Σάββατο 23 Απριλίου 2016

ΜΗΤΣΙΟ-ΓΡΑΤΣΟΣ, ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΝΕΡΑΪΔΟ ΤΗΣ ΝΕΣΤΑΝΗΣ





Μητσιο-Γράτσος. Ἀφιέρωμα στὸν Νέραϊδο τῆς Νεστάνης
(τοῦ Παναγιώτη Καρώνη)

Προλεγόμενα

Τὰ ἔθιμα καὶ οἱ παραδόσεις ἑνὸς τόπου δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους του. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι αὐτοὶ ποὺ τὰ διαφυλάττουν, τὰ κρατᾶνε στὴ μνήμη τους, ἀλλὰ κυρίως στὴν καρδιά τους καὶ τὰ ζωντανεύουν, τὰ τελοῦν, ἀκολουθώντας μιὰ προαιώνια παρόρμηση γιὰ γιορτές, ἱερουργίες, τελετές, δρώμενα, χορούς, πανηγύρια.

Μὲ τὴ Νεστανιώτικη βλαστολατρικὴ γιορτὴ τοῦ Ἅη-Γιώργη, ἕνα ἔθιμο οἱ ρίζες τοῦ ὁποίου χάνονται στὰ βάθη τῶν αἰώνων, ἀσχοληθήκαμε στὸ βιβλίο μας Ἡ ἱεροτελεστία τῆς ἄνοιξης, Χορὸς καὶ Πομπὴ τοῦ Ἅη-Γιώργη στὴ Νεστάνη Ἀρκαδίας (γιὰ περισσότερες πληροφορίες κλὶκ ἐδῶ). Σὲ ἕνα ἔθιμο, ὅπως τούτη ἡ ἀνοιξιάτικη ἱεροτελεστία τῶν Νεστανιωτῶν/τισσῶν, ὅπου σύσσωμοι οἱ κάτοικοι, χρόνια τώρα, ἀνηφορήζουν πρωὶ-πρωὶ στὸν βράχο τοῦ Γουλᾶ γιὰ νὰ νὰ σελινοστολίσουν τὶς ποιμενικές τους γκλίτσες καὶ νὰ συμμετέχουν ὡς θυρσοφόροι-βλαστοφόροι στὴν πομπὴ καὶ στὸν χορό του, δὲν εἶναι εὔκολο, καὶ κυρίως σκόπιμο, νὰ ξεχωρίσεις κάποιον. Ὅμως, ὡς γνωστόν, οἱ κανόνες ἔχουν καὶ τὶς ἐξαιρέσεις τους! Μιὰ τέτοια ἐξαίρεση ἀποτελεῖ καὶ ὁ Νέραϊδος.

Προσωνύμιο ἄκρως συμβολικὸ καὶ ταιριαστὸ γιὰ ἕναν Ἀρκάδα καὶ μάλιστα Νεστανιώτη. Γιὰ ἕναν ἄνθρωπο δηλαδὴ ποὺ μεγάλωσε μέσα στὴ φύση ὡς ἀναπόσπαστο κομμάτι της, παρέα μὲ τοὺς θρύλους καὶ τοὺς μύθους της: τὶς Νύμφες, τὶς Νεράιδες, τοὺς Σατύρους καὶ τοὺς Σιληνούς, ἀλλὰ πάνω ἀπ' ὅλα τὸν Πάνα, τὸν μεγάλο Ἀρκάδα θεό. Ἐξάλλου γιὰ τὸν Ἕλληνα, ὁ Πν εἶναι ὁ προστάτης τῶν ποιμένων, τῶν πηγῶν, τῶν κοπαδιῶν, τῶν δασῶν καὶ τῶν βοσκοτόπων. Καὶ ὁ Νέραϊδος, σὰν ποιμένας, δὲν θὰ μποροῦσε παρὰ νὰ εἶναι ὁ πιστὸς ἀκόλουθός του — γιὰ νὰ μὴν ποῦμε ἡ ἀπόλυτη προσωποποίησή του. «Ἐδῶ στὴν Πελοπόννησο γλυκὰ τὰ σήμαντρα χτυπᾶν, / λατρεύουνε τὸν Διόνυσο, θεός τους ὅμως εἶναι ὁ Πᾶν», γιὰ νὰ θυμηθοῦμε καὶ τὰ λόγια ἕνός ἄλλου μεγάλου Ἀρκάδα· τοῦ Νίκου Γκάτσου.

Θὰ προχωρήσουμε λοιπὸν σὲ ἕνα μικρὸ ἀφιέρωμα στὸν Νέραϊδο, τὸν ἄνθρωπο ποὺ γιὰ πολλὰ χρόνια ὑπῆρξε ἡ καρδιὰ καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ Ἅη-Γιώργη. Ἕνας μικρὸς φόρος τιμῆς στὸν ἄνθρωπο ποὺ συνδέθηκε μὲ τοῦτο τὸ δρώμενο ὡς ἄλλος Διόνυσος.




Δημήτριος Ἀρβανίτης ἢ Μητσιο-Γράτσος, γνωστὸς ὡς Νέραϊδος (1914-2010)

Ὁ Δημήτριος Ἀρβανίτης, —κατὰ κόσμον Μητσιο-Γράτσος κα γνωστς ς Νέραϊδος— γεννήθηκε στὴ Νεστάνη Ἀρκαδίας τὸ 1914. Οἱ γονεῖς του Γεώργιος καὶ Δήμητρα (τοῦ Γαβρίλη) ἦταν καὶ οἱ δυὸ Νεστανιῶτες. Ὁ Νέραϊδος ἦταν τὸ τρίτο παιδὶ τῆς οἰκογένειας τοῦ Γεωργίου Ἀρβανίτη καὶ εἶχε ἄλλα ἕξι ἀδέλφια: τὸν Θεόδωρο, ποὺ ἦταν ὁ πρωτοτόκος, τὸν Νικόλαο, —ἀκολούθησε ὁ Νέραιδος— καὶ στὴ συνέχεια ὁ Ἀθανάσιος, ἡ Ἑλένη καὶ τελευταῖος ὁ Γιάννης. Ὁ Νέραϊδος μεγάλωσε στὴ Νεστάνη ποὺ δὲν ἐγκατέλειψε ποτέ, ἀσχολούμενος μὲ τὴν κτηνοτροφία καὶ τὴ γεωργία. Γιὰ χρόνια διατηροῦσε τὴ στάνη του στὶς πλαγιὲς τοῦ Ἀρτεμισίου, — συγκεκριμένα στὴν περιοχὴ τῆς «Γούρνας», ἀνατολικὰ τοῦ βράχου τοῦ Γουλᾶ, ὅπου ὑπάρχει καὶ ἡ μώνυμη πηγή. Παντρεύτηκε τὴ Γεωργία, ἀλλὰ δὲν ἀπέχτησε ἀπογόνους. Νὰ ἀναφέρουμε ἐδῶ ὅτι ἡ γυναίκα του, ἦταν χωρὶς ἀμφιβολία, ἡ καλύτερη μοδίστρα στὴ Νεστάνη. Ἀκόμα καὶ σήμερα οἱ πουκαμίσες, οἱ μπόλκες (πόλκες) καὶ ὅ,τι ἄλλο ἔχει ραφτεῖ ἀπὸ τὰ χέρια της, ξεχωρίζει.

Ὁ Νέραϊδος, γνήσιο τέκνο τῆς ἀρκαδικῆς φύσης δὲν θὰ μποροῦσε παρὰ νὰ περάσει τὴ ζωή του ἀνάμεσά της. Ἀγέρωχος, εὐθυτενής, χιουμορίστας, μὲ συντροφιὰ πάντα τὴν γκλίτσα του, περιφερόταν σὲ βουνὰ καὶ πλαγιές, στὸν κάμπο καὶ στὸ χωριό, προκειμένου νὰ φέρει σὲ πέρας τὶς ἐργασίες τῆς κάθε μέρας.

