Πέμπτη 23 Απριλίου 2020

ΔΡΑΚΟΝΤΟΚΤΟΝΟΙ ΗΡΩΕΣ – ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ, ἀφιέρωμα





(1). (Ἀρ.) Ἐπιτύμβια στήλη τοῦ Δεξίλεῳ, 390 π.Χ, (λεπτομέρεια), Ἀθήνα, Μουσεῖο Καραμεικοῦ.
(Δε.) Ὁ ἅγιος Γεώργιος ὅπως ἀπεικονίζειται στὴ βυζαντινὴ ἁγιογραφία.


ΔΡΑΚΟΝΤΟΚΤΟΝΟΙ ΗΡΩΕΣ – ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ, ἀφιέρωμα
(τοῦ Παναγιώτη Καρώνη)

Προλεγόμενα
Ὁ ἅγιος Γεώργιος κατέχει ἀναντίρρητα μιὰ κορυφαία θέση μεταξὺ τῶν ἁγίων τῆς χριστιανοσύνης. Εἶναι ὁ ἅγιος, ποὺ σύμφωνα μὲ τὸν θρύλο, βοήθησε τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἔχουν πρόσβαση στὸ νερό, ἀπαλλάσσοντάς τους ἀπὸ τὸ φοβερὸ θηρίο τὸ ὁποῖο ἀπαιτοῦσε ἀνθώπινο φόρο αἵματος προκειμένου νὰ ἐπιτρέπει τὴν ἐλεύθερη ροή του, καὶ παράλληλα ἔσωσε τὴν πριγκιποπούλα ποὺ ὁ λαὸς εἶχε στείλει πρὸς βορρὰ τοῦ αἱμοδιψοῦς θηρίου, γιὰ ἐξευμενισμό του. Ἀλλὰ εἶναι καὶ ὁ Ἅγιος ποὺ συχνὰ ἐπικαλοῦνται οἱ σκλαβωμένοι Ἕλληνες νὰ τοὺς γλυτώσει ἀπὸ τὴν τουρκιὰ ποὺ τοὺς δυναστεύει, ἀφοῦ ὅπως λέει καὶ τὸ λατρευτικὸ τραγούδι ποὺ ἀκούγεται τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς του στὴ Νεστάνη:
Πολλὲς φορὲς μὲ γλύτωσες βρ' Ἁγιώρη,
καλὰ τὸ λέει τ' ἀηδόνι, ἀπ' τῶν Τουρκῶν τὰ χέρια
καὶ τούτην ὥρα γλύτωμε βρ' Ἁγιώρη,
καλὰ τὸ λέει τ' ἀηδόνι, μεγάλο τ' ὄνομά σου.
Καὶ συνεχίσει τάζοντας στὸν Ἅγιο ἂν τὸν βοηθήσει:
Θὰ φέρω λίτρες τὸ κερὶ βρ' Ἁγιώρη,
καλὰ τὸ λέει τ' αηδόνι κ' ἁμάξια τὸ λιβάνι
καὶ τὰ βουβαλοτόμαρα βρ' Ἁγιώρι
καλὰ τὸ λέει τ' ἀηδόνι νὰ κουβαλᾶν τὸ λάδι.
Νὰ φτιάξω τὴν Ἁγιὰ Σοφιὰ βρ' Ἁγιώρη,
καλὰ τὸ λέει τ' ἀηδόνι τὸ μέγα μοναστήρι,
νὰ βάλω μέσα καλογριὲς βρ' Ἁγιώρη
καλὰ τὸ λέει τ' ἀηδόνι κι ἀπέξω καλογέρους
καὶ αὐτὸ τὸ γέρο γούμενο βρ' Ἁγιώρη,
καλὰ  τὸ λέει τ᾿ ἀηδόνι νὰ τοὺς ξεμολογάει.
Πᾶμε λοιπὸν νὰ ἐρμηνεύσουμε τὴν ἀπεικόνηση τοῦ ἁγίου στὴν ὁρθόδοξη χριστιανικὴ εἰκονογραφία καθὼς καὶ τὴ σύνδεσή της μὲ τὴν ἑλληνικὴ Μυθολογία ἀπ᾿ ὅπου, ὅπως θὰ δοῦμε, ἀντλεῖ τὸ θέμα της. Ἀλλὰ πρῶτα ἅς περιγηγηθοῦμε στὸν μαγικὸ κόσμο τῶν ἡρώων τῆς Μυθολογίας μας.



(2). Ἀρ. Ἡ ἀναμέτρηση τοῦ Βελλεροφόντη μὲ τὴ Χίμαιρα. Ὁ ἥρωας καβάλα στὸν Πήγασο, τὸν φτερωτὸ ἵππο, ἐπιτίθεται μὲ τὸ δόρυ του ἐναντίον τοῦ τέρατος. Ἐρυθρόμορφη παράσταση σὲ πινάκιο ἀπὸ τὴν Κάτω Ἰταλία. Δεύτερο μισὸ τοῦ 4ου αἰ. π.Χ. Τάραντας, Ἀχαιολογικὸ Μουσεῖο.
Δε. Ὁ ἅγιος Γεώργιος καβάλα στὸ λευκό του ἄτι σκοτώνει τὸ θηρίο ποὺ κρατᾶ φυλακισμένο τὸ νερό. 


