Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΝΕΣΤΑΝΗΣ - «Βγῆκα ψηλὰ στὰ διάσελα (Τριτσιμπίδας)»





ΒΓΗΚΑ ΨΗΛΑ ΣΤΑ ΔΙΑΣΕΛΑ
Βγῆκα ψηλὰ λέει, βγῆκα ψηλά,
βγῆκα ψηλὰ στὰ Διάσελα
γιὰ νὰ εἰδῶ τὸν Τριτσιμπίδα
πό 'χει ἀμπέλια καὶ σταφίδα.
Πό 'χει τὰ σπίτια τὰ ψηλὰ
τὰ παλκονάκια τρίπλεχτα,
καὶ τὸν λένε Τριτσιμπίδα
πό' χει ἀμπέλια καὶ σταφίδα.


Τὸ τραγούδι, εἶναι γνωστὸ σὰν τραγούδι «Τοῦ Τριτσιμπίδα», ἢ «Ἡ Μαριορὴ καὶ ὁ Τριτσιμπίδας», καὶ ἀναφέρεται στὸν γάμο τοῦ Τριτσιμπίδα καὶ τῆς Μαριορῆς ποὺ ἔγινε, πιθανότατα, τὸ 1845. Γιὰ τὴν ταυτότητα τῆς Μαριορῆς ὑπάρχουν καὶ εἶναι διαδεδομένες διάφορες παραδόσεις, καθὼς καὶ γιὰ τὸν πολυτραγουδισμένο της γάμο μὲ τὸν Τριτσιμπίδα. Ἐδῶ, θὰ περιοριστοῦμε νὰ ἀναφέρουμε τὴν ἐπικρατέστερη ποὺ λέει πὼς ἦταν κόρη εὐκατάστατου Τούρκου τῆς περιοχῆς τῆς Ἠλείας ποὺ ἐρωτεύτηκε σφόδρα τὸν ἐπίσης εὐκατάστατο Ἕλληνα Τριτσιμπίδα ἀπὸ τὸ χωριὸ Βαρβάσαινα τῆς Ἠλείας.
Τὴν παραπάνω παραλλαγή του, ποὺ περιορίζεται στὸν θαυμαστὸ τῶν ὑπαρχόντων τοῦ Τριτσιμπίδα, καταγράψαμε στὴν Νεστάνη Ἀρκαδίας.
Γιὰ περισσότερα παραπέμπω στὸ «Ἡ Λάστα καὶ τὰ μνημεῖα της» τοῦ Νικαλάου Ἰ. Λάσκαρη, ἐκ τοῦ τυπογραφείου τῆς «Αὐγῆς», ἐν Πύργω, 1902-1936. Στὸ «Ἡ Ηλεία καὶ τὸ δημοτικὸ τραγούδι», ἐκδόσεις Βιβλιοπανόραμα, Ἀμαλιάδα 2008, καθὼς καὶ στὸ «Δημοτικὰ τραγούδια τῆς Ἀρκαδίας», τοῦ Μπάμπη Μουρούτσου, Ἀθήνα 1999. Τὸ τραγούδι ὑπάρχει καὶ στὴν συλλογὴ τοῦ Σωτηρίου Τσιὰνη, «Δημοτικὰ τραγούδια ἀπὸ τὴ Βυτίνα Ἀρκαδίας», μουσικὴ συλλογὴ (1959), ἐπιστημονικὴ ἐπιμὲλεια Βασιλικὴ Ι. Χρυσανθοπούλου, Κοινωνικὸ καὶ Πολιτιστικὸ Ἵδρυμα Τρύφωνος Θαλασσινοῦ, Ἀθήνα 2013. Καὶ βέβαια τὸ τραγούδι μετράει πλῆθος ἠχογραφήσεών του ἀπὸ διάφορους τραγουδιστές, ποὺ κατὰ καιροὺς τὸ ἔχουν τραγουδήσει.
Ἂν καὶ τὸ τραγούδι στὸ «Ἡ Ἠλεία στὸ δημοτικὸ τραγούδι», παρουσιάζεται σὲ 18 -παρακαλῶ!- παραλλαγές, ἀντιγράφουμε ἐδῶ μὶα χαρακτηριστικὴ ἐκδοχή του:
Βγῆκα ψηλὰ στὰ διάσελα,
κι ἀπάνω στὴ Μπαρμπάσαινα.
Στῆς Μπραμπάσαινα τὸν κάμπο
Τριτσιμπίδας κάνει γάμο.
Ἡ Μαριορὴ παντρεύεται,
κι ὅλος ὁ κόσμος χαίρεται.
- Ποιόνε θὰ πάρεις Μαριορή;
- Τὸν Τριτσιπίδα ποὺν παιδί,
πού 'ν' παιδὶ καὶ παλληκάρι
καὶ βαρεῖ καὶ τὸ γιογκάρι.*
Πό' χει στοὺς κάμπους χτήματα,
στὴν Πάτρα καταστήματα.
Πό 'χει τὰ σπίτια τὰ ψηλά,
τὰ μπαλκονάκια ἁραδιαστά.


Σημειώσεις:
* γιογκάρι ἢ γιοκάρι: εἶδος ἔγχορδου μουσικοῦ ὀργάνου ποὺ μοιάζει μὲ ταμπουρᾶ καὶ ἔχει τρεῖς ἀστάλινες χορδές. Ἀπὸ τὸ «Λεξικὸ τῆς Ἑλληνικῆς μουσικῆς», τόμ. 1 (Α-Γ), τοῦ Τάκη Καλογερόπουλου, Ἐκδόσεις Γιαλέλλης, Ἀθήνα 1998.


Πηγή πληροφοριῶν:

Video:
Τραγουδάει ἡ Νεστανιώτισσα Παναγιώτα Πανουσιέρη
© Copyright: Παναγιώτης Καρώνης 2018, μὲ τὴν ἐπιφύλαξη κάθε δικαιώματος.

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΝΕΣΤΑΝΗΣ - «Γιὰ πάρε μωρὲ Δῆμο τ' ἀλαφρὸ σπαθὶ»





ΓΙΑ ΠΑΡΕ ΜΩΡΕ ΔΗΜΟ
Ἄιντε, γιὰ πᾶρε μωρὲ Δῆμο 'χ ' τ' ἀλαφρὸ σπαθὶ
ἄιντε, καὶ τὸ βαρὺ ντουφέκι, γειά σου ἀγάπη μου
ἄιντε, καὶ τὸ βαρὺ ντουφέκι, μπιρμπιλομάτα μου.
Καὶ πᾶρε ρὲ Δῆμο μπάλα* τὰ βουνὰ
ἄιντε, μπάλα τὰ κορφοβούνια, μπιρμπιλομάτα μου
κι ἂν ἕβρεις μωρὲ Δῆμο ἀλάφια σκότωτα
ἄιντε, ἀγρίμια ἠμέρωσέ τα, γειά σου ἀγάπη μου
ἄιντε, ἀγρίμια ἠμέρωσέ τα, μπιρμπιλομάτα μου
κι ἂν ἕβρεις ρὲ Δῆμο 'χ' τὴν ἀγάπη μου
ἄιντε, ρίξε καὶ λάβωσέ την, γειὰ σου ἀγάπη μου.