Στὸ ἔθιμο τοῦ Ἅη-Γιώργη συμμετεῖχε ἀπὸ μικρὸ παιδί. Ἀργότερα, ὡς κορυφαῖος τῶν βλαστοφόρων χορευτῶν, «ἔφερε» πολλοὺς Ἅγιώρηδες, ὅπως χαρακτηριστικὰ λένε οἱ Νεστανιῶτες, φορώντας τὴν πλήρη παραδοσιακὴ στολὴ τοῦ χωριοῦ — καὶ πράγματι ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς τελευταίους ποὺ φόρεσαν ὅλα τὰ ἐξαρτήματα τῆς στολῆς καὶ μετεῖχαν στὸ ἔθιμο. Οἱ Νεστανιῶτες σήμερα, ὡς γνωστόν, φοροῦν τὴν πουκαμίσα πάνω ἀπὸ τὰ καθημερινά τους ροῦχα καὶ δὲν φέρουν ὅλη τὴν παραδοσιακὴ φορεσιά.

Δὲν στόλιζε —ὅπως συνηθίζουν οἱ μέτοχοι τῆς πομπῆς καὶ τοῦ χοροῦ τοῦ Ἅη-Γιώργη— μὲ ἀγριοσέλινα τὴν γκλίτσα του, καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ, κατ’ ἐμᾶς, ἕνα κομμάτι ποὺ πρέπει νὰ ἀναλυθεῖ καὶ νὰ δοθεῖ μιὰ κάποια ἑρμηνεία. Ὡς κορυφαῖος τῆς πομπῆς ὑπῆρξε ἐξαιρετικός. Πάντα εὔχαρις, μὲ τὰ ἀστεῖα του, τὶς χορευτικὲς κινήσεις του, ἐμπλούτιζε τὸ δρώμενο μὲ μιὰ θεατρικότητα. Τὰ τελευταῖα χρόνια φοροῦσε καὶ αὐτὸς τὴν παραδοσιακὴ πουκαμίσα τῶν Νεστανιωτῶν πάνω ἀπὸ τὰ ροῦχα του. Ἀπαραίτητο ἐξάρτημα ἡ τσιότρα του, ποὺ τὴν ἔφερε στὸν ὦμο, πάντα γεμάτη μὲ τὸ δῶρο τοῦ Διόνυσου· τὸ κρασί!

Νέραϊδος δὲν ἔλειψε ἀπὸ καμιὰ γιορτὴ καὶ πανηγύρι τοῦ χωριοῦ. Δὲν ξέρω πόσοι τὸν εἶχαν ἀκούσει νὰ τραγουδάει. Προσωπικά, εἶχα αὐτὴ τὴν τύχη ἀλλὰ καὶ τιμὴ νὰ τοῦ ζητήσω καὶ νὰ μοῦ τραγουδήσει. Τραγουδοῦσε ὑπέροχα, συνήθως τραγούδια γεμάτα παράπονο γιὰ τὴ ζωὴ ποὺ φεύγει τόσο γρήγορα. Δυστυχῶς, ἡ ἐποχὴ καὶ οἱ συνθῆκες ζωῆς ἦταν τέτοιες ποὺ δὲν διέθετα τὰ μέσα ἔτσι ὥστε νὰ τὸν ἔχω ἀποθανατίσει.

Ὁ Νέραϊδος ἔφυγε ἀπὸ τοῦτο τὸν κόσμο μιὰ μέρα τοῦ Ἰούλη τοῦ 2010. Τὰ τελευταῖα του χρόνια τὰ πέρασε σὲ οἶκο εὐγηρίας στὴν Τρίπολη. Οἱ συγχωριανοί του φρόντισαν γι’ αὐτὸν ἔτσι ὥστε μὲ μιὰ σεμνὴ τελετὴ ἡ γῆ τῆς Νεστάνης, ποὺ τόσο ἀγάπησε καὶ ποὺ γιὰ χρόνια μὲ μόχθο καλλιέργησε, νὰ τὸν δεχθεῖ στὴ στοργικὴ ἀγκαλιά της, ἐπαληθεύοντας τὸ τραγούδι: Τούτη γῆς ποὺ τὴν πατοῦμε / ὅλοι μέσα θὲ νὰ μποῦμε!