Δράκοι - Δρακοντοκτονίες στὴν Ἑλληνικὴ Μυθολογία
Ἡ λέξη δράκοςδράκοντας εἶναι ἑλληνική, (ἀρχ. ἑλληνικὴ δράκων),1 καὶ βέβαια δράκος εἶναι ἕνα ὑπεφυσικὸ ὄν ποὺ συνήθως ἔχει τὴ μορφὴ φιδιοῦ ἢ σαύρας. Σὲ ἀττικὴ κύλικα τοῦ 480-470 π.Χ. ποὺ βρίσκεται στὸ Μουσεῖο τοῦ Βατικανοῦ στὴ Ρώμη, παρατηροῦμε στὴν ἐρυθρόμορφη ζωγραφιά της τὴν Ἀθηνᾶ, πάνοπλη μὲ τὴ γλαύκα στὸ χέρι νὰ παρακολουθεῖ ἕναν δράκο ποὺ ἐξεμεῖ, κάτω ἀπὸ τὸ συμπονετικὸ βλέμμα τῆς θεᾶς, μισοπεθαμένο τὸν ἥρωα Ἰάσονα. Μάλιστα, ὅπως μᾶς παραδίδει ὁ μύθος, ὁ Ἰάσονας μὲ τὴ βοήθεια τῆς Μήδειας θὰ ἐξολοθρέψει αὐτὸν τὸν δράκο, ποὺ ἀκοίμητος φρουρός, φύλαγε στὴν Κολχίδα τὸ χρυσόμαλλο δέρας.
Στὴν Ἑλληνικὴ Μυθολογία δὲν εἶναι λίγοι οἱ ἥρωες ποὺ θανατώνουν τέρατα ποὺ προκαλοῦν καταστροφὲς καὶ ἀπαιτοῦν νὰ τοὺς δωθεῖ ἀνθρώπινος φόρος, προκειμένου νὰ σταματήσουν. Ἔτσι οἱ ἄνθρωποι ἀναγκάζονται —μετὰ συνήθως ἀπὸ χρησμὸ ἢ μὲ κλήρωση— νὰ βροῦν ἕνα ἐξιλαστήριο θύμα προκειμένου νὰ περιορίσουν τὸ κακό. Πάνω σὲ αὐτὸ τὸ μοτίβο κινεῖται καὶ ὁ ἄθλος τοῦ Θησέα ποὺ συμμετεῖχε στὴν ὁμάδα τῶν νέων ποὺ οἱ Ἀθηναῖοι ἔστελναν κάθε χρόνο ὡς φόρο αἵματος στὸν βασιλιὰ τῆς Κρήτης, τὸν Μίνωα, βορρὰ γιὰ τὸν Μινώταυρο· ἕνα τέρας μὲ σῶμα ἀνθρώπου καὶ κεφάλι ταύρου, ποὺ ὁ ἥρωας κατάφερε τελικὰ νὰ σκοτώσει.
Σύμφωνα μὲ τὴ Μυθολογία μας, ὁ Βελλεροφόντης σκότωσε τὴ Χίμαιρα, ἕνα ἄγριο τέρας μὲ κεφάλι λιονταριοῦ ποὺ ἀπὸ τὸ στόμα ἔβγαζε φλόγες, μὲ κορμὶ γίδας καὶ οὐρὰ ποὺ κατέληγε σὲ κεφάλι φιδιοῦ· ἦταν δὲ κόρη τοῦ Τυφώνα καὶ τῆς Ἔχιδνας. Τὸ τέρας αὐτὸ ταλαιπωροῦσε τοὺς κατοίκους τῆς Λυκίας κατασπαράζοντας τὰ ζῶα τους. Ὁ ἥρωας καβάλα στὸν Πήγασο, τὸ φτερωτὸ ἄτι του, ὑψώνεται στὸν ἀέρα καὶ ἀπὸ ψηλὰ σκοτώνει τὸ τέρας μὲ τὸ ἀκόντιό του.
Ὁ Ἀπόλλωνας σκοτώνει μιὰ δράκαινα ποὺ φυλάει τὸ νερὸ τῆς πηγῆς στοὺς Δελφούς —τῆς Κασταλίας ἢ τῆς Κασσότιδας. Ὁ ὄφις αὐτὸς λημέριαζε ἐκεῖ καὶ δὲν ἄφηνε τοὺς ἀνθρώπους νὰ πιοῦν. Ἀλλὰ καὶ σύμφωνα μὲ παραλλαγὴ τοῦ μύθου, γιατὶ εἶχε ἐμποδίσει τὴ μητέρα τοῦ θεοῦ, τὴ Λητώ, νὰ ἱδρύσει μαντεῖο στοὺς Δελφοὺς ἀφοῦ ὁ Πύθωνας, σὰν γιὸς τῆς Γῆς, γνώριζε πὼς ἡ Λυτὼ θὰ γεννοῦσε τὸν θεὸ ποὺ θὰ τοῦ ἔπαιρνε τὴν περιοχὴ καὶ τὸ μαντεῖο· ἔτσι τὴν κυνηγοῦσε μὲ σκοπὸ νὰ τὴ σκοτώσει. Στὸν Ὁμηρικὸ Ὕμνο στὸν Ἀπόλλωνα ἡ δράκαινα δὲν ἀναφέρεται μὲ κάποιο ὄνομα. Ἀργότερα τὴν εἶπαν Δελφύνα.2 ἢ Πύθωνα3 μετατρέποντάς την σὲ ἀρσενικοῦ γένους. Ἡ ὀνομασία Πύθωνας συσχετιζόταν μὲ τὴν Πυθώ, ἄλλο ὄνομα τῶν Δελφῶν καὶ τὸν Πύθιο Ἀπόλλωνα.4 Ὁ Ι.Θ. Κακριδὴς ἀνφερόμενος στὸ κατόρθωμα τοῦ θεοῦ γράφει: Ἡ δρακοντοκτονία καὶ γενικότερα ἡ τερατοκτονία ὡς δεῖγμα παλικαριᾶς τοῦ θεοῦ ἢ ἥρωα εἶναι θέμα ἀγαπητὸ στὴν παγκόσμια μυθολογία [...]. Ὁ φόνος τοῦ φιδιοῦ εἶναι ἕνα σταθερὸ στοιχεῖο στὴν ἀρετολογία τοῦ μεγάλου θεοῦ, αὐτὸ θὰ πεῖ, στὴν ἐξύμνηση τῶν ἀρετῶν του.5