Στὴν Νεστάνη τὸ τραγούδι λέγονταν κυρίως άπὸ ἄντρες στὶς βόλτες τους, καθὼς περιδιάβαιναν ἀργὰ τὴν νύχτα τὰ σοκάκια τοῦ χωριοῦ, πλησιάζοντας στὸ σπίτι τῆς ἀγαπημένης τους. Λέγονταν ἐπίσης, πάντα ἀπὸ ἄντρες, στὰ γλέντια ποὺ ἔκαναν στὶς ταβέρνες τοῦ χωριοῦ ἀλλὰ καὶ στὰ σπίτια.
Βαθύτατα ἐρωτικὸ τραγούδι, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖ παραλλαγὴ τοῦ γνωστοῦ τραγουδιοῦ «Τοῦ Δήμου», νοηματοδοτεῖ ὄμως τελείως διαφορετικὰ τὸ ἀρχικὸ ἆσμα γι' αὐτὸ καὶ οὐσιαστικὰ ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἕνα τελείως νέο καὶ ὁλοκληρωμένο τραγούδι ποὺ ἐκφράζει τὸ παράπονο τοῦ ἀφηγητὴ γιὰ τὸ ἀγαπημένο πρόσωπο ποὺ τὸν ἐγκατέλειψε καὶ τώρα ἀναζητάει γι' αὐτὸ «τιμωρία». Ὁ ἐρωτευμένος ἀφηγητὴ ὅμως οὐσιαστικὰ διακαῶς ἐπιθυμεῖ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἔρωτά του, γι' αὐτὸ καὶ ρητὰ τονίζει στὸν Δῆμο ὅτι θέλει νὰ λαβώσει τὴν ἀγάπη του καὶ ὄχι νὰ τὴν σκοτώσει.
Ὅλο τὸ τραγούδι δὲν εἶναι παρὰ μιὰ ἐπίκληση στὸν θεὸ Ἔρωτα γιὰ ἐπιστροφή τῆς ἀγαπημένης του. Μιὰ ἐπίκληση προκειμένου νὰ φουντώσει καὶ πάλι ὁ παλιὸς πόθος μέσα στὰ στήθη τῆς καλῆς του. Κάτι ποὺ ὁ Ἔρωτας, καὶ μόνον ὁ Ἔρωτας, μπορεῖ νὰ φέρει εἰς πέρας· γι' αὐτὸ καὶ ὁ ρόλος τοῦ Δήμου ἐδῶ εἶναι καὶ ξεχωριστὸς καὶ σπάνιος. Καὶ αὐτὸ οἱ Ἄρκάδες τὸ πετυχαίνουν ἁπλά, παραλείποντας μερικοὺς στίχους καὶ ἀλλάζοντας τὴν λέξη «σκότωσέ την» σὲ «λάβωσέ την»!!
Ἔτσι ὁ Δῆμος ἐδῶ, δὲν εἶναι παρὰ ὁ ἴδιος ὁ Ἔρωτας. Ὁ θεὸς Ἔρωτας ποὺ φέροντας τὰ ὅπλα του -τ' ἀλαφρὸ σπαθὶ καὶ τὸ βαρὺ ντουφέκι- ἐπιφορτίζεται μὲ τὸ ὑπέρτατιο καθήκον νὰ φέρει πίσω -πισθάγκωνα δεμένο- τὸ ἀντικείμενο τοῦ πόθου τοῦ ἀφηγητῆ.
Τὸ ὄνομα Δῆμος οὔτως ἢ ἄλλως ἀποτελεῖ ἕνα πολὺ συνηθισμένο ὄνομα στὴν Δημοτική μας Ποίηση, μιᾶς καὶ ἀλλοῦ ἀπαντᾶτε σὰν κεντρικὸ ὄνομα γυρισμάτων καὶ τσακισμάτων καὶ ἀλλοῦ σὰν τίτλος ἀρκετῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν. Θὰ θυμίσω ἁπλὰ τὰ τραγούδια «Τοῦ Δήμου», «Τὸ ὄνειρο τοῦ Δήμου», «Ὁ τάφος τοῦ Δήμου», ποὺ άπαντᾶμε στὴν συλλογὴ τοῦ Φωριέλ (Παρίσι, 1924), καθὼς καὶ τὰ τέσσερα κλέφτικα τραγούδια ποὺ μᾶς παραδίδει ὁ Πασσώβ στὴν συλλογὴ του (Λειψία 1860), μὲ τὸν τίτλο «Ὁ Δῆμος», καὶ βέβαια τὰ «Ὁ Δῆμος Μπουκουβάλας», «Ὁ Δῆμος καὶ ὁ Μαῦρος», ποὺ άπαντᾶμε στὴν ἴδια συλλογή -καὶ μένω μόνο σὲ αὐτά.
Μὴν μπῆτε στὸν κόπο νά ἀναζητήσεται τὸν Δῆμο, γιατὶ ἡ ὁποιαδήποτε ἀναζήτησή σας θά ἀποδειχθεῖ περίτρανα μάταιη!! Δὲν ἔχουμε καμιὰ ἱστορικὴ βάση ποῦ μποροῦμε νὰ ἀνατρέξουμε προκειμένου νὰ βροῦμε κάτι γύρω ἀπὸ τὸ ὄνομα Δῆμος.
Ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη πῶς θὰ μποροῦσε νὰ βρεθεῖ κάτι, ὅταν ἀλλοῦ ὁ Δῆμος εἶναι Κλέφτης, ἀλλοὺ ὁ σφόδρα ἐρωμένος, ἀλλοῦ σκοτώνεται, καὶ ἀλλοῦ -ὅπως στὴν παραπάνω Νεστανιώτικη παραλλαγή- δὲν εἶναι παρά ὁ ἴδιος ὁ Ἔρωτας ποὺ ζωσμένος τ' ἄρματά του πέρνει μπάλα τὰ βουνὰ καὶ τὰ κορφοβούνια γιὰ νὰ βρεῖ καὶ νὰ λαβώσει τὴν ἀγάπη...
Ἡ παραπάνω παραλλαγὴ ἀπαντᾶτε καὶ εἶναι διαδεδομένη σὲ ἀρκετὰ χωριὰ τῆς Ἀρκαδίας. Σχεδὸν ἡ ἴδια παραλλαγή, ὑπάρχει καὶ τραγουδιέται στὴν συλλογή, «Δημοτικὰ τραγούδια ἀπὸ τὸ Βαλτέτσι Ἀρκαδίας», τῆς Πολυμέρου-Καμηλάκη Αἰκατερίνης, στὸν τόμ. Β': μουσικὴ συλλογὴ (2001, 2005) – μελέτη – μεταγραφὴ Ἰωάννης Β. Καϊμάκης, μουσικὴ συλλογὴ (1979-2008). Ἔκδοση τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν/Κέντρον Ἐρεύνης τῆς Ἑλληνικῆς Λαογραφίας, Πηγὲς τοῦ Λαϊκοῦ Πολιτισμοῦ – 4, Ἀθήνα 2010.
Σημειώσεις:
* στὴ σειρά.


