιλιετίες, παρὰ μόνο πρὶν ἀπὸ λίγα σχετικὰ χρόνια, ὅταν ἡ μαζικὴ βιομηχανικὴ παραγωγὴ ρούχων, εἴτε γιὰ σπιτικὴ εἴτε γιὰ ἀτομικὴ χρήση ἔκανε τὴν ἀμφάνισή της, παραγκωνίζοντας τὸν παραδοσιακὸ τρόπο δημιουργίας τους.
ἡ ρόκα κατασκευάζεται ἀπὸ τοὺς ροκάδες ποὺ ἔφτιαχναν ὄχι βέβαια μόνο ρόκες, ἀλλὰ καὶ μαγκοῦρες, καὶ γκλίτσες κ.ά. Τὸ ξύλο ποὺ διάλεγαν συνήθως ἦταν ξύλο ἔλατου ἢ λυγιᾶς ἢ ὁποίου δέντρου τὸ ξύλο εἶναι εὐλύγιστο. Διάλεγαν λοιπὸν τὸ ξύλο καὶ τὰ δυὸ κλωνάρια ποὺ ἐκφύονταν στὸν σταυρὸ γυρίζονταν μὲ προσοχή· πολλὲς φορὲς τὰ μαλάκωναν μὲ τὴ βοήθεια τῆς φωτιᾶς, ὅπως ἀκριβῶς ἔκαναν καὶ μὲ τὶς μαγκοῦρες. Τὰ κλωνάρια τοῦ σταυροῦ ἔπρεπε νὰ γυρίζουν καὶ νὰ πάρουν τὸ ἐπιθυμητὸ σχῆμα κύκλου, σχηματίζοντας Φ. Γιὰ νὰ γίνει αὐτὸ πολλὲς φορὲς τὰ ἔδεναν μὲ σύρμα καὶ τὰ ἄφηναν δεμένα γιὰ καιρό, ἕως ὅτου τὸ ξύλο ἀπολέσει τὰ φυσικά του ὑγρὰ καὶ ξεραθεῖ, ὁπότε ἔπαιρνε καὶ τὸ ἐπιθυμητό σχῆμα. Καὶ βέβαια, ὅπως προείπαμε, οἱ μερακλῆδες ὀμόρφαιναν τὴ ρόκα ὲε περίεργα κεντήματα καὶ σκαλίσματα. Δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς μάλιστα ποὺ ὑπέγραφαν σκαλίζοντας τὸ ὄνομά τους, προσθέτοντας καὶ τὴ χρονολογία.


Ἀκόμα ἕνα στιγμιότυπο ἀπὸ φὶλμ τοῦ 1937 ποὺ δείχνει Νεστανιώτισσα νὰ μαζεύει νῆμα ἀπὸ τὴν ἀνέμη της.


Τγνέσιμο
Τὸ γνέσιμο μὲ τὴ ρόκα εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια στάδια τῆς ὑφαντικῆς προεργασίας τοῦ μαλλιοῦ ἢ τοῦ λιναριοῦ προκειμένου ἡ τουλούπα νὰ μετατραπεῖ σὲ λεπτὸ νῆμα. Ἡ ρόκα στερεωνόταν στὴ ζώνη τῆς φούστας τῶν γυναικῶν ἢ τὴν κρατοῦσαν κάτω ἀπὸ τὴ μασχάλη τους. Τὸ ξασμένο (λαναρισμένο) μαλλὶ τοποθετοῦνταν στὴ διχάλα τῆς ρόκας, καὶ η γυναίκα μὲ ὑπομονὴ τραβοῦε λίγο-λίγο τὸ μαλλί ἀπὸ τὸ κάτω μέρος τῆς τουλούπας, τὸ ἔστριβε μὲ τὸν ἀντίχειρα καὶ τὸν δείκτη της γιὰ νὰ τὸ δώσει στὸ ἀδράχτι –ἄλλο ἀπαραίτητο ἐργαλεῖο– καὶ ἐν συνεχεία γύριζε δυνατὰ τὸ ἀδράχτι, ὅπως γυρίζουμε τὴ σβούρα, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ μαλλί νὰ περιστρέφεται καὶ νὰ μεταμορφώνεται σὲ λεπτὸ νῆμα ποὺ συγκεντρώνονταν πέριξ τοῦ ἀδραχτιοῦ. Τὸ ἀδράχτι περιστρέφονταν μὲ τὴ βοήθεια τοῦ σφοντυλιοῦ. Το σφονδύλι εἶναι ἕνας ἀνάποδος κῶνος μὲ τρύπα στὴ μέση στὴν οποία ἔμπαινε τὸ ἁδράχτι.
Ἐναλλακτικά, τὸ ἀδράχτι μποροῦσε νὰ μὴν ἔχει σφονδύλι. Ἔτσι ἡ βέργα τοῦ ἀδραχτιοῦ λεγόταν καὶ δρούγα, καὶ οὐσιαστικὰ ἦταν ἕνα μικρὸ λεπτὸ ραβδίὶ ποὺ ἔστριβε τὸ νῆμα μὲ τὴν περιστροφικὴ κίνηση τοῦ χεριοῦ πλέον. Ὅταν τὸ ἀδράχτι ἢ ἡ δρούγα γέμιζε, ἔβγαζαν τὸ νῆμα κάνοντάς το κουβάρια, προκειμένου νὰ συνεχίσουν τὸ γνέσιμο. Τὸ πάχος τοῦ νήματος καθορίζονταν ἀπὸ τὴ γυναίκα, ἀνάλογα τὸ τί ἤθελε. Ἔτσι, γιὰ χοντρὸ νῆμα ἔπιανε περισσότερο μαλλί, γιὰ λεπτὸ λιγότερο. Καὶ ἐδῶ ἔγκειται ἡ μαγεία τῆς γνέστρας ποὺ ἔπρεπε νὰ φτιάξει ἕνα λεπτοκαμωμένο ἰσόπαχο καὶ ὁμοιόμορφο νῆμα. Τὸ γνέσιμο, ὅπως καταλαβαίνει κανείς, ἦταν μιὰ χρονοβόρα διαδικασία.