Θὰ ὁλοκληρώσω τὸ παρὸν ἀφιέρωμα μὲ τὴν τελευταία εἰκόνα ποὺ ἔχω ἀπὸ τὸν Νέραϊδο. Ἦταν ὁ Ἅη-Γιώργης τοῦ 2001, ὅταν πλησιάζοντας ἡ πομπὴ στὸ χωριό, ὁ Νέραϊδος, γέρος πιὰ καὶ ἀνήμπορος, μᾶς περίμενε καθισμένος σὲ μιὰ καρέκλα στὸ δεξιὰ ἄκρο τοῦ περιβόλου τῆς ἐκκλησίας. Ὅταν τὸν εἴδαμε, ἡ πομπὴ σταμάτησε μπρός του, κάναμε κύκλο καὶ τραγουδούσαμε γύρω του. Βούρκωσε καὶ ἀπὸ τὸ κλάμα δὲν μποροῦσε οὔτε νὰ μᾶς μιλήσει. Κουνοσε τὸ χέρι καὶ μᾶς χαιρετοῦσε, καθὼς τὰ δάκρυα κυλοῦσαν σὰν βρύσες στὸ πρόσωπό του. Ἡ πομπὴ συνέχισε καὶ κατεβαίνοντας τὰ σκαλιὰ τῆς ἐκκλησίας ἔστησε τὸν καθιερωμένο χορὸ στὸ χοροστάσι Ἁλώνι τοῦ Παπαγιάννη. Νέραïδος μᾶς κοιτοῦσε ἀπὸ τὸν περίβολο τῆς ἐκκλησίας, ἁλλὰ ὅλοι ἐμεῖς ξέραμε, ὅτι οὐσιαστικά, χόρευε καὶ αὐτὸς μαζί μας. Καὶ θὰ χορεύει γιὰ πάντα.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΩΝΗΣ

Νεστάνη, 4 Ἀπρίλη 2016





Τὸ φωτογραφικὸ ὑλικὸ τοῦ ἀφιερώματος στὸν Νέραϊδο ἔχει ἀντληθεῖ ἀπὸ τὸ προσωπικό μου ἀρχεῖο.


© κειμένου-φωτογραφιῶν: Παναγιώτης Καρώνης 2017, μὲ τὴν ἐπιφύλαξη κάθε νομίμου δικαιώματος.

Ἀπαγορεύεται ἡ ἀναδημοσίευση, ἢ ἀναπαραγωγή, ὁλική, μερικὴ ἢ περιληπτικὴ ἢ κατὰ παράφραση ἢ διασκευὴ καὶ ἀπόδοση τοῦ περιεχομένου τοῦ παρόντος ἄρθρου μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο, χωρὶς προηγούμενη συνεννόηση μὲ τὸν συγγραφέα του.

 

 
















 

















Τρίτη 19 Απριλίου 2016

Η ΓΚΛΙΤΣΑ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ




 