Ὁ Νίκόλαος Πολίτης πιστεύει πὼς ὁ Ἀπόλλωνας ἔδωσε τὸ πρότυπο ἀπ᾿ ὅπου γεννήθηκαν ὅλοι οἱ ἄλλοι μύθοι γύρω ἀπὸ τὶς δρακοντοκτονίες θεῶν καὶ ἡρώων. Ἐπιπλέον, παραλληλίζει τὴν πάλη ἀνάμεσα στὸν δράκο καὶ στὸν θνητὸ ἢ θεὸ καὶ τὴν ἑρνημεύει ὡς πάλη ἀνάμεσα στὸ φῶς καὶ στὸ σκότος.6 Πραγματικά, ἡ νίκη καὶ ὁ θρίαμβος τοῦ θεοῦ τοῦ φωτὸς πάνω στὸ σκότος καὶ στὴν ἄγνοια, ποὺ συμβολίζει ὁ Πύθωνας ὡς γιὸς τῆς Μαύρης, σκοτεινῆς Γῆς, ἐπισημαίνεται μὲ τὴν ἵδρυση τοῦ μαντείου, τοῦ ἱεροῦ μνημείου ποὺ ἀπαλλάσσει τοὺς θνητοὺς ἀπὸ τὴν ἄγνοια, δίνοντάς τους πληροφορίες καὶ συμβουλὲς γιὰ τὰ μελλούμενα.
Ἀλλὰ καὶ ὁ πιὸ γνωστὸς ἥρωας τῆς Μυθολογίας μας, ὁ Ἡρακλῆς, ἔσωσε τὴν Τρωαδίτισσα Ἡσιόνη ἀπὸ τὸ τρομερὸ κῆτος πού, σταλμένο ἀπὸ τὸν Ποσειδώνα γιὰ τιμωρία τοῦ βασιλιᾶ Λαομέδοντα, κατασπάραζε ζῶα καὶ ἀνθρώπους, μέχρι ποὺ κληρώθηκε γιὰ θύμα του ἡ κόρη τοῦ βασιλιᾶ, ἡ Ἡσιόνη, καὶ ὁ Ἡρακλῆς τὴν γλύτωσε, θανατώνοντάς το. Ἀλλὰ ὁ Ἡρακλῆς πρόσφερε σπουδαῖες ὑπηρεσίες καὶ στοὺς κατοίκους τῆς Ἀργολίδας ἐξολοθρεύοντας τὴ Λερναία Ὕδρα. Ἡ Λερναία Ὕδρα ἐμφανίστηκε στὴν περιοχὴ τοῦ Ἄργους, κοντὰ στὴ λίμνη Λέρνα —ἀπ᾿ ὅπου πῆρε καὶ τὸ ὄνομά της— καὶ εἶχε τὴ φωλιά της πάνω σὲ ἕνα λόφο, δίπλα στὴ λίμνη, στὴν πηγὴ Ἀμυμώνη ποὺ τὴ σκίαζε ἕνα ὡραῖος πλάτανος· τὴν τρομερὴ καὶ ἀποκρουστικὴ ὕδρα (νεροφίδα) μὲ τὰ ἐννέα κεφάλια ποὺ ξερνοῦσαν φωτιὰ καίγοντας τὰ πάντα στὸ πέρασμά της, καὶ ἡ ἀνάσα της ἔβγαζε δηλητήριο, θανάτωσε ὁ Ἡρακλῆς σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἄθλους του μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἰολάου.
Ὁ Περσέας, γιὸς τοῦ Δία καὶ τῆς Δανάης, σταλμένος ἀπὸ τὸν Πολυδέκτη σκότωσε τὶς Γοργόνες. Οἱ Γοργόνες ἦταν τρεῖς ἀδερφάδες, ἡ Σθεννώ, ἡ Εὐρυάλλη καὶ ἡ Μέδουσα, ὅλες κόρες τοῦ Φόρκυ καὶ τῆς Κυτῶς. Ἀπὸ τὶς τρεῖς μόνο ἡ Μεδουσα ἦταν θνητὴ ἀλλὰ καὶ αὐτὴ γιὰ νὰ τὴ θανατώσει κανεὶς ἔπρεπε νὰ τὴ χτυπήσει τὴν ὥρα ποὺ κοιμόταν χωρὶς νὰ τὴν κοιτάξει. Ὅποιος μάλιστα τὴν ἔβλεπε στὸ πρόσωπο, μαρμάρωνε ἐπὶ τόπου! Τὰ σύνεργα γιὰ τὴν ἐξολοθρευση τῶν Γοργόνων τὰ παρεῖχαν στὸν Περσέα οἱ Νύμφες, ἀφοῦ μόνο αὐτὲς εἶχαν τὴν κίβισιν, τὸ μαγικὸ σακκὶ γιὰ νὰ βάλει μέσα τὸ κεφάλι τῆς Μέδουσας, κυρίως ὅμως τὴν κυνῆν, τὴ σκούφια ποὺ θὰ φοροῦσε ὥστε νὰ γίνει ἀόρατος ἀλλὰ καὶ τὰ φτερωτὰ πέδιλα γιὰ νὰ μὴν πατάει στὴ γῆ. Ὁ Περσέας, συνεπικουρούμενος ἀπὸ τὸν Ἑρμῆ καὶ τὴν Ἀθηνᾶ βρῆκε ἀρχικὰ τὶς Γραῖες, καὶ παίρνοντας τὸ μαναδικό τους δόντι καὶ μάτι ποὺ εἶχαν, τὶς ὑποχρέωσε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ τοῦ δείξουν τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὶς Νύμφες· δρόμο ποὺ μόνο αὐτὲς γνώριζαν. Ἔτσι βρῆκε τὶς Νὐμφες καὶ τὶς παρακάλεσε νὰ τοῦ δώσουν τὰ ἀπαραίτητα σύνεργα· τὰ πέδιλα, τὸ σάκκο καὶ τὴ σκούφια. Φτάνοντας στὰ λημέρια τῶν Γοργόνων τὶς βρῆκε νὰ κοιμοῦνται. Ἡ Ἀθηνᾶ τοῦ ἔδειξε τὴ μοναδικὴ θνητή, τὴ Μέδουσα. Ὁ Περσέας φόρεσε τὴ σκούφια καὶ τὰ πέδιλα, ὑψώθηκε στὸν ἀέρα ἀόρατος καὶ ὁ Ἑρμῆς τοῦ ἔβαλε στὸ χέρι τὴν ἄρπην, ἕνα διαμαντένιο δρεπάνι. Ἀπέφυγε νὰ κοιτάξει τὴ Μέδουσα, ἀλλὰ ἀκολουθώντας τὴ συμβουλὴ τῆς Ἀθηνᾶς τὴν εἶδε μέσα ἀπὸ τὴν ἀσπίδα, πάνω στὴ γυαλάδα τῆς ὁποίας καθρεφτίζονταν ἡ κοιμισμένη Μέδουσα. Χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ τὴν ἀποκεφάλισε βάζοντας μέσα στὸ σάκκο τὸ κεφάλι της. Ἀπὸ τὸ κομμένο κεφάλι της ξεπήδησε ὁ Πήγασος, τὸ φτερωτὸ ἄλογο, καὶ ἀπὸ τὶς σταγόνες τὸ αἷμα ποὺ ἔπεσαν στὴν Ἀφρικὴ γεννήθηκαν τὰ ἄγρια θηρία αὐτῆς τῆς ἠπείρου.
Ἀλλὰ ὁ Περσέας, φτάνοντας μὲ τὸ κεφάλι τῆς Μέδουσας στὸ σάκκο στὴν Αἰθιοπία, ἔπεσε πάνω σὲ ἕνα τρομερὸ θέαμα. Στὸ ἀκρογιάλι, μιὰ ὄμορφη κοπέλλα ἦταν δεμένη πάνω σὲ ἕνα βράχο. Ρωτώντας την τὸν λόγο ἔμαθε πὼς ἡ κόρη ἀνέμενε ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ ἕνα θαλάσσιο κῆτος προκειμένου νὰ τὴ φάει, ἀφοῦ ὁ χρησμὸς ποὺ πῆραν ἀπὸ τὸ μαντεῖο τοῦ Ἄμμωνος ἔλεγε πὼς πρέπει, γιὰ νὰ σταματήσει τὸ θαλάσσιο θηρίο νὰ σκορπάει τὸ κακό, νὰ τοῦ δώσουν γιὰ τροφὴ τὴν μοναχοκόρη τοῦ βασιλιᾶ, τὴν Ἀνδρομέδα. Τὸ θηρίο εἶχε στείλει ὁ Ποσειδώνας γιατὶ ἡ μητέρα τῆς Ἀνδρομέδας, Κασσιέπεια, εἶχε καυχηθεῖ πὼς ἡ κόρη της ἦταν ὀμορφότερη ἀπὸ ὅλες τὶς Νηρηίδες, κι ἐκεῖνες ἀγανακτισμένες ζήτησαν ἀπὸ τὸν θεὸ τῶν ὑδάτων νὰ τιμωρήσει τὴν ἀλαζονικὴ βασίλισσα.
Ὁ Περσέας ὑποσχέθηκε στὸν βασιλιὰ πὼς θὰ σκότωνε τὸ θηρίο ἀλλὰ ἐπιθυμοῦσε νὰ τοῦ δώσει τὴν ὅμορφη Ἀνρομέδα γιὰ γυναίκα του. Ὁ βασιλιὰς συμφώνησε, ἔτσι ὁ Περσέας φορώντας ξανὰ τὰ σύνεργα τῶν Νυμφῶν σκότωσε τὸ θαλάσσιο τέρας. Μιὰ ἐκδοχὴ τοῦ μύθου θέλει τὸν βασιλιά νὰ μὴν κράτησε τὸν λόγο του, ἔτσι ὁ Περσέας ἐμφανίστηκε στὴ βασιλικὴ αἴθουσα καὶ βγάζοντας ἀπὸ τὸ σάκκο τὸ κεφάλι τῆς Μέδουσας τοὺς μαρμάρωσε ὅλους καὶ ἔφυγε παρέα μὲ τὴν ἀγαπημένη του.