Ἡλικιωμένες γυναῖκες ποὺ γνέθουν μὲ τὶς ρόκες τους.



Δημοτικὰ τραγούδια μὲ θεματικὴ γύρω ἀπὸ τὴ ρόκα

Τὸ γνέσιμο μποροῦσε νὰ γίνει ὁποιαδήποτε ὥρα τῆς ἡμέρας, μιὰ καὶ δὲν καθήλωνε τὴ γυναίκα, ἀφοῦ μποροῦσε νὰ γνέσει ὄρθια ἢ καθιστή, ἀκόμη καὶ νὰ περπατάει, ἐν ἀντίθεσῃ μὲ τὸν ἀργαλειό. Νὰ θυμηθούμε τὸ ὑπέροχο τραγούδι ποὺ πολὺ χαρακτηριστικὰ δηλώνει:
Τὸ κέντρισμα εἶναι γλέντημα
κ’ ἡ ρόκα εἶναι σεργιάνι
κι ὁ φιλντισένιος ἀργαλειὸς
εἶναι σκλαβιὰ μεγάλη.
Παρουσιάζουμε λοιπὸν ἐδῶ μιὰ ἐπιλογὴ ἀπὸ δημοτικὰ τραγούδια στὰ ὁποῖα γίνεται λόγος γιὰ τὴ ρόκα. Θεωρήσαμε ὀρθώτερο νὰ παρουσιάσουμε τὰ τραγούδια στὴν πλήρη μορφή τους, καὶ ὄχι μόνο τὸ στίχο τους ποὺ κάνει ἀναφορὰ στὴ ρόκα ἢ στὸ γνέσιμο, μιὰ καὶ θεωροῦμε ὅτι κάθε τραγούδι εἶναι ἕνα ἀκραιφνὲς δημιούργημα ποὺ δὲν πρέπει νὰ ἀκρωτηριάζεται· ἀλλὰ καὶ κύριος στόχος μας ἐδῶ εἶναι ἡ ἀνάγνωση τῆς ποίησης καὶ κάτ' ἐπέκταση ἡ γνώση καὶ βέβαια ἡ ἀπόλαυσή της. Στὸ τέλος κάθε τραγουδιού γίνεται ἀναλυτικὴ ἀναφορὰ στὴ συλλογὴ ἀπὸ τὴν ὁποία τὸ ἀντλήσαμε, καὶ ὅπου μᾶς ἦταν γνωστό— ἡ περιοχὴ ἀπ' ὅπου προέρχεται.
Παναγιώτης Καρώνης



 Λεπτομέρεια νεστανιώτικης ρόκας, ποὺ φέρει σκαλίσματα.


ΠΟΥ ΠΑΣ ΕΛΕΝΗ ΚΑΙ ΜΑΡΙΩ

- Ποῦ πᾶς Ἑλένη καὶ Μαριὼ τώρα τὸ βράδυ-βράδυ;
- Πάω στὴ θειά μου τὴ Γιαννού, πάω νὰ νυχτερέψω,
να πάρω και τη ρόκα μου να φτιάξω τα προικιά μου,
νὰ φτιάξω ζώνη τοῦ γαμπροῦ, ποδιά τῆς πεθερᾶς μου,
νὰ φτιάξω καὶ τοῦ πεθεροῦ ὁλόκληρη σερβέτα.1
Τὸ κέντησμα εἶναι γλέντισμα καὶ ἡ ρόκα εἶναι σεργιάνι,
κι ὁ φιλντισένιος ἀργαλειὸς εἶναι σκλαβιὰ μεγάλη.
1. Μαντίλα ποὺ οἱ ἄντρες βάζαν γύρω ἀπὸ τὸ λαιμό.

Παναγιώτης Καρώνης, Τραγούδια τῆς Νεστάνης, Ἐκδόσεις ΤΟ ΔΟΝΤΙ, Πάτρα, 2013. 




ΠΑΡΕ ΤΗ ΡΟΚΑ ΣΟΥ ΚΥΡΑ Μ'

Πάρε τὴ ρόκα σου, κυρά μ', κ' ἐγὼ τὸν ταμπουρᾶ μου,
πάμε δυὸ ὧρες στον ὀντᾶ μου,
νὰ εὀπεῖς καὶ σὺ νὰ εἰπῶ κ' ἐγὼ τὰ μυστικά μας λόγια,
ἄσπρη μου παχιὰ Τρυγόνα.
Τώρα ἡ ἀγάπη δὲ φελάει γιατὶ εἶναι καλοκαίρι,
παχουλό μου περιστέρι,
παρὰ τὸ σαρανάημερο, πέρα καὶ τὸ χειμῶνα,
ἄσπρη μου παχιὰ Τρυγόνα.
Ποὺ ζεύγ' ὁ νέος τὰ βόδια του καὶ κάνει τὸ ζευγάρι,
τὸ τριαντάφυλλο μὲ τ' ἄνθι
καὶ ἡ κόρη ποὺ τὸν ἀγαπάει ψωμί, νερὸ τοῦ πάει,
τὸ τριαντάφυλλο μὲ τ' ἄνθι.
Ἀφήνειὁο νιὸς τὰ βόιδια του καὶ πιάνουν τὰ παιχνίδια,
μαᾶρα μάτια, μαᾶρα φρύδια.


Μιχαὴλ Σ. Λελέκος, Δημοτικὴ Ἀνθολογία, ἐκ τῶν πιεστηρίων Νικολάου Ρουσοπούλου, ἐν Ἀθῆναις, 1868. 