Η γκλίτσα και η ιστορία της
Στο λεξικό του Δημητράκου –το σημαντικότερο ίσως λεξικό που εκδόθηκε ποτέ για την ελληνική γλώσσα- διαβάζουμε ότι γκλίτσα ή αγκλίστα ή κλίτσα, είναι η ποιμενική ράβδος. Τα νεότερα λεξικά την ορίζουν ως το μπαστούνι του βοσκού ή γενικότερα μπαστούνι.
Η γκλίτσα έχει παρουσία πολλών αιώνων στον ελληνικό χώρο. Την συναντάμε από την αρχαιότητα με το όνομα αρχαία κορύνη ή ράβδος. Ο Αρκάδας θεός Πάνας, προστάτης των ποιμένων, των δασών, των πηγών και των βοσκοτόπων, παριστάνεται συνήθως να κρατά τον αυλό που ο ίδιος κατασκεύασε (αυλό του Πανός), σε σπάνιες περιπτώσεις τον συναντάμε να να φέρει γκλίτσα. Στα νεότερα χρόνια με την εμφάνιση και εξάπλωση του χριστιανισμού, τόσο ο Ιωάννης ο Πρόδρομος όσο και ο Χριστός παρουσιάζονται στην χριστιανική εικονογραφία -την αγιογραφία- να κρατάνε γκλίτσα, πράξη συμβολική που χαρακτηρίζει τον καλό ποιμενάρχη που θέλει να φέρει στον σωστό δρόμο τους ποιμένες. Το «σωστό» εδώ βέβαια πρέπει να εκθλιφθεί βάσει των αρχών του δόγματος της θρησκείας του χριστιανισμού, που πολύ διαφορετικό μπορεί να είναι από το «σωστό» μιας άλλης θρησκείας. Στη συνέχεια συναντάμε την γκλίτσα και μάλιστα με την σημερινή της μορφή τόσο επί εποχής Βυζαντίου όσο και επί τουρκοκρατίας.
Η χρήση της παραμένει η ίδια μια και χρησιμοποιείται κυρίως από τους ποιμένες, σαν μέσο στη καθοδήγηση των κοπαδιών, αλλά και για να συλλαμβάνει από μακριά το πισινό πόδι των αιγοπροβάτων. Η γκλίτσα βέβαια χρησιμοποιούνταν και σαν στήριγμα στα κακοτράχαλα μονοπάτια των απόκρημνων πλαγιών των βουνών μας, αλλά είχε και τη χρήση του στηρίγματος του σώματος στις ατελείωτες ώρες της ορθοστασίας. Όμως η γκλίτσα είχε πάντα και έναν άλλο σημαντικό ρόλο, αυτόν της προστασίας από επιθέσεις άγριων αλλά και ήμερων ζώων, όπως οι εξαγριωμένοι αδέσποτοι σκύλοι ή ακόμα και τα ερπετά. Επιπλέων, οι γκλίτσες χρησιμοποιούνταν από τους γέροντες και γενικά τα ηλικιωμένα άτομα ως καθημερινό υποστήριγμα στο βάδισμά τους.
Οι γκλίτσα των γερόντων λέγεται και «γεροντική», ενώ η γκλίτσα των τσοπάνηδων «τσοπάνικη». Η τσοπάνικη γλίτσα έχει το χαρακτηριστικό ότι είναι μεγαλύτερη –τόσο το κεφάλι όσο και το ραβδί- και πολλές φορές είναι μονοκόμματη, το κεφάλι δηλαδή, δεν ήταν πρόσθετο αλλά συνέχεια του ραβδιού που λυγίζονταν με καψάλισμα στη φωτιά. Επίσης το κεφάλι της τσοπάνικης γκλίτσας που συναντάτε και με τα ονόματα, λαγούσα, στροβολέγγα και στραφαγκούλα, σπάνια ήταν σκαλισμένο.
Στην γιορτή του Αη-Γιώργη στη Νεστάνη της Αρκαδίας, η γκλίτσα έχει μια ξεχωριστή χρήση, αφού είναι αυτή που στολίζεται με αγριοσέλινο και λουλούδια, πράξη συμβολική που μας παραπέμπει στο στεφάνωμα με σέλινο των νικητών στα Νέμεα, που διοργανώνονταν στην αρχαία Νεμέα προς τιμή του Δία. Η γκλίτσα αποτελεί στην πομπή του Αη-Γιώργη και στον χορό που ακολουθεί τούτη την ανοιξιάτικη ιεροτελεστία των Νεστανιοτών-τισσων, αναπόσπαστο κομμάτι της παραδοσιακής ενδυμασίας τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών, αν και οφείλουμε να αναφέρουμε ότι στις δεκαετίες του ’50, ’60, και ’70, οι γυναίκες -όπως μας μαρτυρεί πληθώρα φωτογραφιών- δεν κρατούσαν γκλίτσα, αλλά έφεραν τα αγριοσέλινα και τα λουλούδια στα χέρια τους. Ακόμα και στο χορό του Αη-Γιώργη στη Νεστάνη, η στολισμένη γκλίτσα κρατιέται από το αριστερό χέρι κάθε βλαστοφόρου χορευτή που μέσα του περνάει το δεξί χέρι του διπλανού του δίνοντας έτσι μια εξαιρετική γραφικότητα σε τούτο το χορό των Αρκάδων.
Η γκλίτσα κατασκευάζεται από το ξύλο μικρού κορμού κάποιου ανθεκτικού, καθαρού και σκληρού δέντρου, δηλαδή από μια βέργα. Το δέντρο από το οποίο επέλεγαν την βέργα ήταν η κρανιά αλλά και η κυδωνιά. Την κεφαλή, που έμπαινε στην τροχισμένη ή πελεκημένη λιανή κορφή της βέργας, όπου για μεγαλύτερη σιγουριά κ’ ασφάλεια την κάρφωναν με ένα διακριτικό καρφάκι, την επέλεγαν συνήθως από ξύλο ελιάς, κρανιάς, κέδρου, αγριομηλιάς, οξιάς, πυξάρι, σφενδόμι, αγριομηλιά, αγριοτριανταφυλιά, νεροπλάτανου κ. ά. Το ξύλο κόβεται συνήθως το χειμώνα όπου η κυκλοφορία των χυμών από τις ρίζες είναι περιορισμένη αν όχι μηδενική. Στη συνέχεια η βέργα ξεραίνονταν έτσι ώστε να απολέσει όλα τα υγρά της στοιχεία, έτσι ώστε να αποφύγουνε την ανεπιθύμητη πιθανότητα του σκεβρώματος. Σε περίπτωση που η ράβδος δεν ήταν απόλυτα ίσια επιχειρείτε αυτό δια καψαλίσματος σε φωτιά. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να διατηρείτε ένα σκούρο καφέ-μαύρο χρώμα στο ραβδί της γκλίτσας.
Οι διάφορες περίτεχνες διακοσμήσεις, οι σκαλισμένες μορφές και τα «κεντίδια» που γίνονται στην κεφαλή μιας γκλίτσας είχαν άμεση σχέση με την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκε ο φέρον την γκλίτσα. Απλή, λιτή και απέριττη για τα φτωχά στρώματα, με περίτεχνα σκαλίσματα και «κεντίδια» για τους εμπόρους, τους προύχοντες και τους μεγαλοτσελιγκάδες. Είναι ευνόητο ότι οι γκλίτσες αυτές ήταν ακριβότερες. Η εργασία της διακόσμησης του κεφαλιού της γκλίτσας γίνεται συνήθως με ένα μόνο εργαλείο το οποίο ονομάζεται «Κοπίδι» ή «Τρυπητάρι» που ουσιαστικά είναι ένα είδος σουγιά. Οι παραστάσεις που φέρει μια γκλίτσα είναι συνήθως ζωομορφικές: Δράκοντες, φίδια, άλογα, σκυλιά, τράγους, λύκους, λιοντάρια είναι μερικά από τα ζώα που επιλέγει ο τεχνίτης. Δεν είναι λίγες όμως οι περιπτώσει που συναντάμε και γκλίτσες με προσωπεία ανθρώπινα. Η ανθρώπινη δηλαδή μορφή έχει και αυτή θέση στην διακόσμηση της γκλίτσας.
Τέλος να αναφέρουμε ότι την γκλίτσα την συναντάμε και με τις άλλες ονομασίες που έχουν να κάνουν με τον τόπο και την περιοχή, αλλά και με τις διαφορετικές διακοσμήσεις: κλίτσα, αγκούλα, (δηλαδή αγκύλη), αγκουλίτσα, αγκλούτσα, κλούτσα, αγκούτσα, ράβδα, ραβδί, γιδόγκλιτσα, στροβολέγκα, ματσούκα, κατσούνα, τσαπούνικα, είναι μερικές από τις ονομασίες της γκλίτσας.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΩΝΗΣ
Νεστάνη Μάρτης 2016



© κειμένου κι φωτογραφιών με το λογότυπο του blog: Παναγιώτης Καρώνης 2017, μὲ τὴν ἐπιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματος.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, ή αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική η κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου του παρόντος άρθρου με οποιοδήποτε τρόπο, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με τον συγγραφέα του.



Σάτυροι και μαινάδα που κρατούν θύρσο. Ο θύρσος βέβαια δεν έχει σχέση με την γκλίτσα. Η στάση όμως του σώματος και ο τρόπος που τον φέρουν παραπέμπει σε σημερινές εικόνες των βοσκών που στηρίζονται στην γκλίτσα τους.



(Αρ), Βλαστοφόρος κρατά την σελινοστολισμένη γκλίτσα του στη γιορτή του Αη Γιώργη στη Νεστάνη Αρκαδίας.
(Δε), Σάτυρος, μέλος του Διονυσιακού θιάσου, κρατά θύρσο. Λεπτομέρεια αττικού ερυθρόμορφου αγγείου.  


Σελινοστολισμένη γκλίτσα στην βλαστολατρική γιορτή του Αη Γιώργη στη Νεστάνη Αρκαδίας

 
 
Βλαστοφόροι χορευτές κραδαίνουν τις σελινοστολισμένες γκλίτσες τους στην βλαστολατρική γιορτή του Αη Γιώργη στη Νεστάνη Αρκαδίας


 Στο χορό του Αη-Γιώργη στη Νεστάνη Αρκαδίας, η στολισμένη γκλίτσα κρατιέται από το αριστερό χέρι κάθε βλαστοφόρου χορευτή-τριας που μέσα του περνάει το δεξί χέρι του διπλανού του δίνοντας έτσι μια εξαιρετική γραφικότητα σε τούτο το χορό των Αρκάδων.


  Στο χορό του Αη-Γιώργη στη Νεστάνη Αρκαδίας, η στολισμένη γκλίτσα κρατιέται από το αριστερό χέρι κάθε βλαστοφόρου χορευτή-τριας που μέσα του περνάει το δεξί χέρι του διπλανού του δίνοντας έτσι μια εξαιρετική γραφικότητα σε τούτο το χορό των Αρκάδων.



Βλαστοφόροι με τις σελινοστολισμένες γκλίτσες του.


 Στολισμός γκλίτσας με αγριοσέλινο και λουλούδια στην βλαστολατρική γιορτή του Αη-Γιώργη στη Νεστάνη Αρκαδίας,


Ο Νέραϊδος (Δημήτριος Αρβανίτης), κορυφαίος για πολλά χρόνια της πομπής και του χορού του Αη-Γιώργη στη Νεστάνη Αρκαδίας, ντυμένος με την παραδοσιακή φορεσιά του χωριού που συνοδεύεται από την γκλίτσα.


 
Στις δεκαετίες του ’50, ’60, οι γυναίκες, φορείς της γονιμότητας, δεν κρατούσαν γκλίτσα, αλλά έφεραν τα αγριοσέλινα και τα λουλούδια στα χέρια τους.


Νέος που φέρει γκλίτσα, μέτοχος της πομπής και του χορού του Αη-Γιώργη στη Νεστάνη Αρκαδίας.


 
Βοσκός με τα πρόβατά του κάτω από την Ακρόπολη που φέρει γκλίτσα, (1903), φωτογραφία: Μπουασονά Φρέντ (Frederic Boissonnas, 1858-1946).


 
Βοσκοί στην κορυφή του Παρνασσού, (1903), φωτογραφία: Μπουασονά Φρέντ (Frederic Boissonnas, 1858-1946).


Φουστανελοφόροι με γκλίτσες. Φωτό από το αρχείο  του Λουκά Παπαλεξανδρή.


Βοσκός με την γκλίτσα του.


Βοσκοί με τις γκλίτσες τους.


Η γκλίτσα χρησιμοποιείτω και σαν στήριγμα.


(Αρ.) Ο Μοσχοφόρος, μαρμάρινο άγαλμα του 6ου αι π. Χ. Μουσείο Ακρόπολης.
(Δε) Τσοπάνης σε στάση μοσχοφόρου που φέρει γκλίτσα.


Βοσκός στην Αρκαδία που στηρίζεται στην γκλίτσα του, σε στάση αρχαίου αγγείου, 1937. Φωτογραφία: Χέρμπερτ Λιστ (Herbert List, 1903-1975).


Ο μικρός τσοπάνος παίζει φλογέρα, ζωγραφιά εποχής.


  
Απλές γκλίτσες σε πωλητήριο των Ιωαννίνων.