Πηγή πληροφοριῶν:

ΚΑΡΩΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ, «ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΝΕΣΤΑΝΗΣ», ἐκδόσεις ΤΟ ΔΟΝΤΙ, Πάτρα 2013.


Video:
Φωτογραφίες τῆς Νεστάνης ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο τοῦ Παναγιώτη Καρώνη
Τραγουδάει ὁ Νεστανιώτης Παναγιώτης Καρώνης.
© Copyright: Παναγιώτης Καρώνης καὶ ἐκδόσεις ΤΟ ΔΟΝΤΙ, μὲ τὴν ἐπιφύλαξη κάθε δικαιώματος.


Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2018

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΝΕΣΤΑΝΗΣ - «Τὴ Μάρω τὴ Μαρίτσα»






ΤΗ ΜΑΡΩ ΤΗ ΜΑΡΙΤΣΑ
Τὴ Μάρω τὴ Μαρίτσα τὴ λιγόημερη*
δὲ μπόρ' νὰ τὴ γελάσω καὶ μαραίνουμε
στὴ μάνα μου πηγαίνω καὶ προσκλαίγουμε
Μάνα νὰ μ' ὀρμηνεύσεις*** κι ἂς κριματευτεῖς
Γιούλη** μ' νὰ σ' ὀρνημεύσω κι ἂς κριμαρευτῶ.****
Γιὰ πάρε μιὰ ροκούλα***** βαμβακόροκα
καὶ ἄι στὸ φράχτη-φράχτη ψιλογνέθοντας
καὶ μίλα τῆς Μαρίτσας τῆς λιγόημερης
Ἔλα νὰ πᾶμε Μάρω ἐπάνω στὰ βουνὰ
νὰ μάσουμε λουλούδια καὶ τριαντάφυλλα.
Ἡ Μαρω τὰ μαζεύει, νυφούλα τὰ σκορπά
Μὴν τὰ σκορπᾶς Μαρίτσα τ' ἐνυχτώσαμε.


Τὸ τραγούδι στὴν Νεστάνη λέγονταν στὰ ἀποκριάτικα γλέντια ἀλλὰ καὶ χορεύονταν ἀφοῦ εἶναι συρτὸς χορός.

Σημειώσεις:
* ποὺ ἔχει λίγες μέρες ζήσει, ἄρα εἶναι μικρή, νέα.
** ὑιέ μου, γιόκα μου.
*** νὰ σὲ συμβουλεύσω.
**** νὰ τὸ ἔχω κρίμα, νὰ ἁμαρτήσω,
***** Ἡ ρόκα εἶναι ἕνα ραβδὶ ποὺ τὸ ἕνα ἄκρο του καταλήγει σὲ δυὸ κύκλους σὲ σχῆμα Φ ποὺ μέσα τους ἔμπαιναν καὶ συγκρατούνταν οἱ τουλοῦπες -τὸ μαλλὶ δηλαδή- γιὰ τὸ γνέσιμο. Ἦταν συνηθισμένη ἡ εἰκόνα τῆς νοικοκυρᾶς στὸ χωριὸ ποὺ κρατοῦσε τὴ ρόκα της καὶ ἔγνεθε. (περισσότερα γιὰ τὴ ρόκα καὶ τὴν ἱστορία της: κλὶκ ἐδῶ)



Πηγή πληροφοριῶν:

ΚΑΡΩΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ, «ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΝΕΣΤΑΝΗΣ», ἐκδόσεις ΤΟ ΔΟΝΤΙ, Πάτρα 2013.
Video:
Τραγουδοῦν: Ὁ Νεστανιώτης Σωκράτης Καρώνης καὶ ἡ Νεστανιώτισσα Κων/να Καρώνη· τοὺς συνοδεύουν οἱ Παναγιώτης καὶ Γεώργιος Καρώνης.

© Copyright: Παναγιώτης Καρώνης καὶ ἐκδόσεις ΤΟ ΔΟΝΤΙ, μὲ τὴν ἐπιφύλαξη κάθε δικαιώματος.

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΝΕΣΤΑΝΗΣ - «Ἐφώτισε μωρὴ Φωτεινὴ»





ΕΦΩΤΙΣΕ ΜΩΡΗ ΦΩΤΕΙΝΗ
Ἐφώτισε μωρὴ Φωτεινὴ
ἐφώτισε ἡ ἀνατολή,
μωρ' κ' ἐχάραξε καὶ ἡ δύση
Βασίλω θὰ φωτίσει.
Πάν' τὰ πουλιὰ Βασίλω μου,
πάν' τὰ πουλάκια γιὰ βοσκή,
μωρ' κ' οἱ ἔμορφες στὴ βρύση
Βασίλω θὰ φωτίσει.
Παίρνω κ' ἐγὼ Βασίλω μου,
παίρνω κ' ἐγὼ τὸ Γρίβα μου,
ὦχ, καὶ πά' νὰ τὸν ποτίσω
τὴ Βασίλω ν' ἀπαντήσω.
Βρίσκω τὴν κο- Βασίλω μου,
βρίσκω τὴν κόρη κ' ἔπλενε
ὦχ, σὲ μαρμαρένια βρύση
Βασίλω θὰ φωτίσει.
Λίγο νερὸ ἡ Βασίλω μου,
λίγο νερὸ τῆς γύρεψα
ὦχ, καὶ μπόλικο μοῦ δίνει
μωρ' Βασίλω θὰ φωτίσει.

Τὸ τραγούδι εἶναι γνωστὸ σὰν τραγούδι τῆς ἀναγνώρισης, μιὰ καὶ αὐτὸς ποὺ ζητάει νερὸ ἀπὸ τὴν κοπέλλα εἶναι ὁ ξενιτεμένος ἄντρας της ποὺ ἐπέστρεψε, καὶ αὐτὴ δὲν τὸν ἀναγνωρίζει. Στὴν συνέχεια τῆς ἀποκαλύπτεται ἀλλὰ αὐτὴ ζητάει σημάδια, ποὺ αὐτὸς τῆς φάνερώνει, καὶ ἔτσι γίνεται ἡ ἀναγνώριση. Ἐδῶ, στὴν νεστανιώτικη παραλλαγή του, ἔχει ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ καὶ ἔχει γίνει ἕνα ἀπόλυτα ἐρωτικὸ τραγούδι ποὺ ξεκινάει περιγράφοντας τὶς ὀμορφιὲς τῆς φύσης καὶ τὶς πρωινὲς ἀσχολίες, γιὰ νὰ ἐπικεντρωθεῖ στὸ ἀντικείμενο τοῦ πόθου τοῦ ἀφηγητῆ, ποὺ δὲν θὰ μείνει ἁπλὸς πόθος, ἀφοῦ ἡ Βασίλω θὰ τοῦ δώσει τελικὰ «μπόλικο νερό».
Τὸ τραγούδι λέγονταν στοὺς ἀρραβῶνες ὅταν τὸ σόι τοῦ γαμπροῦ ἀποχωροῦσε ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς νύφης ποὺ γινόταν τὸ γλέντι, καὶ συνήθως ἡ ὥρα ποὺ τελείωναν τὰ γλέντια τοῦ γάμου ἦταν τὸ ξημέρωμα· ἀλλὰ ἀκούγονταν καὶ στὶς γιορτινὲς συγκεντρώσεις ποὺ προηγοῦνταν τοῦ γάμου, καθὼς καὶ στὸ γαμήλιο τραπέζι.