ΒΛΑΧΟΥΛΑ ΕΡΟΒΟΛΑΓΕ
Βλαχούλα ν- ἐροβόλαγε ν- ἀπὸ ψηλὴ ραχούλα,
γειά σου Βλάχα μ' καὶ ξανθή, ἀπὸ ψηλὴ ραχούλα,
μὲ τὴ ροκούλα γνέθοντας τ' ἀδράχτι της γιομάτο,
κι ὁ Βλάχος τὴν καρτέραγε σ' ἕνα στενὸ σοκάκι.
- Βλάχα μ' τὰ ποὔθεν ἔρχεσαι τὰ ποὔθεν κατεβαίνεις;
- Ἀπὸ τὴ στάνη μ' ἔρχομαι στὸ σπίτι μου πααίνω.
- Βλαχούλα δὲν παντρεύεσαι τσοπάν' ἄντραν νὰ πάρεις;
- Δύνεσαι, ἄγνωρε, δύνεσαι ὅ,τι σοῦ πῶ νὰ κάνεις;
Νὰ φτιάσεις τ' ἁλώνάκι σου στὴ μέση τοῦ πελάγου
κι οὐδ' ἄχυρο νὰ μὴ βραχεῖ οὐδὲ σπειρὶ σιτάρι;
νὰ δεματίσεις καὶ τ' ἀβγὰ μ' ἕνα κλωνὶ μετάξι;


Ἀλέξανδρος Γ. Λαζάνης, Τὰ κατσάνικα δημοτικὰ τραγούδια, ἐκδόσεις Δωδώνη, Ἀθήνα 2012.



ΠΑΡΕ ΜΑΡΙΩ ΤΗ ΡΟΚΑ ΣΟΥ

Πάρε Μαριώ μ᾿ τὴ ρόκα σου,
ὤχ! κι ἔλα τὸ φράχτη-φράχτη,
βάσανα πώ ᾿χει ἡ ἀγάπη!
πάρε Μαριώ μ’ τὴ ρόκα σου
ὤχ! κι ἀγὼ τὸν ταμπουρᾶ μου,
βάσανα πώ ᾿χει ἡ καρδιά μου.
Πάρε Μαριώ μ᾿ τὴ ρόκα σου,
κι ἔλα τὸν τοῖχο τοῖχο,
ἄιντε χαλασιά σ' κι ἂν σὲ πετύχω.
Κι ἂν σὲ ρωτήσει ἡ μάνα σου
τί τό ᾿κανες τ᾿ ἄδράχτι,
βάσανα πώ ‘χει ἡ ἀγάπη!
- Μοῦ 'πεσε μέσα στὸ φράχτη
βάσανα πώ ‘χει ἡ ἀγάπη!
Δικό μας εἶναι τὸ πανὶ
δικό μας καὶ τὸ χτένι
ἄχ! καὶ ἡ κοπελλιά ποὺ ὑφαίνει.
Πηγή:
Τραγούδι ἀπὸ τὰ Δωδεκάνησα, ὁ ρυθμός του εἶναι 2/4. 



ΠΑΝΩ ΣΕ ΨΗΛΗ ΡΑΧΟΥΛΑ

Πάνω σ ψηλ ραχούλα,
κάθεται μι βλαχοπούλα
κα τ ρόκα της κρατάει,
πρόβατα κι’ ρνι φυλάει.
Τσοπανόπουλο π πέρα,
τραγουδάει μ τ φλογέρα,
τραγουδάει τ καημένο
μ παράπονο θλιμμένο.
Πηγή:
Τραγούδι π τν Ατωλοακαρνανία. Τ τραγούδι εναι συρτς χορς σ ρυθμ 8/8. 




ΣΟΥΕΙΠΑ ΠΕΤΑ ΑΥΤΗ ΤΗ ΡΟΚΑ

Σοὔειπα, πέτα αὐτὴ τὴ ρόκα, μὴν τὰ γνέθεις τά μαλλιά, κόρη τοῦ παπᾶ,
μὴν τὰ γνέθεις τὰ μαλλιά, διολόσπαρμα!
Σὲ παντρεύει ἡ (γι) ὀμοργφιά σου, τὰ σγουρά σου τὰ μαλλιά,
-κόρη τοῦ παπᾶ, διαολόσπαρμα!-

Θὰ τὰ γνέσω θὰ τὰ ὑφάνω θὰ τὰ φτιάξω φορεσιά,
πούστη κερατᾶ!
Θὰ τὰ φτιάξω φορεσιά, βρὲ τουρκόσπαρμα!
Νὰ τὴ βάλω νὰ περὰσω νὰ σοῦ κάψω τὴν καρδιά,
-γιὲ τοῦ καρατᾶ μπασταρδόπιασμα!-

Τί σοῦ κάνω καὶ μὲ βρίζεις, μὲ φωνάζεις καὶ φονιᾶ,
κόρη τοῦ παπᾶ;
-Μὲ φωνάζεις καὶ φονιᾶ, διαολόσπαρμα!-
Σοὔειπα πούστη μὴν περάσεις ἀπὸ τούτ' τὴ γειτονιά,
Ἐχ' ἀδέρφια καὶ ξαδέρφια, θὰ τὰ βάνεις σὲ μπελά,
βρὲ τουρκόσπαρμα!


Εἰρήνη Σπανδωνίδου, Τραγούδια τῆς Ἀγόριανης (Παρνασσοῦ), Ἐκδόσεις Πυρσός, Ἀθήνα 1939. 





ΔΙΣΤΙΧΟ

Ἔβγα στὸ παρεθύρι σου βαμβακερή μου ρόκα
ἐγώ 'μαι ὁ νιὸς ποὺ σ' ἀγαπᾶ κι ὅποιονε θέλεις ρώτα.

Νίκος Α. Πακτίκης, Κερκυραϊκὰ δημοτικὰ τραγούδια, Ἐκδόσεις Δωδώνη, Ἀθήνα 2005. 