(3) Ἀρ. Ἐπιτύμβια στήλη τοῦ Δεξίλεῳ, 390 π.Χ, (λεπτομέρεια), Ἀθήνα, Μουσεῖο Καραμεικοῦ.
Δε. Λεπρομέρεια εἰκόνας τοῦ ἁγίου Γεωργίου.

Ὁ ἅγιος Γεώργιος
Καὶ ἐρχόμαστε στὸν πιὸ πολυτραγουδισμένο ἅγιο τῆς χριστιανοσύνης, τὸν Γεώργιο. Σύμφωνα μὲ τὸ θρύλο, ὁ ἅγιος προσέφερε σπουδαῖο ἔργο σκοτώνοντας τὸν δράκο ποὺ φύλαγε τὸ νερό, ζητώντας τίμημα κάθε φορὰ κάποιο θύμα, προκειμένου νὰ τὸ ἀφήνει νὰ ρέει ἐλεύθερο στοὺς κατοίκους. Ἀξίζει ὅμως νὰ παραθέσουμε τὸν θρύλο ὅπως μᾶς τὸν παραδίδει ὁ Νικόλαος Πολίτης:
Εἰς τινα μεγάλην πόλιν ἐφάνη ἓν θηρίον, ἐμφωλεύσαν εἰς τὴν πηγήν, ἀφ᾿ ἧς ὁλόκληρος πόλιν ὑδρεύετο· δὲν ἐπέτρεπε δὲ εἰς τοὺς κατοίκους νὰ ἀντλῶσιν ὕδωρ ἂν δὲ τῷ παρεῖχον πρὸς τροφὴν ἕνα ἢ δύο ἀνθρώπους. Μὴ δυμάμενοι οἱ κάτοικοι νὰ πράξωσιν ἄλλως ἔρριψαν κλήρους, ὅπως ἡ τύχη ὁρίσῃ τὴν βορὰν τοῦ θηρίου· ὁ κλῆρος ἔλαχε εἰς τὴν μονογενῆ θυγατέρα τοῦ βασιλέως ἣν τινα συνώδευσαν παρὰ τὰς ἱκεσίας τοῦ πατρός της μέχρι τῆς πηγῆς, ἔνθα προσέδεσαν αὐτὴν δι᾿ ἰσχυροτάτων ἁλύσεων. Ἐν ὦ δὲ ἡ κόρη δακρυρροοῦσα ἀνέμενε τὸν τρομερὸν θάνατον, ἐπεφάνη αἴφνης πρὸ αὐτῆς ὁ ἅγιος Γεώργιος, ἱππεύων ὡραῖον φαιὸν ἵππον καὶ φέρον σπάθην καὶ δόρυ· ἡ νεάνις τὸν παρακαλεῖ νὰ φύγῃ, ὅπως μὴ γίνῃ καὶ αὐτὸς θῦμα· ἄλλ᾿ ὁ ἥρως μένει καὶ ὅταν τὸ θηρίο ἀνέθορεν ἐκ τῆς πηγῆς χαῖρον ὅτι ἄφθονον εὕρισκε τροφήν, ὁ ἅγιος τὸ πληγώνει θανασίμως. Ἡ κόρη τότε τὸν παρακαλεῖ νὰ εἴπῃ τὸ ὀνομά του, ὅπως ὁ βασιλεὺς πατήρ της πλουσιοπαρόχως τὸν ἀνταμείψῃ, ὁ δὲ ἅγιος φανεροῦται εἰς αὐτὴν καὶ τὴν προτρέπει νὰ ἀνεγείρῃ μίαν ἐκκλησίαν, ἐν ἧ παρὰ τὸν Χριστὸν καὶ τὴν Παναγίαν νὰ εἰκονίσῃ καὶ «ἕνα καβαλλάρη ἀρματωμένον μὲ σπαθὶ καὶ μὲ χρυσὸ κοντάρι».7
Μὲ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν τρόπο θὰ εἰκονιστεῖ ὁ ἅγιος στὴ βυζαντινὴ εἰκονογραφία: καβαλάρης πάνω σὲ ἄσπρο ἄλογο φέρον σπαθὶ καὶ κοντάρι καὶ κάτω, μπρὸς στὰ πόδια τοῦ ἀλόγου ὁ τρομερὸς δράκος ποὺ ἀργοπεθαίνει καθὼς τὸ κοντάρι τοῦ ἁγίου τὸν πλήττει θανάσιμα.
Στὴν Ἑλλάδα ἡ εἰκόνα δὲν μᾶς εἶναι ἄγνωστη, μιὰ καὶ σὲ ἐρυθρόμορφο πινάκιο τοῦ 4ου π.Χ. αἰώνα ποὺ βρίσκεται στὸ Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο τοῦ Τάραντα, παρατηροῦμε τὸν Βελλεροφόντη καβάλα στὸν Πήγασο, νὰ ἐπιτίθεται μὲ δόρυ κατὰ τῆς Χίμαιρας ποὺ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὶς ὀπλὲς τοῦ φτερωτοῦ ἵππου. Ἀλλὰ τὴν ἴδια εἰκόνα παρατηρεῖ κανεὶς καὶ σὲ ἀνάγλυφο ποὺ βρέθηκε στὸν Κεραμεικὸ καὶ χρονολογεῖται στὸ 390 π.Χ. Τὸ ἀνάγλυφο ἀναπαριστᾶ τὸν Δεξίλεω ἕναν εἰκοσάχρονο Ἀθηναῖο ποὺ ἔπεσε —μαζὶ μὲ ἄλλους τέσσερις— καθὼς πολεμοῦσε σὰν ἱππέας σὲ μάχη μεταξὺ Ἀθηναίων καὶ Σπαρτιατῶν στὴν Κόρινθο τὸ 394 π.Χ. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Νικόλαος Γιαλούρης: Ὁ Δεξίλεως καβάλα στὸ ἄλογό του, ποὺ ὀρθώνεται ὀρμητικὰ ἐπάνω ἀπὸ τὸν πεσμένο ἐχθρό, ὑψώνει ἐναντίον του τὸ δόρυ, ποὺ σήμερα δὲν σώζεται. Ὁ ἄγνωστος δημιουργὸς τοῦ ἐξαίρετου αὐτοῦ ἀναγλύφου ἐμπνέεται ἀναμφίβολα ἀπὸ πρότυπα τῶν ὤριμων κλασικῶν χρόνων, τὰ ἐμπλουτίζει ὅμως μὲ καλλιτεχνικὰ στοιχεῖα τοῦ καιροῦ του [...].8