Πληροφορίες:

Video:
Τραγουδοῦν ὁ Νεστανιώτης Σωκράτης Καρώνης καὶ ἡ ΝεστανιώτΙσσα Κων/να Καρώνη.

© Copyright: Παναγιώτης Καρώνης 2018, μὲ τὴν ἐπιφύλαξη κάθε δικαιώματος.


Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2018

Ὁ ναὸς τῆς Εὐαγγελιστρίας στὴ Νεστάνη, ἀφιέρωμα (The Temple of Evagelistria in Nestani, a tribute)


 

Ὁ ναὸς Εὐαγγελιστρίας Νεστάνης.

Στὴν παρέα τῆς παιδικῆς ἠλικίας

 

Ἡ ἱστορία τοῦ ναού τῆς Εὐαγγελιστρίας στὴ Νεστάνη

Ἀντὶ προλόγου

Θὰ προτιμήσω νὰ ξεκινήσω τὸ παρὸν ἀφιέρωμα στὸν ναὸ τῆς Εὐαγγελίστριας στὴ Νεστάνη μὲ μιὰ προσωπικὴ μνήμη. Μνήμη παιδική, τότε ποὺ ὁ προαύλιος χῶρος τοῦ ναοῦ ἦταν γεμάτος μὲ δέντρα. Πασχαλιές, εὐώνυμα, δάφνες, δεντρολίβανα ἀλλὰ καὶ τὰ δυὸ ψηλὰ κυπαρίσσια ποὺ ὀρθώνονταν ὑπερήφανα στὸ δεξιὸ μέρος τοῦ ναοῦ, κι ἐμεῖς, παιδιὰ τότε, δὲν χορταίνεται νὰ ἀνεβαίνουμε στὰ πυκνὰ κλαδιά τους... Ἀλλὰ καὶ δὲν χορταίναμε νὰ τριγυρνᾶμε, νὰ παίζουμε νὰ διασκεδάζουμε. Κρυφτό, κυνηγητὸ, ἀλλὰ καὶ «κλέφτες κι ἀστυνόμοι» καὶ ποδόσφαιρο καὶ τὸσα ἄλλα παιχνίδια... τὸν μετέτρεπαν σὲ προσφιλὴ παιδότοπο. Ἀλλὰ οἱ καιροὶ ἄλλαξαν. Οἱ πασχαλιές, οἱ δάφνες καὶ τὰ εὐώνυμα κόπηκαν. Τὰ κυπαρίσσια ἔπεσαν θῦμα τῆς «νεωτερικότητας» τῶν μετέπειτα ἰερέων καὶ ἐπιτρόπων τοῦ ναοῦ...

Χριστούγεννα, Πάσχα, Εὐαγγελισμοῦ, Παναγιᾶς. Ἐπιτάφιος, Ἀνάσταση, καὶ τόσες ἄλλες ἑορτὲς τὶς περάσαμε ἐδῶ, κυρίως ὅμως τὴν ἑορτὴ τοῦ Ἅη-Γιώργη, τότε ποὺ βλέπαμε τὶς σκάλες της νὰ γεμίζουν μὲ τοὺς βλαστοφόρους-θυρσοφόρους χορευτὲς τῆς πομπῆς τοῦ Ἁγίου ποὺ κατέρχονταν τραγουδώντας... Ἀλλὰ εἶπαμε. Οἱ καιροὶ ἄλλαξαν. Ἐμεῖς μεγαλώσαμε, ἄλλοι πρόωρα, ἄλλοι πιὸ ἀργά. Πάντως μεγαλώσαμε!!

Ἀλλὰ σὰν μεγάλοι τώρα πιά, ἂς δοῦμε τὴν ἱστορία τούτου τοῦ ναοῦ. Ἥ καλύτερα σὰν παιδιὰ μὲ τὰ μάτια τοῦ μεγάλου. Ἢ πάλι –ἂν προτιμᾶτε– σὰν μεγάλοι ἀλλὰ μὲ τὰ μάτια ἑνὸς παιδιοῦ!!

Παναγιώτης Καρώνης, 5 Γεννάρη τοῦ 2018



Φωτογραφία τοῦ Γιώργου Παπαδημητρίου (Λυγούρα).


Μικρὴ εἰσαγωγὴ

Ὁ ναὸς τῆς Εὐαγγελιστρίας στὴ Νεστάνη εἶναι ἕνα ἀρχιτεκτονικὸ ἐπίτευγμα τοῦ 18ου αἰώνα. Παρὰ τὴν –ὁμολογουμένως– φτωχικὴ θέση τοῦ χωριοῦ καὶ τῶν κατοίκων του, παρὰ τὰ πενιχρὰ μέσα τῆς ἐποχῆς –καὶ ὅταν λέω πενιχρὰ μέσα, τὸ λέω συγκρίνοντάς τα μὲ τὰ σημερινά, ὅπου ἡ τεχνολογία ἔχει κάνει πραγματικὰ ἄλματα–, ἡ θέληση τῶν Νεστανιωτῶν κατάφερε νὰ προσπεράσει ὅλα τὰ ἐμπόδια καὶ νὰ ὁλοκληρώσει τὸ ἔργο – ἂν καὶ σὲ διάστημα ποὺ διαπερνᾶ τὸν αἰώνα!!

Πραγματικά, ὁ ναὸς τῆς Εὐαγγελιστρίας στὴ Νεστάνη ἀποτελεῖ ἕναν ἀπὸ τοὺς ὀμορφότερους ναοὺς τοῦ Ἑλληνικοῦ χώρου, ἀλλὰ καὶ ἕνα παράδειγμα θέλησης καὶ ἐπιμονῆς. Ἕνα κομψοτέχνημα ἀρχιτεκτονικῆς, λιτό, χωρὶς κανένα περιττὸ στολίδι, καὶ βέβαια, πανέμορφο. Ὁ ναὸς ὑψώνεται στὸ πάνω μέρος τοῦ οἰκισμοῦ ἐκεῖ ποὺ ἄλλοτε τὸ χωριὸ ἔσφιξε ἀπὸ ζωή, ὑπερήφανος καὶ ἀγέρωχος. Τοῦτο τὸ καλλιτεχνικὸ ἀλλὰ καὶ ἀρχιτεκτονικὸ κόσμημα τῆς Νεστάνης, ἔργο τῶν προγόνων μας, ποὺ ἦρθε τώρα στὰ δικά μας χέρια, ὀφείλουμε νὰ διαφυλάξουμε καὶ νὰ σεβαστούμε, ἀναλογιζόμενοι τὴν ἱστορία του καὶ τὸν κόπο, μόχθο καὶ πάθος ὅλων αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων ποὺ κατάφεραν –ἂν καὶ σὲ διάρκεια περισσότερο τοῦ ἑνὸς αἰώνα– νὰ τὸ φέρουν εἰς πέρας.1 Ἀλλὰ τὰ ὄμορφα καὶ «καλά» πράγματα φαίνεται πὼς ἀργοῦν, θέλουν τὸν χρόνο τους...!!