ΠΕΡΑΣΑ ΑΠ' ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΣΟΥ

- Πέρασα ἀπ' τὴν πόρτα σου κι ἔγνεθες τὴ ρόκα σου
κ᾿ εἶδα τὸ χεράκι σου πού ‘στριβε τ’ ἀδράχτι σου.
Δαχτυλίδι ἐλάμπισε κ’ ἡ καρδιά μου ἐράγισε!
Μὴ σ᾿ ἀρρεβωνιάσανε; Μὴ σὲ καπαριάσανε;
Πές το μου, νὰ σκοτωθῶ, στὸ γκρεμνό νὰ γκρεμιστῶ!
- Δὲ μ’ ἀρρεβωνιάσανε, δὲ μὲ καπαριάσανε.
Ἔτσι τό 'χει τὸ χωριὸ δαχτυλίδι νὰ φορῶ
δαχτυλίδι νὰ φορῶ γιὰ τὸ νέο π᾿ ἀγαπῶ.
Δαχτυλίδι κι ἀρραβώνα κόρ' ἀνύπαντρη εἶσ᾿ ἀκόμα

Sotirios Chianis (Σωτήριος Τσιάνης), Folk songs of Mantineia, (Δημοτικὰ τραγούδια τῆς Μαντινείας), Berkeley/Los Angeles: University of California Press, 1965.




ΤΗ ΜΑΡΩ ΤΗ ΜΑΡΙΤΣΑ

Τὴ Μάρω τὴ Μαρίτσα τὴ λιγόημερη
δὲ μπορ' νὰ τὴ γελάσω καὶ μαραίνουμε
στὴ μάνα μου πηγαίνω κὶι προσκλαίγουμε
Μάνα νὰ μ' ὀρμινέψεις κι ἂς κριματευτεῖς
Γιούλι1 μ' νὰ σ' ὀρμηνεύσω2 κι ἂς κριμετευτῶ3
Γιὰ πᾶρε μιὰ ροκίτσα, βαμβακόροκα
καὶ ἄι στὸ φράχτη-φράχτη ψιλογνέθοντας
καὶ μίλα τῆς Μαρίτσας τῆς λιγόημερης
Ἔλα νὰ πᾶμε Μάρω ἐπάνω στὰ βουνὰ
νὰ μάσουμε λουλούδια καὶ τριαντάφυλλα.
Ἡ Μαρω τὰ μαζεύει, νυφούλα τὰ σκορπᾶ
Μὴ τὰ σκορπᾶςΜαρίτσα τ᾿ ἐνυχτώσαμε.

1. Υιέ μου, γιόκα μου.
2. Να σε συμβουλεύσω.
3. Να το έχω κρίμα, να αμαρτήσω.

Παναγιώτης Καρώνης, Τραγούδια τῆς Νεστάνης, Ἐκδόσεις ΤΟ ΔΟΝΤΙ, Πάτρα, 2013.  




Ο ΝΤΡΟΠΙΑΡΗΣ

Τρελλάθηκα μανούλα μου
γιὰ μιὰ γειτονοπούλα μου
πέντε χρόνια τὴν ἀγαπῶ
καὶ ντρέπουμε νὰ τῆς τὸ πῶ.
Σύρε μανά μου πέ της το.
- Μετά χαρᾶς σου γιόκα μου
Παίρνει τὴ ρόκα της καὶ πά'
βρίσκει τὴν κόρη καὶ κεντᾶ.
-Ὥρα καλή σου, λιγερή.
- Καλῶς τὴ μάνα τὴν καλή.
Κόρη μου ὁ γιός μου σ' ἀγαπᾶ
καὶ ντρέπεται νὰ σοῦ τὸ πῆ.
-Σὰ μ' ἀγαπᾶ καὶ ντρέπεται
στὴν πόρτα μου γιατ' ἔρχεται;
Πές του νὰ ἔρθει τὸ πορνὸ
κ' ἔχω δυὸ λόγια νὰ τοῦ πῶ.


Παῦλος Γνευτός, Τραγούδια δημοτικὰ τῆς Ρόδου, Ἐκδόσεις Νέα Ζωή, Ἀλεξάνδρεια, 1926. Ἀνατύπωση ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Πρίσμα, Ρόδος, 1980.




ΔΙΣΤΙΧΟ

παρε τὴ ροκούλα σου κ' ἔλα τὸ φράχτη, φράχτη,
κι ἄν σὲ ρωτήσει ἡ μάνα σου, πὲς ἔχασα τ' ἀδράχτι.

Arnold Passow, Τραγούδια ρωμαίικα, Λειψία 1860. Φωτοτυπικὴ ἐπανέκδοση, Χ. Τεγόπουλος - Ν. Νίκας, Ἀθήνα 1958.   




ΤΙ ΝΑ ΣΟΥ ΚΑΝΩ ΧΑΪΔΩ ΜΟΥ

Τί νὰ σοῦ κάνω Χάϊδω μου
τί νὰ σοῦ κάνω ὁ γέρος
ποὺ 'γὼ Χαϊδώ μ' ὁ μαῦρος γέρασα
κι ἐσὺ θέλεις παιχνίδα.
Θέλεις στην κούνια Χαϊδὼ μ' βάλε με
θέλεις στὴν σαρμανίτσα
καὶ μὲ τὸ πόδι σ’ Χάϊδω μ’ κούνα με
καὶ μὲ τὰ χέρια σ’ γνέσε
καὶ μὲ τὸ στόμα σ’ Χάϊδω μ’ τὸ γλυκό,
πές μας γλυκὰ τραγούδια.

Πηγή:
Τραγούδι σὲ ρυθμὸ τετράσημο (στὰ τρία), μὲ καταγωγή ἀπὸ τὴν Ἤπειρο. Τὸ τραγούδι συναντᾶται καὶ σὲ ρυθμὸ δίσημο (γρήγορο συρτὸ) στν περιοχὴ τῶν Γρεβενῶν.  