Τὶς ἴδιες ὁμοιότητες παρατηροῦμε καὶ στὸ σύμπλεγμα τῆς Πενθεσίλειας τοῦ δυτικοῦ ἀετώματος τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀσκληπιοῦ στὴν Ἐπίδαυρο, ποὺ ἀποδίδεται στὸν Τιμόθεο, καὶ σήμερα ἐκτίθεται στὸ Ἐθνικὸ Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο στὴν Ἀθήνα. Ἀλλὰ καὶ σὲ τρεῖς πλευρὲς ἀναγλυφης βάσεως ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία, ποὺ καὶ αὐτὲς βρίσκονται στὸ Ἐθνικὸ Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο στὴν Ἀθήνα, βλέπουμε πὼς εἰκονίζεται νεαρὸς ἔφιππος μὲ χλαμύδα καὶ πέτασο, ἕτοιμος νὰ διαπεράσει μὲ τὸ ἀκόντιό του τὸν πεσμένο ἀντίπαλό του, ποὺ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὶς ὀπλὲς τοῦ ἵππου, καὶ μάταια, μὲ τὴν ἀσπίδα στὸ ἕνα του χέρι καὶ τὸ ξίφος στὸ ἄλλο, προσπαθεῖ νὰ προστατευτεῖ. Ἐπίσης σὲ ἐπιτύμβιο μνημεῖο ποὺ ἔστισαν οἱ Ἀθηναῖοι μετὰ τὴ μάχη τῆς Κορωνείας τὸ 394 π.Χ. προκειμένου νὰ τιμήσουν τοὺς πεσόντες, σὲ μία ἀνάγλυφη πλάκα μὲ παράσταση μάχης ποὺ μᾶς σώθηκε καὶ βρίσκεται καὶ αὐτὴ στὸ Ἐθνικὸ Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο στὴν Ἀθήνα, παρατηροῦμε δύο πολεμιστές —ὁ ἕνας ἔφιππος καὶ ὁ ἄλλος πεζός— νὰ ἔχουν καταβάλλει τὸν ἀντίπαλό τους ποὺ βρίσκεται πεσμένος στὴ γῆ. Στὶς παραπάνω ἀνάγλυφες πλάκες τόσο ἡ ἀπεικόνηση τοῦ ἵππου ὅσο καὶ ἡ στάση τοῦ ἔφιππου πολεμιστῆ θυμίζουν ἔντονα τὶς ἀναπαραστάσεις τοῦ ἁγίου Γεωργίου στὴ βυζαντινὴ εἰκονογραφία.
Παρόμοιους μύθους ὅπου ὁ ἥρωας παλεύει καὶ θανατώνει τὸ αἱμοδιψὴ θηρίο, ἐλευθερώνοντας τὸ ὑποψήφιο θύμα του καὶ ἀπαλλάσσοντας τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸν φόρο τοῦ αἵματος, ἀπαντάει κανεὶς σὲ πολλοὺς λαούς.9
Ἀλλὰ οἱ θρύλοι καὶ οἱ μύθοι γύρω ἀπὸ τὸ πολύτιμο ὕδωρ δὲν ἔχουν τελειωμό, μιὰ καὶ ἡ φαντασία τοῦ ἀνθρώπου ἔπλασε ὑπερφυσικοὺς φύλακες τῶν νερῶν, φτερωτοὺς δράκους, δαίμονες, κήτη, τέρατα καὶ φίδια ποὺ τὸ φυλᾶνε καὶ τὸ παρέχουν ἔναντι ἀνταλλάγματος.
Κλείνουμε θυμίζοντας τὸ ἔργο ποὺ συχνὰ - πυκνὰ παίζεται στὸ θέατρο σκιῶν καὶ θέλει αὐτὴ τὴ φορὰ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο νὰ σκοτώνει τὸ φίδι ποὺ φυλάει τὸ νερὸ καὶ δὲν ἀφήνει τοὺς κατοίκους νὰ πιοῦν ἂν δὲν τοῦ δώσουν ἀνθρώπινο θύμα. Μιλᾶμε βέβαια γιὰ τὸ ἔργο, Ὁ Μεγαλέξανδρος καὶ ὁ κατηραμένος ὄφις.10