Νὰ προσθέσουμε σὲ τοῦτο τὸ μικρὸ εἰσαγωγικό μας σημείωμα, πρὶν προχωρήσουμε καὶ ἀφηγηθοῦμε τὴν ἱστορία τοῦ ναοῦ, πὼς ὁ ναὸς τῆς Εὐαγγελίστριας τῆς Νεστάνης ἔχει κοινά, ὡς ἀναφορὰ τὸ στὶλ καὶ τὴν μορφή του, μὲ τὸν Μητροπολιτικὸ ναὸ τῆς Ἀθήνας – ἂν καὶ ἡ Εὐαγγελίστρια εἶναι κατὰ δυὸ χρόνια ἀρχαιότερη τῆς Μητροπόλεως τῶν Ἀθηνῶν. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, ὁ θεμέλιος λίθος τῆς Εὐαγγελιστρίας τέθηκε στὶς 31 Αὐγούστου τοῦ 1840, ἐνῶ τοῦ Μητροπολιτικοῦ ναοῦ τῶν Ἀθηνῶν στὶς 25 Δεκεμβρίου 1842.




 
Ὁ ναὸς τῆς Εὐαγγελιστρίας μὲ τὴ σκάλα του στὴν παλαιότερη μορφή της.

 
Ὁ ναὸς τῆς Εὐαγγελιστρίας μὲ τὴν ἀνακαινισμένη σκάλα του.


Ἡ ἱστορία ἕνὸς ναοῦ...

Ἡ ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν, τὰ θεμέλια δηλαδὴ τοῦ ναοῦ τῆς Εὐαγγελιστρίας ἄρχισαν τὸ 1837. Οἱ Νεστανιῶτες χρειάστηκαν 3 χρόνια προκειμένου νὰ ὁλοκληρώσουν τὸ σκάψιμο τῶν θεμελίων.

Ὁ θεμέλιος λίθος, σύμφωνα μὲ τὴν ἐγχάρακτη πλάκα2 ποὺ εἶναι τοποθετημένη στὴ βάση τῆς Ἁγίας Τράπεζας τοῦ ναοῦ, τέθηκε στὶς 31 Αὐγούστου τοῦ 1840. Χρειάστηκε πολὺς χρόνος καὶ βέβαια πολὺς κόπος γιὰ νὰ μπορέσει ὁ ναὸς νὰ πάρει τὴ μορφὴ μὲ τὴν ὁποία τὸν γνωρίζουμε ὅλοι σήμερα. Καὶ ἂν οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς θεωροῦμε κάποια πράγματα αὐτονόητα, δὲν φαίνεται τὰ πράγματα νὰ εἶναι ἔτσι –ἢ κάπως ἔτσι– τὴν ἐποχὴ μάλιστα στὴν ὁποία ἀναφερόμαστε. Πρέπει λοιπὸν νὰ θεωρηθεῖ αὐτονόητο πὼς χρειάστηκε ἡ συμβολὴ-συνδρομὴ τῶν κατοίκων τῆς Νεστάνης γιὰ νὰ προχωρήσει καὶ νὰ ὁλοκληρωθεῖ ἕνα τέτοιο ἔργο.

Ἀρχικά, στὸ ἔργο πρωτοστάτησαν ὁ πάρεδρος τοῦ Δήμου Μαντινείας Ἀναστάσιος Κάτρης ἥ Ἀγγελόπουλος (Καραντάσης) καὶ ὁ βουλευτὴς Ἀρκαδίας Γεώργιος Ν. Ρεβελιώτης (Καραντούνης) ποὺ ἦταν Ὁπλαρχηγοί. Διασώζεται μάλιστα ἐπιστολή-αἴτηση τοῦ Γ. Ν. Ρεβελιώτη πρὸς τὸν τότε βασιλέα τῶν Ἑλλήνων Όθωνα.3

Μπορεῖ βέβαια νὰ πρωτοστάτησαν, σὲ καμιὰ περίπτωση ὅμως δυὸ ἄνθρωποι, μόνοι τους, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ φέρουν σὲ πέρας τὴν ἀνοικοδόμηση ἑνὸς τόσο λαμπροῦ κτιρίου. Τὸ βάρος αὐτὸ ἐπωμίστηκαν, βέβαια, οἱ «ἀνώνυμοι» Νεστανιῶτες καὶ οἱ «ἀνώνυμες» Νεστανιώτισσες.4 Προσωπικὴ ἐργασία, ἔρανοι – καὶ ὅταν λέμε ἔρανοι, δὲν ἐννοοῦμε ἀπαραίτητα συγκέντρωση χρημάτων, ἀλλὰ κυρίως ἀγροτοκτηνοτροφικῶν προϊόντων πρὸς πώληση προκειμένου νὰ συγκεντρωθοῦν χρήματα. Ἀλλὰ πάνω ἀπ' ὅλα οἱ Νεστανιῶτες μποροῦν νὰ ὑπερηφανεύονται πὼς κουβάλησαν μόνοι τους, μὲ τὰ ζῶα τους, τὶς πέτρες προκειμένου νὰ γίνει τὸ χτίσιμο τοῦ ναοῦ. Καὶ πραγματικά, τὸ λευκομάρμαρο τοῦ ναοῦ, ποὺ εἶναι ἀσβεστόλιθος ἱζηματογενής, πέτρωμα sesimentaire, μεταφέρθηκε ὅλο ἀπὸ τοὺς Νεστανιῶτες μὲ ζῶα, ἀπὸ τὸ νταμάρι τῆς Ρουχινιᾶς –ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴν Γκούρα– στὸ Ἀλίσιον ὄρος (Μπαρμπέρι). Οἱ Νεστανιῶτες ξεκινοῦσαν πολὺ πρωί, μαζικά, μὲ τὰ ζῶα τους, προκειμένου νὰ φορτώσουν καὶ νὰ μεταφέρουν τὶς πέτρες ἀπὸ τὸ νταμάρι. Κάθε ἐξόρμηση ἀποτελοῦνταν ἀπὸ 30 καὶ πλέον ζῶα ποὺ ἐπέστρεφαν φορτωμένα μὲ τὶς «πολύτιμες» πέτρες.