ΒΑΣΙΟ ΠΟΥ ΠΑΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Βάσιο ποὺ πᾶς στὴν ἐκκλησιὰ
Βάσιο π' ἀνάθεμά σε,
δὲν κάνεις τὸ σταυρό σου,
μόν' μπεζοβγαίνεις καὶ τηρᾶς,
Βάσιο καταραμένε,
τηρᾶς τὰ παλληκάρια.
Τὸ παλληκάρι τὸ καλὸ
Βάσιο π' ἀνάθεμά σε,
θέλ' ὄμορφη γυναίκα
νὰ ξέρει ρόκα κι ἀργαλειό,
νὰ ξέρει νὰ ὑφαίνει,
νὰ ὑφαίνει τὰ μεταξωτὰ
τ' ἀντρός της τὰ βελοῦδα.
Παρασκευὴ τὰ μύτωνε,
Σαββάτο τὰ ξυφαίνει,
τὴν Κυριακὴ τὰ φόρεσε
καὶ πάει στὸ πανηγύρι.
Κι ὅσοι ἄρχοντες τὴν εἴδανε,
οὗλοι τὰ φεσάκια γέρνουν
κι οὗλοι τὰ παραστραβεύουν.
Μά 'να μικρὸ ἀρχοντόπουλο
μάηδε τὸ φεσάκι γέρνει,
μάηδε τὸ παραστραβεύει.
Πέρνει καὶ πάει στὴ μάνα του
τὰ μάτια βουρκωμένα,
σὰ νὰ τό 'χανε δαρμένα
Καὶ ἡ μάνα του τὸ ρώταγε
κι μάνα του του λέει:
- Τ' ἔχεις, παιδάκι μου, ποὺ κλαῖς
καὶ βαρυαναστενάζεις;
- Γιὰ μιὰ κόρη (ν) ὁποὺ εἶδα ἐγὼ
ἐχθὲς στὸ πανηγύρι,
μάλαμα καὶ τζαβαΐρι.


Μιχαὴλ Σ. Λελέκος, Ἐπιδόρπιον, ἐκ τοῦ τυπογραφείου Ἀλεξάνδρου Παπαγεωργίου, ἐν Ἀθῆναις, 1888. 



Η ΡΟΚΑ

Βλέπετε παιδάκια μου,
τούτ' τὴ μέρα τὴ λαμπρὴ
γνέθω 'γὼ τὴ ρόκα μου
γνέθω 'γὼ καὶ ντένω σᾶς.
Ἕνα τσουβάλ, μπαλώματα
κι ἕνα τσουβάλι ράμματα.
Σεόνται, σειόνται οἱ ροῦμπες μου
σὰν τὰ πλατανόφυλλα
σὰν τὰ πλατανόφυλα
πέφτουν τὰ μπαλώματα
- Βλέπουμε μανούλα μου
τσάκνα στ ματάκια σου
τσάκνα στὰ μαὰκι σου
κούτσουρα στὴν πλάτη σου.
Πηγή: 
Θεόδωρος Νημᾶς, Δημοτικὰ τραγούδια τῆς Θεσσαλίας, Ἐκδόσεις Κυριακίδη Ἀφοὶ Α.Ε, 1990. (τραγούδι ἀπὸ τὸν Ἀμάραντο Καρδίτσας).



ΔΙΣΤΙΧΟ

Ἐσὺ ποὺ πᾶς ἀπάνου τὴν ρόκα γνέθοντας,
καρτέρει με καὶ μένα νὰ πάμε παίζοντας.

Παναγιώτης Καρώνης, Τραγούδια τῆς Νεστάνης, Ἐκδόσεις ΤΟ ΔΟΝΤΙ, Πάτρα, 2013. 



Τ' ΕΧΕΙΣ ΚΟΡΗ ΚΙ ΑΡΡΩΣΤΑΙΝΕΙΣ

Ὠρέ, τ' ἔχεις κόρη κι ἀρρωσταίνεις
κι ὅλο θέλεις τὸ γιατρό, δὲ βγαίνεις νὰ σὲ δῶ.
Ὠρὲ στό 'πα πέταξε τὴ ρόκα,
τί τα θέλεις τα προικιά, κόρη του παπά!
Τι τά θέλεις τὰ προικιά, θὰ ὲε κλέψω μιὰ βραδιά.
Ὦχ σὲ παντρεύει ἡ ὀμορφιά σου
τὰ σγουρά σου τὰ μαλλιά, κόρη τοῦ παπᾶ,
τὰ σγουρά σου τὰ μαλλιά, θὰ σὰ κλέψω μιὰ βραδιά.
Πηγή:
Ἀπὸ τὸ ἔνθετο τοῦ δίσκου ἀκτίνας, Τραγούδια ἀπὸ τὴν Αἴγινα, ἔκδοση τοῦ Μουσικοῦ Λαογραφικοῦ Ἀρχείου - Κέντρο Μικρασιατικῶν Σπουδῶν. Ἐπιμέλεια Μάρκος Φ. Δραγούμης, Ἀθήνα 1990.



ΜΟΥ ΕΙΠΑΝΕ ΝΑ ΠΑΝΤΡΕΥΘΩ

Μοῦ εἴπανε νὰ παντρευθῶ
δὲν ἠξέρω τί νὰ εἰπῶ,
μοῦ εἴπανε νὰ κάνω γάμο
δὲν ἠξέρω τί νὰ κάνω.
Μοῦ εἴπανε γιὰ νὰ καλέσω
δὲν ἠξέρω τί ν' ἀλέσω,
καὶ μοῦ δίνουν μιὰ κοντὴ
δὲν τὴν θέλω τὴν πομπή.
Μά 'γνεθε στὸ μήνα ἀδράχτι
καὶ στοὺς δυὸ ξεσφοντυλίδι.

Μιχαὴλ Σ. Λελέκος, Δημοτικὴ Ἀνθολογία, ἐκ τῶν πιεστηρίων Νικολάου Ρουσοπούλου, ἐν Ἀθῆναις 1968. 




ΤΩΡΑ ΕΙΝΑΙ ΜΑΗΣ Κ' ΑΝΟΙΞΗ

Τώρα Βλαχά μ', τώρα 'ναι Μάης κ' Ἄνοιξη
τώρα εἶναι καλοκαίρι
Βλάχα μου μὲ τὸ τσεμπέρι.
τώρα ἀγαπιόνται τὰ πουλιὰ
καὶ φιλιόνται τὰ τρυγόνια
καὶ συχνολαλοῦν τ' ἀηδόνια.
Τώρα ἀποφάσισα καὶ 'γὼ
γιὰ νὰ ἔβγω στὸ σεργιάνι
Βλάχα μου μὲ τὸ γιορντάνι.
Νὰ πάρω χίλια πρόβατα
μωρ' καὶ πεντακόσια γίδια
Βλάχα μου μὲ τὰ στολίδια.
Νὰ πᾶμε πάνω στὰ βουνὰ
γιὰ νὰ ρίξουμε τὴ στάνη
Βλάχα μου μὲ τὸ γιορντάνι.
Ἐσὺ θά 'χεις τὰ πρόβατα
μωρ' κ' ἐγὼ θά 'χω τὰ γίδια
Βλάχα μου μὲ τὰ στολίδια.
Θὰ τρῶμε γάλα τὸ πρωὶ
καὶ τυρὶ τὸ μεσημέρι
Βλάχα μου μὲ τὸ τσεμπέρι.
Θὰ πάρεις καὶ τὴ ρόκα σου,
γιὰ νὰ φτιάξεις τὰ προικιά σου,
γειά σου, Βλαχοπούλα μ' γειά σου. 

Καρώνης, ΠαναγιώτηςΤραγούδια τῆς Νεστάνης, Ἐκδόσεις ΤΟ ΔΟΝΤΙ, Πάτρα 2013.



ΧΗΡΑ ΚΑΘΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Χήρα κάθεται στὴν πόρτα,
καὶ μακροκλωνάει τὴ ρόκα.
Πέρασ' ἕνας πέρασ' ἄλλος
πέρασ' ἕνας ἐργολάβος.
- Χήρα θέλεις νά 'ρθω βράδυ;
βάλε στὸ λυχνάρι λάδι
κι ἀποκοίμησ' τὰ παιδιά σου
ἔξω ἀπὸ τὴν κάμαρά σου.
Καὶ ἐκείν' ἡ παλιοσκρόφα
τ' ἀποκοίμησε στὴν πόρτα.
Πάει ὁ νιὸς νὰ μπεῖ τὸ βράδυ,
τὰ πατάει στὸ κεφάλι.
Σκούζουν κλαῖνε τὰ καημένα,
τὰ κεφαλοπατημένα.
- Κλέφτες, μάνα, μας πατῆσαν
τὰ κεφάλια μας γυρίσαν.
- Κλέφτες εἶναι μὴν σκιαχτεῖτε
πέστε ν' ἀποκοιμηθεῖτε,
γρήγορα να ξεραθεῖτε.

Παναγιώτης Καρώνης, Πριάπεια & Σατυρικὰ - Δημοτικὰ Γαμοτράγουδα, Ἐκδόσεις ΤΟ ΔΟΝΤΙ, Πάτρα 2016.




ΔΙΣΤΙΧΟ

Κυρὰ πο κάθεσαι ψηλ καὶ γνέθεις τ λινάρι,
δώσ' μου καὶ μένα μι κλωνὰ νὰ κάνουμε ζευγάρι.

Παναγιώτης Καρώνης, Τραγούδια τῆς Νεστάνης, Ἐκδόσεις ΤΟ ΔΟΝΤΙ, Πάτρα 2013.  




ΣΕ ΤΟΥΤ' ΤΗΝ ΤΑΒΛΑ ΠΟΥΕΙΜΑΣΤΕ
Σὲ τούτ' τὴν τάβλα ποὔειμαστε, σὲ τοῦτο τὸ τραπέζι,
τρεῖς μαυρομάτες μᾶς κερνοῦν καὶ τρεῖς καλὲς φρεγάδες.
Ἡ μιὰ κερνάει τὸ γυαλὶ κι ἄλλη μὲ τὴν κούπα
κι ἡ τρίτη ἡ μικρότερη μὲ μαστραπᾶ γυαλένιο.
- Κέρνα μας Ροῦσσα μ' κέρνα μας, κέρνα ν-ὅσο νὰ φέξει
ὅσο νὰ σκάσ' Αὐγερινὸς νὰ πάει ἡ Πούλια γιόμα
νὰ βγοῦν οἱ τσούπρες γιὰ νερὸ στὴ βρύση γιὰ νὰ πάνε
μὲ τὴ ροκοῦλα γνέθοντας τὴ στάμνα φορτωμένη.

Ἀλέξανδρος Γ. Λαζάνης, Τὰ κατσάνικα δημοτικὰ τραγούδια, Ἐκδόσεις Δωδώνη, Ἀθήνα 2012.




ΚΑΛΟΤΥΧΟΣ ΚΑΛΟΜΟΙΡΟΣ

Καλότυχος καλόμοιρος ὅποιος μὲ πάρει ἐμένα,
Ἐγὼ τὴ ρόκα ἀγαπῶ καὶ τὸ κρασί δὲν πίνω.
Τσουκούλα πίνω τὴν αὐγή, τέσα τὸ μεσημέρι,
πάνω στὸ γέρμα τοῦ ἡλιοῦ στραγγίζω τὸ βαγένι,
καὶ ἂν μὲ ρωτήσεις γιὰ προικιὰ ἔφτιασα τρία μαντίλια.
Τό 'να τὸ δίνω τοῦ παπᾶ καὶ τ' ἄλλο τοῦ δεσπότη,
τὸ τρίτο τὸ καλύτερο τὸ ζώνω μοναχή μου,
καὶ ἂς ἔρθει ὁ Μάης ὁ καλὸς νὰ μπῶ γιὰ νὰ χορέψω,
γιὰ νὰ μὲ δοῦν ὅλες οἱ νιὲς κι ὅλα τὰ παλληκάρια.

Μιχαήλ Σ. Λελέκος, Δημοτικὴ Ἀνθολογία, ἐκ τῶν πιεστηρίων Νικολάου Ρουσοπούλου, ἐν Ἀθῆναις 1968. 



ΔΙΣΤΙΧΟ

Τὴ ρόκα καὶ τ' ἀδράχτια σου καινούργια θὰ στὰ πάρω
κι ἕνα ἡλιοβασίλεμα γυναίκα θὰ σὲ πάρω.

Γιάννης Β. Καρμπὴς  -  Παντελὴς Σ. Παπαστάθης, Ἡ Φλωριάδα καὶ τὰ τραγούδια της, Ἰδιωτικὴ Ἔκδοση, Ἀθήνα 1984. 




 
Ὅλα τὰ στάδια ἐπεξεργασίας τοῦ μαλλιοῦ, ἀπὸ τὴν πρώτη ὕλη, στὸ τελικὸ προϊόν, τὸ ὕφασμα. Μελανόμορφη ἀθηναϊκὴ λήκυθος, γύρω στὰ μέσα τοῦ 6ου αἰ. π.Χ. Νέα Ὑόρκη, Metropolitan Museum of Art.



ΚΑΙ Ο ΗΡΟΔΟΤΟΣ
Τελειώνουμε τοῦτο τὸ ἀφιέρωμά μας γιὰ τὴν ιστορία τῆς ρόκας του γνεσίματος μὲ ἕνα ἀπόσπασμα άπὸ τὸν Ἡρόδοτο.
Ὁ Ἡρόδοτος,12 λοιπόν, μᾶς ἀναφέρει ἕρνα πολὺ ἐνδιαφέρον περιστατικό, γιὰ μιὰ γυναίκα ποὺ πήγαινε νὰ πάρει νερὸ κρατώντας στάμνα πάνω στὸ κεφάλι της, τραβώντας ἄλογο ἀπὸ τὰ γκέμια, ποὺ τά ᾽χε περασμένα στὸ χέρι της, ἐνῶ παράλληλα ἔκλωθε λινάρι.
[5.12.1] Δαρεῖον δὲ συνήνεικε πρῆγμα τοιόνδε ἰδόμενον ἐπιθυμῆσαι ἐντείλασθαι Μεγαβάζῳ Παίονας ἑλόντα ἀνασπάστους ποιῆσαι ἐκ τῆς Εὐρώπης ἐς τὴν Ἀσίην· ἦν Πίγρης καὶ Μαστύης ἄνδρες Παίονες, οἳ ἐπείτε Δαρεῖος διέβη ἐς τὴν Ἀσίην, αὐτοὶ ἐθέλοντες Παιόνων τυραννεύειν ἀπικνέονται ἐς Σάρδις, ἅμα ἀγόμενοι ἀδελφεὴν μεγάλην τε καὶ εὐειδέα. [5.12.2] φυλάξαντες δὲ Δαρεῖον προκατιζόμενον ἐς τὸ προάστιον τὸ τῶν Λυδῶν ἐποίησαν τοιόνδε· σκευάσαντες τὴν ἀδελφεὴν ὡς εἶχον ἄριστα ἐπ᾽ ὕδωρ ἔπεμπον ἄγγος ἐπὶ τῇ κεφαλῇ ἔχουσαν καὶ ἐκ τοῦ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσαν καὶ κλώθουσαν λίνον. [5.12.3] ὡς δὲ παρεξήιε ἡ γυνή, ἐπιμελὲς τῷ Δαρείῳ ἐγένετο· οὔτε γὰρ Περσικὰ ἦν οὔτε Λύδια τὰ ποιεύμενα ἐκ τῆς γυναικός, οὔτε πρὸς τῶν ἐκ τῆς Ἀσίης οὐδαμῶν. ἐπιμελὲς δὲ ὥς οἱ ἐγένετο, τῶν δορυφόρων τινὰς πέμπει κελεύων φυλάξαι ὅ τι χρήσεται τῷ ἵππῳ ἡ γυνή. [5.12.4] οἱ μὲν δὴ ὄπισθε εἵποντο, ἡ δὲ ἐπείτε ἀπίκετο ἐπὶ τὸν ποταμόν, ἦρσε τὸν ἵππον, ἄρσασα δὲ καὶ τὸ ἄγγος τοῦ ὕδατος ἐμπλησαμένη τὴν αὐτὴν ὁδὸν παρεξήιε, φέρουσα τὸ ὕδωρ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς καὶ ἐπέλκουσα ἐκ τοῦ βραχίονος τὸν ἵππον καὶ στρέφουσα τὸν ἄτρακτον.[5.13.1] θωμάζων δὲ ὁ Δαρεῖος τά τε ἤκουσε ἐκ τῶν κατασκόπων καὶ τὰ αὐτὸς ὥρα, ἄγειν αὐτὴν ἐκέλευσε ἑωυτῷ ἐς ὄψιν. ὡς δὲ ἄχθη, παρῆσαν καὶ οἱ ἀδελφεοὶ αὐτῆς οὔ κῃ πρόσω σκοπιὴν ἔχοντες τούτων. εἰρωτῶντος δὲ τοῦ Δαρείου ὁποδαπὴ εἴη, ἔφασαν οἱ νεηνίσκοι εἶναι Παίονες καὶ ἐκείνην εἶναι σφέων ἀδελφεήν.
Καὶ σὲ μετάφραση:
[5.12.1] Κι ὅσο γιὰ τὸν Δαρεῖο, τοῦ συνέβη νὰ δεῖ ἕνα περιστατικὰ σὰν τὸ ἀκόλουθο καὶ νὰ τοῦ ἔρθει ἡ ἰδέα νὰ δώσει ἐντολὴ στὸν Μεγάβαζο νὰ κυριέψει τοὺς Παίονες καὶ νὰ τοὺς ἁρπάξει μὲ τὴ βία γιὰ νὰ τοὺς μεταφέρει ἀπὸ τὴν Εὐρώπη στὴν Ἀσία· ἦταν ὁ Πίγρης κι ὁ Μαστύης, Παίονες, πού, ὅταν ὁ Δαρεῖος πέρασε στὴν Ἀσία, θέλοντας νὰ γίνουν τύραννοι τῶν Παιόνων, πηγαίνουν στὶς Σάρδεις καὶ μαζί τους ἔφερναν μιὰ ἀδερφή τους ψηλὴ καὶ ὄμορφη. [5.12.2] Περίμεναν νά ᾽ρθει ἡ μέρα ποὺ ὁ Δαρεῖος καθόταν στὸ θρόνο του στὸ χῶρο ποὺ βρισκόταν μπροστὰ ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Λυδῶν κι ἔκαναν τὸ ἑξῆς: στόλισαν τὴν ἀδερφή τους ὅσο καλύτερα μποροῦσαν καὶ τὴν ἔστελναν νὰ πάρει νερὸ κρατώντας στάμνα πάνω στὸ κεφάλι της καὶ τραβώντας ἄλογο ἀπὸ τὰ γκέμια, ποὺ τά ᾽χε περασμένα στὸ χέρι της ποὺ ἔκλωθε λινάρι. [5.12.3] Καθὼς λοιπὸν ἡ γυναίκα περνοῦσε ἀπὸ κεῖ, κίνησε τὴν προσοχὴ τοῦ Δαρείου· γιατὶ δὲν ἦταν οὔτε περσικὰ οὔτε λυδικὰ οὔτε κανενὸς ἀσιατικοῦ λαοῦ τὰ καμώματα τῆς γυναίκας. Καί, καθὼς κίνησε τὴν προσοχή του, ὁ Δαρεῖος στέλνει μερικοὺς δορυφόρους του μὲ τὴ διαταγὴ νὰ παραφυλάξουν τί θὰ κάνει ὲε τ᾽ ἄλογο ἡ γυναίκα. [5.12.4] Αὐτοὶ λοιπὸν τὴν ἀκολούθησαν ἀπὸ ἀπόσταση, κι αὐτή, φτάνοντας στὸ ποτάμι, πότισε τὸ ἀλογο, κι ἀφοῦ τὸ πότισε καὶ γέμισε τὴ στάμνα νερό, πῆρε καὶ περνοῦσε τον ίδιο δρόμο, κουβαλώντας το νερό πάνω στο κεφάλι και τραβώντας μὲ τὰ γκέμια στὸ χέρι τὸ ἀλογο καὶ κλώθοντας μὰ τὸ ἀδράχτι. [5.13.1] Ἐντυπωσιάστηκε ὁ Δαρεῖος μ᾽ ὅσα ἄκουσε ἀπὸ τοὺς κατασκόπους καὶ μ᾽ ὅσα ἔβλεπε μὲ τὰ μάτια του νά ᾽χει μαζί της αὐτὴ καὶ διέταξε νὰ τὴ φέρουν μπροστά του. Καὶ μόλις τοῦ τὴν ἔφεραν, τ᾽ ἀδέρφια της ποὺ παραμόνευαν κάπου ἐκαῖ κοντά. Ρώτησε τότε ὁ Δαρεῖος ποιὰ εἶναι ἡ πατρίδα της, κι οἱ νεαροὶ εἶπαν ὅτι εἶναι Παίονες κι ἐκείνη εἶναι ἀδερφή τους.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΩΝΗΣ
Νεστάνη, Ἰούνης 2014  


Πηγὲς

1. Ὁμήρου, Ἰλιάς, Α 396-406.
2. Ἡσίοδος. Θεογονία 573. Έργα καὶ Ἡμεραι 72.
3. Ἡσίοδος. Θεογονία 573. Έργα καὶ Ἡμεραι 72.
4. Ἡσίοδος. Έργα καὶ Ἡμεραι 63-64.
5. Ὁμήρου, Ὀδύσσεια, Υ 72.
6. Ὁμήρου, Ἰλιάς, Υ 128, Ω 209.
7. Ἀριστοφάνους. Λυσιστρατη 574-581, μετάφραση Θ. Σταύρου.
8. Παυσανίας V. 16, 2.
9. Richard Clandler, Clay [ed], Travels in Asia Minor and Greece, London 1817.
10. Παναγὴ Λορεντζάτου, Ὁμηρικὸ λεξικό, Ἐκδόσεις Κακουλίδη, Ἀθήνα 1989.
11. Ὁμήρου, Ἰλιάς, Ζ 485-494, μετάφραση ΙἸακώβου Πολυλᾶ.
12. Ἡρόδοτος, Τερψιχόρη, 5.12.1 – 5.13.1.


© κειμένου: Παναγιώτης Καρώνης 2016, μὲ τὴν ἐπιφύλαξη κάθε δικαιώματος
Ἀπαγορεύεται ἡ ἀναδημοσίευση, ἢ ἀναπαραγωγή, ὁλική, μερικὴ ἢ περιληπτικὴ ἢ κατὰ παράφραση ἢ διασκευὴ καὶ ἀπόδοση τοῦ περιεχομένου τοῦ παρόντος ἄρθρου μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο, χωρὶς προηγούμενη συνεννόηση μὲ τὸν συγγραφέα του.



Ἀθηνᾶ Ἐργάνη

 
Ἀδράχτι καὶ σφοντύλι

Μικρὴ κοπέλλα ποὺ γνέθει μὲ τὴ ρόκα της.