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΩΝΗΣ, ἀπὸ τὸ βιβλίο: Τὰ ὕδατα τῶν πηγῶν καὶ ἡ Φιλίππειος κρήνη τῆς Νεστάνης, Ἐκδόσεις «Τὸ Δόντι», Πάτρα 2019.


Σημειώσεις

1. Στη Λεξικό τους οἱ H. G. Liddell καὶ R. Scott ἀναφέρουν: δράκων [ἄ]. οντος, ὁ, (πιθ. ἐκ τοῦ δέρκομαι, δρᾶκεῖν, πρβλ. θηλ. δράκαινα)· — ὄφις περιγραφόμενος ὑπὸ τοῦ Ὀμήρου ὡς πελώριος τὸ μέγεθος, χρώματος ἐρυθροῦ ἢ ἀμαυροῦ (φοινήεις, δαφοινός,, κυάνεος), κατάστικτος (ἴρισσιν ἐοικότες), κατοικῶν εἰς τὰ ὄρη (ὀρέστερος), ἐντὸς ὀπῶν, (ἐλισσόμενος περὶ χειῇ), τρεφόμενος μὲ βότανας δηλητηριώδεις (βεβρεκὼς κακὰ φάρμακα)· ἐν Ἰλ. Λ 40, ἀναφέρεται τρικέφαλος. Ὁ Ὅμηρος φαίνεται μεταχειριζόμενος τὰς λέξεις δράκων καὶ ὄφις ἀδιαφόρως περὶ ὄφεως, Ἰλ. Β 200-208, Μ 201, 208 οὕτω καὶ Ἡσ. Θεογ. 322, 825, Πίνδ. 1. 60, Αἰσχύλ. Θήβ. 290, κτλ., ἐν ᾧ ὁ Ἡσ. Ἀσπ. 144 κἑξ. φαίνεται ὅτι ποιεῖται διάκρισις αὐτῶν. Φαίνεται δὲ ὅτι οὗτος ἦτο πράγματι ὸ Πύθων. (Henry G. Liddell - Robert Scott, Μέγα λεξικὸν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, μετ. Ξενοφώντας Π. Μόσχου, Ἐκδότης Ἰωάννης Σιδέρης, Ἀθήνα 1907).
2. Καλλίμαχος ἀποσπ. 88· Ἀπολλώνιος Ρόδιος 2, 706.
3. Παυσανίας II, 7, 7· Ἀπολλόδωρος 1, 22.
4. Πιθανὸν γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὴν ἐτοιμολογία ἀπὸ τὸ πύθομαι= σαπίζω. Ὅμως ἄλλοι, ὅπως ὁ Στράβων (9, 3, 5), ἐτοιμολογοῦν τὸ Πυθώ, Πυθία ἀπὸ τὸ ρῆμα πυνθάνομαι, δηλαδὴ ζητάω νὰ μάθω, ποὺ εἶναι μιὰ ὑπέροχη παρετυμολογία ποὺ σχετίζει τὸν τόπο μὲ τὸ ἔργο τοῦ μαντείου.
5. Ἑλληνικὴ Μυθολογία, τόμ. 2ος «Οἱ θεοί», ὑπὸ τὴν γενικὴ ἐποπτεία τοῦ Ι. Θ. Κακριδῆ, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1986, σελ. 150.
6. Εἶναι ἤδη παραδεδεγμένον ὑπὸ τῆς συγκριτικῆς μυθολογίας ὅτι ὁ Περσεύς, ὁ Ἡρακλῆς, ὁ Βελλεροφόντης, πρὸς οὒς ὁ ἅγιος Γεώργιος πολλὰς παρουσιάζει ὁμοιότητας, εἶναι θεότητες ἡλιακαί, οἱ δὲ φόνοι θηρίων παριστῶσιν τὴν ἐνέργειαν τοῦ φωτὸς διαλύοντος τὰ σκότη· τὴν ἰδέαν ταύτην ἐγκλείει προσέτι καὶ ὁ περὶ τοῦ φόνου τοῦ δράκοντος Πύθωνος ὑπὸ τοῦ Ἀπόλλωνος μῦθος, ἐξ οὖ ἴσως ἄπαντες οἱ λοιποὶ ἀπορρέουσιν. (Ν. Γ. Πολίτη, Λαογραφικὰ σύμμεικτα, τόμ. Α᾿, ἐκ τοῦ Τυπογραφείου Παρασκευᾶ Λεώνη, ἐν Ἀθῆναι 1920, σελ. 85).
7. Ν. Γ. Πολίτη, Λαογραφικὰ σύμμεικτα, τόμ. Α ̓, ἐκ τοῦ Τυπογραφείου Παρασκευᾶ Λεώνη, ἐν Ἀθήναι 1920, σελ. 82.
8. Ἑλληνικὴ τέχνη - Ἀρχαῖα γλυπτά. Ἐκδόσεις Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1994, σελ. 266.
9. Ὁ Νικόλαος Πολίτης, ἀναφέρει σχετικά: Ἐκτὸς τῶν χριστιανικῶν συναξαρίων ἀπαντῶμεν τὴν βάση τοῦ μύθου τούτου καὶ ἐν ταῖς μυθολογίες ὅλων σχεδὸν τῶν ἐθνῶν. Ἐν τῇ Μαχαβαράτα τῶν Ἰνδῶν, [...] ὁμοία εἶναι ἐν τῇ Ἔδδα τῶν ἀρχαίων Σκανδιναυῶν [...]. Ἀνευρίοσκομεν ἐπίσεις τοιούτους μύθους ἐν τοῖς παραμυθίοις τῶν Βλάχων καὶ τῶν Σέρβων καὶ πρὸ πάντων ἐν τοῖς ἡμετέροις [...]. (Ν. Γ. Πολίτη, Λαογραφικὰ σύμμεικτα, τόμ. Α᾿, ὅ.π., σελ. 84).
10. Ἡ πρώτη παράσταση τοῦ ἔργου πραγματοποιήθηκε τὸ 1900 ἀπὸ τὸν καραγκιοζοπαίχτη Δημήτρη Σαρδούνη, γνωστὸ ὡς Μίμαρο, ὁ ὁποῖος εἰσήγαγε καὶ τὴ φιγούρα τοῦ Μεγαλέξανδρου στὸ θέατρο σκιῶν. Ὁ Εὐγένιος Σπαθάρης, πρὶν τὸ 1950, θὰ ξαναγράψει τὴν ἱστορία προσθέτοντας καὶ δικά του στοιχεῖα.