Σύμφωνα μὲ τὸ δημοτικὸ ἀρχεῖο καὶ τὸ ἀρχεῖο Ρεβελιώτη, ἀρχιτέκτονας τοῦ ναοῦ ἦταν ὁ Λάππας ἀπὸ τὸ Ναύπλιο.5 Ὁ ἴδιος ἀρχιτέκτονας οἰκοδόμησε καὶ τὴν οἰκία τοῦ Ρεβελιώτη (νῦν Λέτσου) τὸ 1850, ὅπως μᾶς μαρτυρεῖ ἡ ἐνεπίγραφη πλάκα στὴν πρόσοψη τῆς οἰκίας· πλάκα ποὺ ὁ ἐπισκέπτης μπορεῖ νὰ δεῖ ἀκόμα καὶ σήμερα· οἰκία ποὺ βρίσκεται στὸ χοροστάσι Ἁλώνι τοῦ Παπαγιάννη, κάτω δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ. Ὁ ἴδιος ἀρχιτέκτονας οἰκοδόμησε καὶ στὸν Ἅγιο Πέτρο τῆς Κυνουρίας τὸν ὀμώνυμο ναὸ ποὺ ἔχει τὴν ἴδια ἀρχιτεκτονικὴ μὲ τὸν ναὸ τῆς Εὐαγγελιστρίας τῆς Νεστάνης, μὲ προσθήκη νάρθηκα μπρός της. Ἡ παράδοση ἀναφέρει πὼς οἰκοδόμησε καὶ τὸν ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στοὺς Σιμιάδες Ἀρκαδίας, ἀλλὰ στοιχεῖα γι' αὐτὸ δὲν ὑπάρχουν –πέρα ἀπὸ ἀφηγήσεις–, ὁπότε μένουμε στὴν παράδοση — ἂν καὶ ἐδῶ, στὴ συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει νὰ τῆς ἔχουμε ἐμπιστοσύνη γιατὶ οἱ πιθανότητες νὰ ἀληθεύει εἶναι πολλές.6 Ἡ νεστανιώτικη παράδοση βέβαια θὰ διασώσει τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχιτέκτονα ὡς Λάππατου.

Ἡ ἀνοικοδόμηση τοῦ ναοῦ διήρκεσε πολλὰ χρόνια, καὶ ὁ Λάππας δὲν πρόλαβε νὰ δεῖ ὁλοκληρωμένη τὴ δουλειά του. Ἔτσι, γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τῶν κωδωνοστασίων, τῶν στηλῶν καὶ τοῦ θόλου χρησιμοποιήθηκαν ἄλλοι ἀρχιτέκτονες: ὁ Κωστόπουλος καὶ ὁ Νικόλαος Ζέρμας ποὺ καὶ αὐτοὶ ἦταν ἀπὸ τὸ Ναύπλιο.

Τὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ ἔγιναν τὸ 1876, ἂν καὶ ὁ ναὸς δὲν εἶχε ἀκόμα πλήρη τὰ κωδωνοστάσια καὶ τὸν τροῦλο του. Ἔτσι τὸ 1902-3 πλακοστρώθηκε τὸ δάπεδο τοῦ ναοῦ μὲ πλάκες φερμένες καὶ πάλι ἀπὸ τὸ Ἀλίσιον ὄρος καὶ τὸ 1912-13 διαμορφώθηκε καὶ ὁλοκληρώθηκε ὁ πέτρινος περίβολος τοῦ ναοῦ. Τὸ νεκροταφεῖο ποὺ ἦταν ἐκεῖ, μεταφέρθηκε, ἀρχικὰ στὸν Ἅη-Γιάννη, τὸ μικρὸ ξωκκλήσι ποὺ βρίσκεται στὴν ἀρχὴ τοῦ δρόμου γιὰ τὴ Μονὴ Γοργοεπηκόυ, γιὰ νὰ μεταφερθεῖ τὸ 1920 ὁριστικὰ πιὰ στὴ θέση ποὺ βρίσκεται καὶ σήμερα, στὸν ἅγιο Νικόλαο, βορειοδυτικὰ τοῦ χωριοῦ. Νὰ προσθέσουμε πὼς τὸ 1913 ἀλλάχτηκαν τὰ ἀρχικὰ ξύλινα παράθυρα τοῦ ναοῦ καὶ τοποθετήθηκαν μαρμάρινα –αὐτὰ δηλαδὴ ποὺ βλέπουμε καὶ σήμερα–, ἐπίσης τὸ 1914 ὁ ναὸς σοβατίστηκε, καὶ τέλος, τὸ 1916 ἔγινε ἡ κρηπίδα.



Φωτογραφία Γιῶργος Παπαδημητρίου (Λυγούρας)


Τὰ κωδωνοστάσια τοῦ ναοῦ

Τὸ ἀριστερὸ κωδωνοστάσι (καμπαναριὸ) ὁλοκληρώθηκε τὸ 1961 καὶ ἔγινε μὲ δωρεὰ τοῦ Κωστῆ Ρεβελιώτη· δωρεὰ ποὺ ἐκτελέστηκε ἀπὸ τὸν γιό του Γεώργιο Ρεβελιώτη. Ἐντοιχισμένη μάλιστα μαρμάρινη ἐπιγραφή στὸ κωδωνοστάσι, ἀναφέρει: «Στὴ μνήμη Κωστῆ Ρεβελιώτη».

Τὸ δεξιό κωδωνοστάσι (ὡρολογοστάσι) φτιάχτηκε τὸ 1955-56 μὲ δωρεά τοῦ Κωστῆ Γ. Σωτηρόπουλου (Γαρφαλή). Τὸ ρολόι, ποὺ ἀκούραστα μᾶς θυμίζει τὸν ἀδυσώπητο χρόνο καὶ μετράει τὰ λεπτὰ καὶ τὶς ὧρες τῆς μέρας, εἶναι δωρεὰ τοῦ Κεντρικοῦ Συλλόγου Τσιπιανιτῶν Σικάγου. Ἀλλὰ πολλοὶ εἶναι οἱ δωρητὲς ποὺ κατὰ καιροὺς πρόσφεραν ἁπλόχερα τὴ βοήθειά τους στὴν ἐκκλησία· τόσο σὲ πράγματα οὐσιώδη ὅσο καὶ σὲ πράγματα λιγότερο ἀπαραίτητα, καὶ περισσότερο διακοσμητικά.

Ἡ εἰκόνα τῆς Εὐαγγελιστρίας

Τὴν εἰκόνα τοῦ ναοῦ τῆς Εὐαγγελίστριας φιλοτέχνησε ὁ χρυσοχόος Γ. Βρυσανάκης ἀπὸ τὴν Ἀποκορώνου Ρέθυμνας καὶ ὁ Τριπολιτσιώτης Ἰωάννης Κωνσταντόπουλος ποὺ εἶχε μάθει τὴν τέχνη τῆς κατασκευῆς εἰκόνων στὴν Ρωσία. Ὁ ἴδιος μάλιστα καλλιτέχνης ἔχει φιλοτεχνήσει εἰκόνες τόσο στὴν Μητρόπολη Ἀθηνῶν, ὅσο καὶ σὲ ἄλλες ἀθηναϊκές ἐκκλησίες ἀλλὰ καὶ τῆς ἐπαρχίας. Ἡ εἰκόνα φιλοτεχνήθηκε τὸ 1923 καὶ εἶναι ὅλη σφυρήλατη. Γιὰ τὴν ἰστορία, κάνοντας μιὰ παρένθεση, νὰ ἀναφέρουμε πὼς ὁ Κρητικὸς καλλιτέχνης Βρυσανάκης, κατὰ τὴν δριάρκεια ποὺ φιλοτεχνοῦσε τὴν εἰκόνα καὶ βρισκόταν στὴ Νεστάνη, τὸν χτύησαν τὰ βέλη τοῦ Ἔρωτα, ἔτσι παντρεύτηκε Νεστανιώτισσα, τὴν Πετρούλα Γεωρ. Λέτσου καὶ ἔζησαν εὐτυχισμένοι ἀποκτώντας πέντε παιδιά.




 
Οἱ βλαστοφόροι τελεστὲς τοῦ Ἅη Γιώργη στὰ σκαλιὰ τῆς Εὐαγγελιστρίας


Ἡ ἁγιογράφηση τοῦ ναοῦ τῆς Εὐαγγελίστριας

Μὲ τὴν ἁγιογράφηση τῆς Εὐαγγελίστριας Νεστάνης ἀσχολήθηκε ὁ καλλιτέχνης Νικηφόρος Κανελλόπουλος. Ὁ Κανελλόπουλος γεννήθηκε στὴν Τρίπολη τὸ 1913. Οἱ καλλιτεχνικές του ἀνησυχίες τὸν ἔστρεψαν ἀπὸ νωρὶς στὸ νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν τέχνη τῆς ἁγιογραφίας. Ἔτσι ἔγινε μαθητὴς τοῦ ἁγιογράφου Τιμ. Παγκάλου γιὰ νὰ συνεχίσει μιὰ ζωγραφικὴ παράδοση πολλῶν αἰώνων. Ἔχει ἁγιογρφήσει ἐπίσης τὶς ἐκκλησίες Πιάνας, Ζέλι κ. ἄ.

Ὁ τροῦλος τοῦ ναοῦ

Ἂν καὶ φτάσαμε αἰσίως στὴ δεκαετία του '70, ὁ τροῦλος τῆς ἐκκλησίας δὲν εἶχε ὁλοκληρωθεῖ. Μιλᾶμε δηλαδὴ γιὰ μιὰ πραγματικὴ «Ὀδύσσεια» ποὺ κάποια στιγμὴ ὁ ταλαίπωρος «Ὀδυσσέας» της ἔπρεπε νὰ προσαράξει στὴν «Ἰθάκη» του.

Πρωτομάστορας καὶ ἀρχιτέκτονας τοῦ τρούλου τῆς Εὐαγγελιστρίας ἦταν ὁ Κωνσταντίνος Ἰ. Παπαθεωδώρου. Εἶναι ὁ καλλιτέχνης ποὺ σχεδίασε, ἀνοικοδόμησε καὶ ἁγιογράφησε τὸν ναὸ τῆς ἁγίας Φωτεινῆς στὴν Ἀρχαία Μαντινεία. Στὴν οἰκονομικὴ στήριξη τοῦ ἐγχειρήματος συνέβαλαν οἱ ἀπόδημοι Νεστανιῶτες τοῦ Σικάγο ποὺ τὸ 1973 ἀπέστειλαν τὴν οἰκονομική τους ἐνίσχυση.

Οἱ ἐργασίες ὁλοκληρώθηκαν στὰ μέσα τῆς δεκαετία του '70, καὶ ὁ τροῦλος τελικὰ ἔγινε χαμηλός, μιὰ καὶ οἱ βάσεις τοῦ ναοῦ δὲν ἐπέτρεπαν τὴν ἀνύψωση μεγαλύτερου τρούλου.

Ἂν καὶ μικρὸ παιδὶ τότε, θυμᾶμαι τὰ ἔργα γιὰ τὴν ἀνύψωση τοῦ τρούλου, πού παρακολουθοῦσα ἀπὸ τὸν ἐξώστη τοῦ πατρικοῦ μου.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΩΝΗΣ
Νεστάνη, Γεννάρης 2018



Πηγὲς καὶ σημειώσεις


1. Στὶς Ἰουλίου τοῦ 1815 καὶ ἐνῶ ἡ ἀνοικοδόμηση τοῦ ναοῦ προχωροῦσε, ὁ Γ. Ν. Ρεβελιώτης ἔγραφε στὸν υἱό τοῦ Θεοδόση Δ. Ρεβελιώτη ποὺ βρισκόταν στὴν Ρωσία: «[…] θὰ γίνει ἀπὸ τὰς σπανίας ἐκκλησίας ποὺ βρίσκονται ἐντὸς τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας».

2. Ἡ ἐνεπίγραφη πλάκα τῆς εἶναι διαστάσεων 0,35 Χ 0,30 καὶ εἶναι λίθινη, γιὰ τὴν ακρίβεια ἀπὸ μαρμαρολίθαρο τῆς Ρουχινιᾶς Γκούρας, τοῦ Ἀλίσιου ὄρους (τοῦ Μπαρμπεριοῦ). Ὁ Νικ. Ι Ρηγόπουλος στὴν Ἱστορία τῆς Μαντινείας, ἀναφέρει πὼς τὸ Ἀλίσιον ὄρος ἀποτελεῖ κλάδο τῆς Ἀρμενιᾶς, καὶ ὅτι στὸ χωριὸ Πικέρνι ὑπάρχουν λατομεῖα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐξήγετο ὁ καλούμενος λευκὸς λίθος τῆς Μαντινείας. Ἀπὸ αὐτὸν τὸν λίθο εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου χτισμένος ὁ ναὸς τῆς Εὐαγγελίστριας Νεστάνης.

3. Παρουσιάζω μέρος τῆς ἐπιστολῆς στὸ σημεῖο ποὺ μᾶς ένδιαφέρει έδῶ:

«Ἐν Ἀθήναις τῇ 30 Ἀπριλίου 1837

Μεγαλειότατε

Λαμβάνω τὴν τόλμη ὁ ταπεινῶς ὑποσημειούμενος εὐπειθέστατος ὑπήκοός Σας κάτοικος τῶν Τζιπιανών Μαντινείας καὶ διορισμένος ὡς πληρεξούσιος παρ' αὐτῶν διὰ νὰ ἀναφέρω εἰς τοὺς πόδας τοῦ ὑψ. Θρόνου Σας ὅτι οἱ κάτοικοι τῶν Τζιπιανῶν εὐπειθεῖς ὑπήκοοι τῆς Μεγαλειότητός σας ἀσπειράκις ἔτρεξαν ἀμισθὶ κατὰ τῶν ἀναφανέντων εἰς τὴν Πελοπόννησον κατὰ καιροὺς ληστῶν [...] σᾶς παρακαλῶ θερμῶς ἵνα εὐαρεστηθέντες, διατάξητε νὰ δωθῆ ἡ δωρεά σας αὐτὴ πρὸς αὐτοὺς ἥτις δὲν ὑπερβαίνει τὰς χιλίας δραχμάς, μικρὰ μὲν οὗσα ὡς πρὸς τὸ Ἐθν. Ταμεῖον, μεγίστη δὲ ὡς πρὸς τοὺς φτωχοὺς ὑπηκόους σας κατοίκους τῶν Τζιπιανῶν σκοπὸν καὶ ἐπιθυμίαν ἔχοντες νὰ τελειώσωσι τὴν ὁποίαν εἶχον ἀρχίσει οἰκοδομὴν τῆς ἐκκλησίας των πεπισμένοι εἰς τὴν μεγαλοδωρίαν Σας γέμωσιν ἐλπίδων ὅτι θέλει είσακουσθῆ ἡ ταπεινή των αὐτὴ αἴτισις.

Ὑποσειμιοῦμαι μὲ τὴν ἐδαφιαίαν ὑπόλησιν τῆς Υ.Μ.

Εὐπιθέστατος ὑπήκοος Γ. Ν. Ρεβελιώτης».

4. Ἡ Νεστανιώτισσα Γεωργία, σύζυγος Μήτρου Λιάπη, τὸ γένος Ἀνδριανοῦ Τσεγγουρά, ποὺ εὐτύχισε νὰ φτάσει τὰ ἑκατὸ χρόνια (1837-1937) μᾶς ἀφηγεῖται: «Δούλεψα ἐγὼ ἡ ἴδια στὴν ἐκκλησία μας ὅταν κουβαλάγαμε τὰ λιθάρια καὶ χτενόταν. Τὴν ξυλεία τὴν φέραμε ἀπὸ τοῦ Πικέρνι μὲ ζεμένα μουλάρια ποὺ τὴν τράβαγαν. Γύρω στὰ Τσιπιανά ἦταν ὅλο ἀλιφασκές. Μαστόροι ἦσαν Μακεδόνες ἀπὸ τὸ Πεντάλοφο Σερρῶν».

5. Ὁ Λάππας ἦταν ἀπὸ τὸ Ναύπλιο ἂν καὶ Ρουμελιώτης στὴν καταγωγή. Ἦταν ἀρχιτέκτονας, ἐργολάβος καὶ πρωτομάστορας. Ἀναφέρεται σὲ διάφορα ἔγραφα ἀλλὰ ἔχουμε καὶ τὴν διάσωση τοῦ ὀνόματός του ἀπὸ τὴν νεστανιώτικη παράδοση ὡς Λάππας ἢ Λάππατος. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ παράδοση, μᾶς λέει ὅτι ἐκτὸς τῆς ἐκκλησία καὶ τῆς οἰκίας Ρεβελιώτη, στὴν Νεστάνη φαίνεται νὰ ἔφτιαξε καὶ τὴν οἰκία τοῦ Τσιακόπουλου καθὼς καὶ τὴν οἱκία τοῦ καπετᾶν Κωνσταντῆ Καρώνη (Καρωναίϊκο-Ταρλαίϊκο σπίτι). Οἰκία ποὺ ἀργότερα ἀγόρασε ὁ Πέτρος Ντόλας (Φωτόπουλος). Ἀκόμα λέγεται πὼς στὴν Νεστάνη ἀνοικοδόμησε καὶ ἕναν ἀχυρώνα.

6. Ὁ Σιμιαδαῖος Ταμπάκος, τὸ 1973, μιλώντας στὸν δάσκαλο Θεόδωρο Τζαβάρα, ποὺ ἔκανε καὶ τὴν καταγραφή, τοῦ εἶπε: «Τὴν ἐκκλησία μας, τὴν Μεταμόρφωση τῶν Σιμιάδων, ὅταν τὴν τελείωσε ὁ εργολάβος τὴν «γύρισε» στὸ ἐπάνω μέρος πρὸς τὰ μέσα. Τὴν ἐπόμενη ἢ μεθεπόμενη χρονιὰ ἦρθε καὶ ἔφτιαξε καὶ τὸν τροῦλο (μεγάλο τροῦλο).

Ἦταν ὁ ἴδιος ἐργολάβος ποὺ ἔφτιαξε καὶ τὴν ἐκκλησία Εὐαγγελίστρια τῶν Τσιπανῶν, ποὺ καὶ αὐτὴ τὴν «γύρισε γιὰ νὰ ξαναπάει νὰ φτιάξει τὸν τροῦλο της. Ὁ Κορίνθιος αὐτὸς ἐργολάβος ἢ πρωτομάστορας, ποὺ δὲν θυμόμαστε τ’ ὄνομά του, πέθανε μόλις τελείωσε τὸν τροῦλο τῆς Μεταμόρφωσης τῶν Σιμιάδων. Τὸν ἀναζήτησαν οι Τσιπιανίτες ἀλλὰ δὲν τὸν βρῆκαν».

3. Σὲ ἐπιστολὴ τῆς 14ης Ἰουλίου 1865, ὁ Γ. Ν. Ρεβελιώτης, ἀπευθυνόμενος στὸν γιὸ τοῦ Θεοδόση Δ. Ρεβελιώτη ποὺ ἦταν στὴν Ρωσία, γράφει: «Ἡ ἀνοικοδόμηση τῆς ἐκκλησίας ἐξακολουθεῖ. Ἐφέραμε ἕναν ἀξιόλογο ἀρχιτέκτονα ἀπὸ τὸ Ναύπλιον τὸν Νικ. Ζέρμαν καλύτερον ἀπὸ τὸν Κωστόπουλο καὶ ἀπὸ ἄλλους μηχανικούς.

Γίνονται καὶ δύο κωδωνοστάσια (καμπαναριὰ) ἕνα εἰς ἐκάστην πλευράν. Τὰ θεμέλιά τους εἶναι τρία μέτρα καὶ 80 ἐκατοστὰ βάθος καὶ τελείωσαν πρὸ ἡμερῶν. Τὸ αὐτὸ βάθος τῶν θεμελίων εἶναι τῆς ἐκκλησίας μὲ μῆκος 4.50 μ. πλάτος 3.50μ. ἀπὸ βδομάδα θὰ ἀρχίσουν καὶ τὰ ἔσωθεν τῆς ἐκκλησίας θεμέλια ἐπὶ τῶν ὁποίων θὰ γίνωσιν αἱ στῆλαι καὶ οἱ θόλοι. Τὰ μαστορικὰ θὰ κοστίσουν πλέον τῶν 8 χιλ. δρχ. ἐκτὸς τοῦ ὑλικοῦ καὶ πρὸς γνώσιν σου».

Στοιχεῖα γιὰ τὸ ἀφιέρωμά μας ἀντλήθηκαν ἀπὸ τὰ βιβλία:

Ἀθανάσιου Φιλ. Παπαγιάννη, Ἱστορία τῆς Νεστάνης Ἀρκαδίας, Ἐκδόσεις Ἱστορία καὶ Λαογραφία τοῦ Μοριᾶ, Ἀθήνα 2004.

Νικόλαος Ι Ρηγόπουλος, Ἱστορία τῆς Μαντινείας, Ἔκδοσις τῶν «Παγκοσμίων Στρατιωτικῶν Νέων», Ἀθήνα 1938.


© κειμένου-φωτογραφιων: Παναγιώτης Καρώνης 2018, μὲ τὴν ἐπιφύλαξη κάθε νομίμου δικαιώματος.
Οἱ δυὸ φωτογραφίες χωρὶς τὸν λογότυπο τοῦ blok, ὅπως ἐπισημαίνεται, εἶναι τοῦ Γιώργου Παπαδημητρίου (Λυγούρα) τὸν ὁποῖο καὶ εὐχαριστῶ γιὰ τὴν παραχώρηση.
Ἀπαγορεύεται ἡ ἀναδημοσίευση, ἢ ἀναπαραγωγή, ὁλική, μερικὴ ἢ περιληπτικὴ ἢ κατὰ παράφραση ἢ διασκευὴ καὶ ἀπόδοση τοῦ περιεχομένου τοῦ παρόντος ἄρθρου μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο, χωρὶς προηγούμενη συννενόηση μὲ τὸν συγγραφέα του.