Βασικὴ βιβλιογραφία

Γιαλούρης Νικόλαος, Ἑλληνικὴ τέχνη - Ἀρχαῖα γλυπτά, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1990.
Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, συλλογικό, τόμ. Α, Β, Γ1 - Γ2, Δ, Ε, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1990.
Decharme Paul, Ἑλληνικὴ Μυθολογία, μετ. Ἀντρέας Φραγκιᾶς, Ἐκδόσεις «Ἱστορικῶν Βιβλίων», Ἀθήνα χ.χ.ἔ.
Ἑλληνικὴ Μυθολογία, 5 τόμοι, ὑπὸ τὴν γενικὴ ἐποπτεία Ι.Θ. Κακριδῆ, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1986.
Graves Robert, Οἱ ἑλληνικοὶ μύθοι, 4 τόμ., μετ. Λεωνίδας Ζενάκος, Ἐκδόσεις Πλειᾶς-Ρούγκας, Ἀθήνα 1979.
Kerényi Károly, Ἡ Μυθολογία τῶν Ἑλλήνων, μετ. Δημ. Σταθόπουλος, Ἐκδόσεις Βιβλιοπωλεῖον τῆς «Ἑστίας», Ἀθήνα 1974.
Πολίτης Νικόλαος Γ., Λαογραφικὰ σύμμεικτα, τόμ. Α ̓, ἐκ τοῦ Τυπογραφείου Παρασκευᾶ Λεώνη, ἐν Ἀθήναι 1920.
Ρωμαῖος Κώστας, Τὸ ἀθάνατο νερό, Ἑλληνικὴ Λαογραφία, Σειρὰ ἀπὸ δώδεκα αὐτοτελεῖς τόμους, Ἀρ. 1, Ἀθήνα 1973. Ρωμαῖος Κώστας, Κοντὰ στὶς ρίζες. Ἐκδόσεις Βιβλιοπωλεῖον τῆς «Ἑστίας», Ἀθήνα 1980.


Copyright ©

© κειμένου: Παναγιώτης Καρώνης 2019, μὲ τὴν ἐπιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματος.
© φωτογραφιων:
(1): Wikimedia (κλὶκ ἐδῶ (3): Wikimedia (κλὶκ ἐδῶ).
(2), (4), (5), (6), (7), (8):  Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν.
(9): Παναγιώτης Kαρώνης.
οἱ εἰκόνες τοῦ ἁγίου Γεωργίου ἀντλήθηκαν ἀπὸ τὸ διαδίκτυο. 

Ἀπαγορεύεται ἡ ἀναδημοσίευση, ἢ ἀναπαραγωγή, ὁλική, μερικὴ ἢ περιληπτικὴ ἢ κατὰ παράφραση ἢ διασκευὴ καὶ ἀπόδοση τοῦ περιεχομένου τοῦ παρόντος ἄρθρου μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση μὲ τὸν συγγραφέα του.



  
(4). Ἐπιτύμβια στήλη τοῦ Δεξίλεῳ, 390 π.Χ. Ἀνάγλυφο ποὺ βρέθηκε στὸν Κεραμεικὸ καὶ ἀναπαριστᾶ τὸν Δεξίλεω ἕναν εἰκοσάχρονο Ἀθηναῖο ποὺ ἔπεσε —μαζὶ μὲ ἄλλους τέσσερις— καθὼς πολεμοῦσε σὰν ἱππέας σὲ μάχη μεταξὺ Ἀθηναίων καὶ Σπαρτιατῶν στὴν Κόρινθο τὸ 394 π.Χ. Ἀθήνα, Μουσεῖο Καραμεικοῦ.


 
 
(5). Ἀναγλυφη βάση ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία. Ὁ νεαρὸς ἔφιππος μὲ χλαμύδα καὶ πέτασο εἶναι ἕτοιμος νὰ διαπεράσει μὲ τὸ ἀκόντιό του τὸν πεσμένο ἀντίπαλό του, ποὺ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὶς ὀπλὲς τοῦ ἵππου, καὶ μάταια, προσπαθεῖ νὰ προστατευτεῖ. Ἀθήνα Ἐθνικὸ Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο.

(6). Ἀναγλυφη βάση ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία. Ὁ νεαρὸς ἔφιππος μὲ χλαμύδα καὶ πέτασο εἶναι ἕτοιμος νὰ διαπεράσει μὲ τὸ ἀκόντιό του τὸν πεσμένο ἀντίπαλό του, ποὺ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὶς ὀπλὲς τοῦ ἵππου, καὶ μάταια, μὲ τὴν ἀσπίδα στὸ ἕνα του χέρι καὶ τὸ ξίφος στὸ ἄλλο, προσπαθεῖ νὰ προστατευτεῖ. Ἀθήνα Ἐθνικὸ Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο.


(7). Ἀναγλυφη βάση ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία. Ὁ νεαρὸς ἔφιππος μὲ χλαμύδα καὶ πέτασο εἶναι ἕτοιμος νὰ διαπεράσει μὲ τὸ ἀκόντιό του τὸν πεσμένο ἀντίπαλό του, ποὺ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὶς ὀπλὲς τοῦ ἵππου, καὶ μάταια, μὲ τὴν ἀσπίδα στὸ ἕνα του χέρι καὶ τὸ ξίφος στὸ ἄλλο, προσπαθεῖ νὰ προστατευτεῖ. Ἀθήνα Ἐθνικὸ Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο.



 
(8). Τρεῖς πλευρὲς ἀναγλυφης βάσεως ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία. Ἀθήνα, Ἐθνικὸ Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο.


(9). Σύπλεγμα τῆς Πενθεσίλειας τοῦ δυτικοῦ ἀετώματος τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀσκληπιοῦ στὴν Ἐπίδαυρο, ποὺ ἀποδίδεται στὸν Τιμόθεο, περ. 375 π.Χ. Ἀθήνα, Ἐθνικὸ Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου