Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2020

ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΤΩΝ ΑΡΚΑΔΩΝ – Ἀφιέρωμα

 

 

 

 

 

Τὸ Κοινὸ τῶν Ἀρκάδων – Ἀφιέρωμα

Προλεγόμενα

Μὲ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ μέτρα τὸ Κοινὸ τῶν Ἀρκάδων ἦταν ἕνα μεγάλο κράτος. Ἡ καθαυτὸ Ἀρκαδία εἶχε ἔκταση 4.700 τετραγωνικῶν χιλιομέτρων καί, ὅπως ὑπολογίζουν οἱ ἱστορικοί, 230.000 κατοίκους. Μὲ τὴν Τριδυλία, μερικὲς περιοχὲς τῆς Ἠλείας καὶ τὴ Σκιρίτιδα, τὸ Κοινὸ ἁπλώθηκε σὲ 5.700 – 5.800 τετραγωνικὰ χιλιόμετρα καὶ θὰ εἶχε ὣς 280.000 κατοίκους. Σὲ περίπτωση πανστρατιᾶς θὰ μποροῦσε νὰ κινητοποιήσεη 25.000 ἄνδρες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους 8.000 τουλάχιστον εἶχαν δική τους πανοπλία ὁπλίτη. Μὲ τὸν θεσμὸ ὅμως τῶν «ἐπαρίτων» ο ὁπλίτες ἦταν περισσότεροι.

Οὐσιαστικά, μιλᾶμε γιὰ ἕνα μεγάλο, ὑπολογίσημο κράτος, γι᾿ αὐτὸ καὶ βάλθηκε ἀπὸ τὶς πόλεις ποὺ έπιθυμοῦσαν ἡγεμονίες, ὅπως Θήβα καὶ Σπάρτη.

Ἡ Νεστάνη, ὡς ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς Μαντινείας, συμμετεῖχε βέβαια στὸ Κοινὸ τῶν Ἀρκάδων ἀκολουθώντας τὴν πόλη μὲ τὴν ὁποία γιὰ χρόνια εἶχε συνδέσει τὴ μοίρα της καὶ τὴν ἱστορία της· τὴ Μαντίνεια.

Προχωροῦμε λοιπὸν σὲ ἕνα ὅσο τὸ δυνατὸν ἀναλυτικὸ ἀφιέρωμα σὲ αὐτὸ τὸ ἱστορικὸ γεγονός, ποὺ μᾶς ἀφορὰ ὄχι μόνο σὰν Ἀρκάδες, ἀλλὰ καὶ σὰν πολίτες αὐτῆς τῆς χώρας· πολίτες ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ γνωρίζουν τὴν ἰστορία της. Ἐξάλλου, ὅπως μᾶς παραδίδει ὁ Εὐριπίδης: Ὄλβιος ὅστις τῆς ἱστορίας ἔσχε μάθησιν!

Παναγιώτης Καρώνης


Ἡ ἀρχὴ τοῦ Κοινοῦ...

σπουδαιότερος ἀπὸ τοὺς πολιτικοὺς ἠγέτες τῆς ἀναγεννημένης Μαντινείας, ὁ Λυκομίδης, ἔρριξε τὸ σύνθημα τῆς ἑνώσεως τῶν Ἀρκάδων σὲ ἕνα Κοινὸ μὲ δημοκρατικὴ ὀργάνωση. Σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα οἱ πιὸ πολλὲς ἀποδέχθηκαν αὐτὸ τὸ σύνθημα καὶ συνεργάσθηκαν μὲ τὴ Μαντίνεια γιὰ τὴ σύμπηξη τῆς νέας ὀμοσπονδίας.

Οἱ Τεγεάτες διασπάσθηκαν σὲ ἑνωτικοὺς με ἐπικεφαλῆς τὸν Καλλίβιο καὶ τὸν Πρόξενο καὶ ἀνθενωτικοὺς γύρω ἀπὸ τὸν Στάσιππο καὶ ἄλλους φίλους τῶν Σπαρτιατῶν. Ἡ τεγεατικὴ κυβέρνηση ἕνα συμβούλιο ἀπὸ πέντε, ὅπως φαίνεται, μέλη ποὺ λέγονταν «θεαροί»υἱοθέτησε τὴν ἀνθενωτικὴ στάση. Οἱ ἑνωτικοί, μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι εἶχαν τὸ λαὸ μαζί τους, τὸν κάλεσαν στὰ ὅπλα. Οἱ προβλέψεις τους ἐπιβεβαιώθηκαν: οἱ πολίτες ποὺ ἀντιπαρατάχθηκαν γύρω ἀπὸ τὸν Στάσιππο ἦταν λιγότεροι. Ἀλλά, ὅταν οἱ δυὸ παρατάξεις συγκρούστηκαν, οἱ ἑνωτικοὶ ὑποχώρησαν, ἀφοῦ ἔχασαν λίγους ἀπὸ τοὺς δικούς τους, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸν Πρόξενο. Ὁ Στάσιππος δὲν τοὺς καταδίωξε καὶ ἔτσι αὐτοὶ ἀποσύρθηκαν στὸ βόρειο τμῆμα τῆς πόλεως καὶ ἔστειλαν στὴ Μαντίνεια ἀγγελιοφόρο μὲ αἴτηση βοηθείας. Ὥσπου νὰ φτάσει αὐτή, ὁ Κάλλιβος ἄρχισε διαπραγματεύσεις μὲ τὸν Στάσιππο. Μόλις ὅμως φάνηκαν οἱ Μαντινεῖς, οἱ ἑνωτικοὶ ἄνοιξαν τὶς πύλες καὶ ὥρμησαν ἑναντίον τῶν ἀνθενωτικῶν. Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς κατέφυγαν σὲ ἕνα ναὸ τῆς Ἀρτέμιδος, ἀλλὰ ἀναγκάσθηκαν νὰ παραδοθοῦν, ὅταν οἱ διῶκτες τους τὸν ἀποστέγασαν καὶ τοὺς χτύπησαν μὲ τὰ κεραμίδια· ἔπειτα ὡδηγήθηκαν στὴν Τεγέα καὶ θανατώθηκαν σύμφωνα μὲ ἀπόφαση ποὺ ἐνέκριναν καὶ οἱ Μαντινεῖς. Οἱ περισσότεροι, περίπου 800, ζήτησαν ἄσυλο στὴ Σπάρτη.

Στὸν Ὀρχομενό, στὴν Ἡραία καὶ λίγες ἄλλες ἀρκαδικὲς πόλεις ἐπικράτησαν ἀνθενωτικοί. Ἡ στάση τῶν Ὀρχομενίων ὑπαγορευόταν καὶ ἀπὸ τοπικὰ αἰσθήματα ἐχθρότητας πρὸς τοὺς Μαντινεῖς.

 

 

 

Τὸ ἀρχαίο θέατρο τῆς Μεγαλοπόλεως, τὸ μεγαλύτερο ἑλλαδικὸ θέατρο. (πηγή).

.

 

Λακεδαιμόνιοι καὶ σύμμαχοι ἐναντίον τοῦ Ἀρκαδικοῦ Κοινοῦ

Οἱ Λακεδαιμόνιοι, ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ παραμείνουν ἀπαθεῖς ὅπως τὸν καιρὸ ποὺ ἀνοικοδομήθηκε ἡ Μαντίνειαγιατὶ ἡ ἀδράνειά τους ἐνθάρρυνε τὴ συσπείρωση τῶν ἐχθρικῶν πρὸς αὐτοὺς στοιχείων στὴν Πελοπόννησο καὶ γιατὶ εἶχαν κοινὰ σύνορα μὲ τὴν Τεγέα, ἀποφάσισαν νὰ βοηθήσουν τοὺς Τεγεάτες φίλους των. Αὐτὴ τὴ φορὰ ὄχι μόνο δὲν κωλύονταν ἀπὸ τὸ σύμφωνο ποὺ ὑπέγραψαν στὴν Ἀθήνα τὸ προηγούμενο ἔτος, ἀλλὰ καὶ εἶχαν τὸ δικαίωμα νὰ καταφύγουν στὰ ὅπλα, γιατὶ ἡ Μαντίνεια ἐπετέθη ἐναντίον τῆς τεγέας, παραβαίνοντας τοὺς ὅρκους. Μὲ τοὺς Λακεδαιμονίους συντάχθηκαν οἱ Ὀρχομένιοι, οἱ Ἡραιεῖς, οἱ Λεπρεάτες, οἹ Φλειασίοι. Μὲ τὸ Ἀρκαδικὸ Κοινὸ συμμάχισαν οἱ Ἀργείοι καὶ οἱ Ἠλεῖοι.

Τὰ στρατεύματα τῶν πόλεων τοῦ Ἀρκαδικοῦ Κοινοῦ μοιράσθηκαν στὰ δύο: οἱ Μαντινεῖς ἔμειναν στὴν πόλη τους, ἐπειδὴ περίμεναν ἐπίθεση ἀπὸ τοὺς Ὀρχομένιους, ποὺ ἐνισχύθηκαν ἀπὸ ἕνα σῶμα πελαστῶν μισθοφόρων, τὸ ὁποῖο σχημάτισε ὁ Λακεδαιμόνιος Πολύτροπος στὴν Κόρινθο ἀπὸ φυγάδες Ἀργείους καὶ Βοιωτούς· οἱ ὑπόλοιποι συγκεντρώθηκαν στὴν Ἀσέα, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸν λακωνικὸ στρατὸ ποὺ θὰ ὡδηγοῦσε ὁ Ἀγησίλαος. Ἐκεῖνος κατέλαβε τὴ συνοριακὴ πόλη Εὔταια καὶ περίμενε νὰ φτάση ὁ Πολύτροπος μὲ τοὺς ἄνδρες του. Ἐν τῷ μεταξὺ οἱ Μαντινεῖς καὶ ἄλλοι ἀρκάδες, ὣς 5.000, μὲ ἀρχηγὸ τὸν Λυκομήδη, ἀποπειράθηκαν νὰ καταλάβουν τὸν Ὀρχομενὸ μὲ ἔφοδο· ἀποκρούσθηκαν μὲ πολλὲς ἀπώλειες καὶ καταδιώχθηκαν ἀπὸ τοὺς μισθοφόρους· τέλος ἀναστράφηκαν καὶ τοὺς ἔκαμψαν, σκοτώνοντας πολλοὺς ἀπὸ αὐτούς, ἀκόμα καὶ τὸν ἀρχηγό τους. Ἡ φθορὰ τῶν μισθοφόρων θὰ ἦταν μεγαλύτερη, ἂν ἐκείνη τὴν ὥρα δὲν ἔφθαναν Φλειάσιοι ἱππεῖς ποὺ ἀπείλησαν τοὺς Ἀρκάδες μὲ κύκλωση.

Ὅταν ὁ Ἀγησίλαος πληροφορήθηκε τὸ γεγονός, κατάλαβε ὅτι, γιὰ νὰ συναντηθῆ μὲ τοὺς μισθοφόρους τοῦ Πολυτρόπου, ἔπρεπε νὰ προχωρήση πρὸς τὰ βόρεια. Πραγματικὰ εἰσέβαλε στὴ χώρα τῶν Μαντινέων καὶ ἄρχισε νὰ τὴ λαηλατῆ, ἐνῶ οἱ Ἀρκάδες ποὺ εἶχαν συγκεντρωθῆ στὴν Ἀσέα μεταστάθμευσαν στὴν Τεγέα μὲ σκοπὸ νὰ ἑνωθοῦν μὲ τοὺς Μαντινεῖς. Ἐν τῷ μεταξὺ εἶχαν ἐνισχυθῆ ἀπὸ ἕνα τμῆμα Ἀργείων. Ὁ Ἀγησίλαος τοὺς ἄφησε νὰ πραγματοποιήσουν τὸν σκοπό τους, γιατὶ δὲν ἤθελε νὰ βρίσκεται ἀνάμεσα σὲ δυὸ ἐχθρικὰ τμήματα. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὑποδέχθηκε σὲ λίγο τοὺς μισθοφόρους καὶ τοὺς Φλειασίους ἱππεῖς ποὺ τοὺς συνόδευαν.

Ἐνῶ γινόταν αὐτά, οἱ Ἀρκάδες καὶ οἱ σύμμεχοί τους ἀνέπτυσσαν διπλωματικὴ δραστηριότητα. Πρώτα ζήτησαν βοήθεια ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους· ἀλλὰ δὲν βρῆκαν ἀνταπόκριση. Ἡ στάση τῶν Ἀθηναίων ἐξηγεῖται: τυπικὰ ἔπρεπε νὰ λάβουν τὰ ὅπλα ἐναντίον τῶν Μαντινέων, γιατὶ αὐτοὶ ἦταν οἱ ἐπιτιθέμενοι· ἀλλὰ οὐσιαστικὰ δὲν εἶχαν λόγο νὰ βοηθήσουν ἕνα συνασπισμὸ ποὺ ἀπέβλεπε νὰ ἐξασθενίση τὴ Σπάρτη ἀκόμη περισσότερο, γεγονὸς ποὺ τελικὰ θὰ ὠφελοῦσε τοὺς Θηβαίους, τοὺς πιὸ ἐπικινδύνους ἀντιζήλους των ἐκείνη τὴν ὥρα. Ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἄρνηση τῶν Ἀθηναίων οἱ Ἀρκάδες καὶ οἱ σύμμαχοί τους ἀπευθύνθηκαν στοὺς Θηβαίους μὲ θετικά, ὅπως ἦταν φυσικό, ἀποτελέσματα. Οἱ Θηβαῖοι ὑποσχέθηκαν στρατιωτικὴ βοήθεια, ἀφοῦ δανείσθηκαν 10 τάλαντα ἀπὸ τοὺς Ἠλείους, γιὰ νὰ ἐξοπλισθοῦν.

Τὸ ἐκστρατευτικὸ σῶμα τῶν Ἠλείων, ποὺ ἔφτασε ἀργότερα στὴ Μαντίνεια, ἔφερε καὶ τὴν εἴδηση ὅτι οἱ Θηβαῖοι φτάνουν γρήγορα. Γιὰ τοῦτο ἡ ἡγεσία τοῦ ἀντισπατριατικοῦ συνασπισμοῦ ἀπέφυγε νὰ δεχθῆ τὶς προκλήσεις τοῦ Ἀγισηλάου. Ἐκεῖνος πάλι, ἀπὸ μιὰ μεριὰ ἀγνοώντας αὐτὸ τὸ στοιχεῖο καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη θέλοντας νὰ προφυλάξη τοὺς ἄνδρες του ἀπὸ τὶς ταλαιπωρίες μιᾶς χειμερινῆς ἐκστρατίας (ὅπως φαίνεται, εἶχε μπῆ ὁ Δεκέμβριος), ἐξεκενωσε τὴν Ἀρκαδία καὶ διέλυσε τὰ στρατεύματα.

Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸ οἱ Ἀρκάδες εἱσέβαλαν στὴ χώρα τῶν Ἡραίων καὶ ἐπιδόθηκαν σὲ πυρπολήσεις οἰκισμῶν καὶ καταστροφὲς δένδρων, γιὰ νὰ τοὺς τιμωρήσουν, ἐπιδὴ ἤθελαν νὰ μετάσχουν στὸ Κοινὸ καὶ συμαχοῦσαν μὲ τοὺς Λακεδαιμονίους.

 

 

Οι ρκάδες ἦταν πάντα περιζήτητοι πολεμιστές.


Βοιωτοὶ καὶ σύμμαχοι ἐκστρατεύουν στὴν Πελοπόννησο ὑπὲρ τοῦ ρκαδικοῦ Κοινοῦ

Ἐν τῷ μεταξὺ ἔφτασαν στὴ Μαντίνεια οἱ Βοιωτοὶ ἔχοντας μαζί τους Φωκεῖς, Λοκρούς, Ἡρακλεῶτες, Μαλιεῖς, Εὐοεῖς, Ἀκαρνάνες, καθὼς καὶ ἱππεῖς καὶ πελαστὰς Θεσσαλούς, ἴσως μισθοφόρους. Οἱ πηγὲς ἀναφέρουν ὅτι μαζὶ μὲ αὐτοὺς οἱ ἀντισπαρτιατικὲς δυνάμεις ἔφταναν τοὺς 40.000 ὁπλίτες καὶ τοὺς 30.000 πελταστάς. Πιθανότατα αὐτοὶ οἱ ἀριθμοὶ εἶναι ἐξωγκομένοι.

Ἄμεσο ἀποτέλεσμα τῆς ἀποχώρισης ἀπὸ τὴν Ἀρκαδία τῶν Σπαρτιατῶν καὶ τῶν συμμάχων τους καὶ τῆς ἀφίξεως τῶν Βοιωτῶν καὶ τῶν δικῶν τους συμμάχων ὑπῆρξε ἡ κάμψη τῆς ἀντιστάσεως τῶν ἀριστοκρατικῶν καὶ αὐτονομιστικῶν καθεστώτων στὸν Ὀρχομενό, στὴν Ἡραία καὶ στὶς ἄλλες ἀρκαδικὲς πόλεις ποὺ εἶχαν πάρει τὰ ὅπλα ἐναντίον τοῦ νεοσύστατου Κοινοῦ, τὸ ὁποῖο ἔτσι ἐπεκτάθηκε σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἀρκαδία.

Οἱ βοιωτάρχες, βλέποντας ὅτι ὁ Ἀγησίλαος εἶχε ἐκκενώσει τὴν Ἀρκαδία, θεώρησαν ὅτι ὁ λόγος τῆς ἐκστρατείας τους εἶχε ἐκλείψει καὶ θέλησαν νὰ ὡδηγήσουν τὰ στρατεύματά τους ἔξω ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο. Ἀντίθετα, οἱ Ἀρκάδες, οἱ Ἀργεῖοι, οἱ Ἡλεῖοι, διαπιστώνοντας τὴν ἀλκὴ τῶν Βοιωτῶν καὶ τὸ πλῆθος τῶν συμμάχων τους καὶ γνωρίζοντας ὅτι οἱ Λακεδαιμόνιοι ὑστεροῦσαν ἀριθμητικὰ καὶ εἶχαν χάσει τὴν αὐτοποπίθησή τους, ἐπέμειναν ὅτι ἔπρεπε ὅλοι μαζὶ νὰ εἰσβάλουν στὴ Λακωνική. Τὰ ἐπιχειρήματα αὐτὰ εἶχαν τὴν ἀξία τους· ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ οἱ βοιωτάρχες ἐγνώρισαν ὅτι ἡ Λακωνία προστατευόταν ἀπὸ δύσβατα σύνορα, ἐλάμβαναν ὑπ᾿ ὄψη τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἐποχὴ ἦταν προχωρημένη γύρω ἀπὸ τὸ χειμερινὸ ἡλιοστάσιοκαὶ ἐπὶ πλέον εἶχαν ὑποχρέωση νὰ ἐπιστρέψουν στὴ Θήβα σύντομα, ἐπειδὴ ἔληγε ὁ χρόνος τῆς ἀρχῆς τους καὶ ὁ νόμος ἀπειλοῦσε μὲ θάνατο ἐκείνους ποὺ δὲν τὴν παρέδιδαν ἀμέσως στοὺς διαδόχους των. Ἐνῶ οἱ γνῶμες κυμαίνονταν, ἔφθασαν στὸ συμμαχικὸ στρατηγεῖο φυγάδες περίοικοι, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνο ἐπανέλαβαν τὴν πληροφορία ὅτι ἡ ἄμυνα τῆς Λακωνίας ἦταν πολὺ ἰσχὴ ἀπὸ ἄποψη μαχίμων, ἀλλὰ καὶ βεβαίωσαν ὅτι σὲ περίπτωση εἰσβολῆς θὰ σηκώνοντας ὅλοι οἱ περίοικοι ἐναντίον τῶν Σπαρτιατῶν. Ὁ Ἐπαμεινώνδας καὶ Πελοπίδας υἱοθέτησαν ἀποφασιστικὰ τὴν ἰδέα τῆς ἐκστρατείας μέσα στὴ Λακωνία καὶ τελικὰ ἐπηρέασαν τοὺς ἄλλους ἡγήτορες καθὼς καὶ τοὺς ἐπίστρατους πολίτες.

Πάντα πυρπολώντας καὶ καταστρέφοντας οἱ εἰσβολεῖς προχώρησαν ὣς τὸ Ἔλος. Οἱ ὑπόλοιποι, ματαξὺ τῶν ὁποίων οἱ Βοιωτοί, πέρασαν τὸν Εὐρώτα κοντὰ στὶς Ἀμύκλες, συγκρούσθηκαν μέ Λακεδαιμονίους ὁπλίτες καὶ ἱππεῖς κοντὰ στὸ ἱερὸ τοῦ Ποσειδῶνος Γαιαόχου καὶ προσέβαλαν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες τὸ τεῖχος τοῦ Γυθείου, ὅπου καὶ ὁ ναύσταθμος τῶν Σπαρτιατῶν. Τὴν ἴδια τὴ Σπάρτη δὲν τὴν ἀπείλησαν. Ὅπως φαίνεται, οἱ ἡγήτορες τῶν συμμάχων συγκρατήθηκαν ἀπὸ τὴ σκέψη ὅτι οἱ Σπαρτιάτες θὰ πολεμοῦσαν ἀπελπισμένα. Ἐξ ἄλλου οἱ Ἀρκάδες συγκέντρωναν ἐν τῷ μεταξὺ ὅση λεία μποροῦσαν καὶ διέρρεαν πρὸς τὶς ἑστίες του. Τὸ παράδειγμά τους ἀκολούθησαν οἱ Πελοποννήσιοι ποὺ κατοικοῦσαν πιὸ μακριά. Μετὰ τὴ δήωση καὶ τὴ λεηλασία τῆς κοιλάδος τοῦ Εὐρώτα καὶ φοῦ ἔγινε φανερὸ ὅτι ἡ ἐκστρατεία δὲν ἐπρόπειτο νὰ ἔχη ἄλλα ἀποτελέσματα, οἱ σύμμαχοι στρατηγοὶ ὡδήγησαν τὰ τμήματά τους στὴν Ἀρκαδία.

Αὐτὴ ἡ ἐκστρατεία εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα νὰ ἀπελευθερώση τὴ Μεσσηνία πὸ τὸν Σπαρτιατικὸ ζυγό, νὰ ἑνώση πολιτικὰ τοὺς Ἀρκάδες καὶ νὰ καταστήση αὐτόνομες τὶς ἑλληνικὲς πόλεις.

 

 

Κοῦροι. Σκηνή ἀπὸ τὴν τελετὴ ἔναρξης τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων 2004.


 

Ἀρκάδες καὶ Ἠλεῖοι τὸ 369 π.Χ.

Ὁ Μαντίνειος Λυκομήδης, ποὺ πως εἴπαμε, ἦταν ὁ κύριος ἱδρυτὴς τοῦ Ἀρκαδικοῦ Κοινοῦ καὶ ὁ πιὸ ἰσχυρὸς ἀπὸ τοὺς ἡγέτες του, καλοῦσε τοὺς συμπολίτες του νὰ πάψουν νὰ ὑπηρετοῦν τὰ θηβαϊκὰ συμφέροντα καὶ νὰ χαράξουν δική τους πολιτικὴ γραμμή. Τοὺς τόνιζε ὅτι ἦταν οἱ μόνοι αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς Πελοποννήσου, τὸ μεγαλύτερο ἑλληνικὸ φύλο, ἀλλὰ καὶ τὸ ἀλκιμώτατο, ἀφοῦ ἦταν περιζήτητοι ὡς μισθοφόροι καὶ ὡς σύμμαχοι. Παλαιότερα, ἔλεγε, οἱ Λακεδαιμόνιοι δὲν ἐξεστράτευαν ἐναντίον τῶν Ἀθηναίων χωρὶς Ἀρκάδες· καὶ τώρα οἱ Θηβαῖοι εἰσέβαλαν στὴ Λακεδαίμονα μὲ τὴ βοήθειά τους. «Ἂν βάλετε μυαλό, θὰ ἀπαλλαγται ἀπὸ τὴν ὑποχρέωση νὰ πακούετε ἄλλους. Ὅπως στὸ παρελθὸν συντελέσατε στὴν αὔξηση τῆς δυνάμεως τῶν Λακεδαιμονίων κολουθώντας τους στὶς ἐκστρατεῖες τους, ἔτσι κινδυνεύετε νὰ δῆτε σὲ λίγο τοὺς Θηβαίους νὰ μεταβάλλονται σὲ ἄλλους Λακεδαιμονίους, ἂν τοὺς ἀκολουθῆται χωρὶς ἀντίρρηση καὶ δὲν παιτῆται συμμετοχὴ στὴν ἡγεσία». Οἱ Ἀρκάδες ὑπερηφανεύονταν κούγοντας αὐτὰ τὰ λόγια καὶ ἀντλοῦσαν αὐτοπεποίθηση ἀπὸ τὰ στρατιωτικὰ ἐπιτεύγματά τους. Ἀλλὰ οἱ Θηβαῖοι ἄρχισαν νὰ ψυχραίνονται μαζί τους.

Συγχρόνως ἐντάθηκαν οἱ σχέσεις τῶν Ἀρκάδων μὲ τοὺς Ἡλείους. Οἱ δεύτεροι, μετὰ τὸν κλονισμὸ τῆς Σπάρτης, ἐπιδίωξαν νὰ ἐπαναφέρουν κάτω πὸ τὴν ἐπικυριαρχία τους ὅλους τοὺς περιοίκους των, τοὺς ὁποίους εἶχαν ἀφήσει ἐλεύθερους τὸ 398 π.Χ. ὑπείκοντας σὲ σπαρτιατικὴ πίεση. Ἀλλὰ οἱ Ἀρκάδες διακήρυξαν ὅτι οἱ Τριφύλιοι καὶ ἄλλοι ἀπὸ τοὺς πληθυσμοὺς ποὺ διεκδικοῦσαν οἱ Ἡλεῖοι ἦταν ἀρκαδικῆς καταγωγῆς καὶ ὄχι μόνο τοὺς ἐνθάρρυναν νὰ μὴν ὑποκύψουν στοὺς Ἡλείους, ἀλλὰ καὶ τοὺς δέχθηκαν στὸ Ἀρκαδικὸ Κοινό, χωρὶς νὰ δίνουν σημασία στὶς διαμαρτυρίες τῶν Ἡλείων.

Ὡστόσο οἱ Ἡλεῖοι ἀνέκτησαν ἕνα μικρὸ μέρος ἀπὸ τοὺς τέως περιοίκους των. Δὲν τοὺς πανέφεραν ὅμως στὴν παλαιὰ πολιτικὴ θέση τους, λλὰ τοὺς ἔδωσαν ἰσοπολιτεία, ὅπως φαίνεται πὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀπὸ τὸ 368 π.Χ. καὶ ἔπειτα ὁ ἀριθμὸς τῶν φυλῶν, στὶς ὁποῖες κατανέμονται οἱ Ἡλεῖοι πολίτες αὐξήθηκε ἀπὸ 10 σὲ 12.

 

 

 

Δυὸ ἀπόψεις τῆς πύλης τῆς ἀκροπόλεως τῆς ἀρχαίας Νεστάνης ὅπως διασώζεται σήμερα. Πάνω: ἄποψη κατὰ τὴν εἴσοδο. Κάτω Ἄποψη ἀπὸ τὴν ἐντὸς τοῦ ὀχυρωμένου λόφου πλευρά.

 

Τὸ Ἀρκαδικὸ κοιν

Τὸ Ἀρκαδικὸ κοινὸ δὲν εἶχε ἀκόμη ἀποκτήσει μιὰ μόνιμη πρωτεύουσα, ἐξ αἰτίας τῶν ἀντιζηλιῶν ποὺ χώριζαν τὶς κυριότερες πόλεις, ἔπειτα ἀπὸ μακρὰ καὶ δραστήρια παράδοση τοπικισμοῦ καὶ προστριβῶν. Ἔτσι οἱ Ἀρκάδες ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ ἐπιλέξουν ἀνάμεσα στὴν παράταση τῆς ἐκκρεμότητος καὶ στὴν ἵδρυση μιᾶς νέας πόλεως. Ἡ δεύτερη λύση ἐνισχυθηκε ἀπὸ τὴν πρόσφατη εἰσβολὴ τῶν Σπαρτιατῶν στὴν Ἀρκαδία, ποὺ ἔκαμε αἰσθητὴ τὴν ἀνάγκη νὰ ἐνισχυθῆ ἡ κοιλάδα τοῦ Ἀλφειοῦ μὲ ἕνα ἰσχυρὸ ἀμυντικὸ ἔργο, ὅπως μιὰ μεγάλη πόλη μὲ μεγάλα καὶ ψηλὰ τείχη. Ἡ κατάλληλη θέση βρέθηκε κοντὰ στὶς ὄχθες τοῦ Ἑλισσῶνος κάπου τέσσερα χιλιόμετρα πρὶν ἀπὸ τὴ συμβολή του μὲ τὸν Ἀλφειό, στὸ ὑψίπεδο ποὺ χωρίζει τὴν ἄνω κοιλάδα αὐτοῦ τοῦ ποταμοῦ ἀπὸ τὴν ἄνω κοιλάδα τοῦ Εὐρώτα. Τὶς σχετικὲς ἐργασίες διηύθυνε μιὰ ἐπιτροπή, στὴν ὁποία ντιπροσωπεύθηκαν ἡ Παρισσία, ἡ Τεγέα, ἡ Μαιναλία, ἡ Μαντίνεια, καὶ ὁ Κλείτωρ. Οἱ κάτοικοι τῆς νέας πόλεως προῆλθαν πὸ 20 περίπου κῶμες. Τὸ κράτος περιέλαβε ἰσάριθμους περίπου οἰκοισμοὺς τῆς Παρρασίας, τῆς Εὐτρησίας, ἑνὸς μέρους Μαιναλίας, καθὼς καὶ τῶν τέως σπαρτιατικῶν περιοχῶν τῆς Αἰγύτιδος καὶ τῆς Σκιρίτιδος, συνολικῆς ἐκτάσεως ἴσης μὲ τὸ 1/3 τῆς Ἀρκαδίας. Ἡ περίμετρος τῶν τειχῶν της, 8.400 μ., ποὺ περιέκλειαν ἔκταση 370 κταρίων, ἦταν πολὺ μεγαλύτερη ἀπὸ ση θὰ χρειαζόταν ἡ προστασία τοῦ προβλεπόμενου μόνιμου πληθυσμοῦ της ἀπὸ ἐχθρικὲς ἐπιθέσεις· πέβλεπε λοιπὸν καὶ στὴν κάλυψη τῶν κατοίκων τῆς ὑπαίθρου μαζὶ μὲ τὰ κοπάδια τους. Ἀκριβῶς ἐξ αἰτίας τοῦ ἀσυνήθιστου μεγέθους της ἡ νέα πόλη ὀνομάσθηκε ἁπλῶς «Μεγάλη Πόλις». Τὰ τρία πλεονεκτήματά της, θέση, μέγεθος καὶ ἔλλειψη ἱστορικοῦ παρελθόντος , τὴν ἔκαναν πίσης κατάλληλη γιὰ νὰ γίνη πρωτεύουσα τοῦ Άρκαδικοῦ Κοινοῦ. Ἔτσι μαζὶ μὲ τὰ τείχη καὶ τὰ οἰκήματα ἄρχισαν νὰ κτίζονται δημόσια κτήρια, ὅπως τὸ Θερσίλειο –αἴθουσα συνεδριάσεως τῆ συνελεύσεως τῶν «μυρίων» (52 x 66 μ.)–, γορά, ναοί, καθὼς καὶ τὸ μεγαλύτερο ἑλλαδικὸ θέατρο. Τὸ ρεῦμα τοῦ Ἑλισσῶνος χώρισε τὴν πόλη σὲ δύο μέρη: τὸ βόρειο προορίσθηκε γιὰ τὴν κατοίκηση· τὸ νότιο γιὰ τὴ δημόσια καὶ κοινωνικὴ δραστηριότητα. Οἱ Ἀρκάδες ἔλαβαν χρηματικὲς ἐνισχύσεις ἀπὸ διάφορες ἑλληνικὲς πόλεις, γιὰ νὰ ἀποπερατώσουν τὰ τείχη καὶ τὰ ἄλλα δημόσια ἔργα. Ὅπως παρατηρήθηκε ἡ ἵδρυση τῆς Μεγαλοπόλεως συμπλήρωσε τὴν περικύκλωση τῶν Σπαρτιατῶν, συγχρόνως ὅμως ἐνίσχυσε τὸ Ἀρκαδικὸ κοινὸ πέναντι στοὺς λείους καὶ στοὺς ἴδιους τοὺς Θηβαίους καὶ ἐνθάρρυνε τὶς ἀρκαδικὲς τάσεις γιὰ ἀνεξάρτητη πολιτική.

Οἱ βασικοὶ θεσμοὶ τοῦ Ἀρκαδικοῦ Κοινοῦ διαμορφώθηκαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς συστάσεώς του. Τὰ ὄργανα καὶ ἡ διοίκησή του πῆραν τὴν ὁριστικὴ μορφή τους μετὰ τὴν ἐπέκτασή του σὲ ὅλη τὴν Ἀρκαδία, τὴν Τριφυλία, σὲ μερικὲς περιοχὲς τῆς Ἡλείας, καὶ στὴ Σκιρίτιδα καὶ μετὰ τὴν ἵδρυση τῆς Μεγαλοπόλεως καὶ τοῦ κράτους της. Σὲ τελευταία ἀνάλυση ἡ ἐξουσία ἀνῆκε στοὺς πολίτες τῆς ὁμοσπονδίας, οἱ ὁποῖοι τὴν ἀσκοῦσαν σὲ πάνδημες συνελεύσεις, ἁρμόδιες νὰ λάβουν ποφάσεις γιὰ σημαντικὰ ζητήματα, νὰ ἐκλέξουν ἄρχοντες καὶ νὰ τοὺς έλέγξουν. Δυστυχῶς, δὲν γνωρίζουμε ἂν πλήρη πολιτικὰ δικαιώματα εἶχαν ὅλοι οἱ ἐνίληκοι ἐλεύθεροι Ἀρκάδες. Ἄμεσες μαρτυρίες δὲν ὑπάρχουν· οἱ ἔμμεσες ἐνδείξεις δὲν εἶναι ποφασιστικές. Τὸ πολιτικὸ σῶμα καὶ ἡ συνέλευσή του χαρακτηρίζονταν μὲ τὸν ὅρο «μύριοι». Ὅπως ἔχει παρατηρηθῆ, ἂν αὐτὸς ὁ ὅρος σήμαινε πραγματικὰ ὅτι οἱ πολίτες ἦταν μόνο 10.000, τὸ πολίτευμα τοῦ Κοινοῦ δὲν θὰ ἦταν δημοκρατικό. Ἀλλὰ θὰ νῆκε στὴν κατηγορία τῶν πολὺ ἀνοιχτῶν ὀλιγαρχιῶν (ποὺ ὁ Ἀριστοτέλης ὀνομάζει «πολιτεῖες»). Ἀλλὰ δὲν ἀποκλείεται ὁ ὅρος «μύριοι»νὰ μὴν εἶχε ἀκριβῆ ἀριθμητικὴ σημασία. Ἐπίσης ἀγνοοῦμε τὴ συχνότητα τῶν ταχτικῶν συνεδριάσεων αὐτοῦ τοῦ σώματος: ὅσο πιὸ πυκνὲς ἦταν, τόσο περισσότερο δημοκρατικὸ θὰ ἦταν τὸ πολίτευμα. Ἄλλο πρόβλημα εἶναι τὸ ἀκόλουθο: οἱ ποφάσεις λαμβάνοντας μὲ ψηφοφορία κατὰ κεφαλὴν ἢ κατὰ πόλεις; Ὑπάρχουν κάποιες πιθανότητες ὅτι συνέβαινε τὸ πρῶτο. Μαρτυρεῖται «βουλὴ Ἀρκάδων», ἡ ὁποία συνέπραττε μὲ τοὺς «μύριους» γιὰ τὴ λήψη ποφάσεων, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν τυπικὴ διατύπωση: «ἔδοξε τῇ βουλῇ τῶν Ἀρκάδων καὶ τοῖς μυρίοις». Ἀγνοοῦμε ὅμως ἂν ὁ ρόλος τῆς βουλῆς, ἦταν μόνο προβουλευτικὸς ἢ εὐρύτερος. Ἀναφορικὰ μὲ τὴν προέλευσή της, ὑποτίθεται ὅτι τὰ μέλη της ἀντιπροσώπευαν τὰ ὁμόσπονδα κράτη ἀνάλογα μὲ τὸν πληθυσμό τους. Αὐτὴ ἡ ὑπόθεη στηρίζεται σὲ μιὰ ἄλλη, πολὺ πιθανή, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία οἱ ἄρχοντες ποὺ λέγονταν «δαμιουργοὶ» ἦταν μιὰ ἐπιτροπὴ τῆς βουλῆς, νάλογη μὲ τοὺς πρυτάνεις τῶν Ἀθηναίων ἢ τοὺς «ἀποκλύτους» τῶν Αἰτωλῶν. Οἱ «δαμιουργοὶ» ἦταν 50 καὶ κατανέμονταν μὲ τὸν ἀκόλουθο τρόπο: 10 Μεγαλοπολίτες, ἀπὸ 5 Τεγεάτες, Μαντινεῖς Κουνούριοι, Ὀρχομένιοι, Κλειτόριοι, Ἡραιεῖς, Θελφούσιοι, 3 Μαιναλεῖς, 2 Λεπρεάτες. Ἐρωτᾶται ἂν οἱ «ἄρχοντες», ποὺ ἀναφέρονται σὲ φιλολογικὴ πηγή, ἦταν ἰδιαίτερη ἀρχὴ ἢ πρέπει νὰ ταυτισθοῦν μὲ τοὺς «δαμιουργούς». Αὐτοὶ οἱ «ἄρχοντες» εἶχαν ἐκτεταμένες ξουσίες, μποροῦσαν νὰ λάβουν σοβαρὲς ἀποφάσεις, ἀλλὰ αὐτὲς κρίνονταν ἐκ τῶν ὑστέρων πὸ τοὺς «μυρίους». Μετὰ τὸ τέλος τῆς ρχῆς τους λογοδοτοῦσαν στοὺς ἐντολεῖς τους. Ἐπικεφαλῆς τοῦ ἐκτελεστικοῦ ἦταν ἕνας αἱρετὸς ἄρχων, ποὺ λεγόταν «στρατηγός». Αὐτὴ τὴ θέση κατεχε ὅσο ζοῦσε Λυκούργος.

Σὲ καιρὸ εἰρήνης τὸ Ἀρκαδικὸ Κοινὸ διατηροῦσε ἕνα στρατὸ 5.000 ἐπιλέκτων, τῶν «ἐπαρίτων». Σὲ καιρὸ πολέμου ἐπιστρατεύονταν καὶ ἄλλοι πολίτες. Ο θεσμὸς τοῦ μονίμου στρατοῦ καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀνδρῶν του εἶναι στοιχεῖα ἀξιοπρόσεκτα. Ὥς τώρα μόνιμοι στρατοὶ ἦταν οἱ κλάσεις τῶν νεοσυλέκτων σὲ διάφορα δημοκρατούμενα ἢ ὀλιγαρχούμενα κράτη καὶ σώματα μισθοφόρων στὴν ὑπηρεσία τυράννων. Γιατί οἱ Ἀρκάδες κρατοῦσαν στὰ ὅπλα τόσους ἄνδρες; Οἱ λόγοι ἀμύνης καὶ ἐπιβολῆς τῆς κεντρικῆς κυβερνήσεως ποὺ ἔχουν προβληθῆ ἀπὸ διάφορους ἱστορικοὺς μποροῦν νὰ νταποκρίνονται στὴν πραγματικότητα ὡς ἕνα ὁρισμένο βαθμό. Ἴσως ὁ κυριότερος λόγος εἶναι ἄλλος: ἡ συγκράτηση στὸν τόπο τῶν μαχίμων Ἀρκάδων, ποὺ διαφορετικὰ θὰ ναγκάζονταν νὰ γίνουν μισθοφόροι σὲ ξένα κράτη, ὅπως καναν κατὰ παράδοση ἀπὸ ἄλλες δεκαετίες, καὶ ἑπομένως θὰ ἔλειπαν, ὅταν χρειάζονταν. Ἡ πολιτικὴ ποὺ χάραξε γιὰ τὸ Ἀρκαδικὸ Κοινὸ ὁ Λυκομίδης δὲν θὰ μποροῦσε νὰ φαρμοσθῆ χωρὶς χρησιμοποίηση τοῦ συνόλου τῶν μαχίμων Ἀρκάδων. Ἔστι τὸ Ἀρκαδικὸ Κοινὸ προσελάμβανε τὸ ἴδιο ὡς μισθοφόρους τοὺς πολίτες του ποὺ κινδύνευαν νὰ ζητήσουν ἀλλοῦ πόρο ζωῆς, ὥστε νὰ τοὺς ἔχη καὶ σὲ καιρὸ πολέμου. Φυσικά, αὐτὸ τὸ μέτρο προκαλοῦσε σοβαρὲς δαπάνες, οἱ ὁποῖες ἀντιμετωπίζονταν μὲ συνεισφορὲς τῶν πόλεων καὶ μὲ τὰ πολεμικὰ λάφυρα.

Τὰ κράτη ποὺ συναπετέλεσαν τὸ Ἀρκαδικὸ Κοινὸ διατήρησαν ἕνα βαθμὸ κυριαρχίας: εἶχαν πολίτες (ποὺ ἦταν καὶ πολίτες τοῦ Κοινοῦ), Ἐκκλησία τοῦ δήμου, Βουλή, ἄρχοντες· μερικὰ έξακολούθησαν νὰ ἐκδίδουν νόμισμα.

Μὲ τὰ ρχαῖα ἑλληνικὰ μέτρα τὸ Κοινὸ τῶν Ἀρκάδων ἦταν ἕνα μεγάλο κράτος. Ἡ καθαυτὸ Ἀρκαδία εἶχε ἔκταση 4.700 τετραγωνικῶν χιλιομέτρων καί, ὅπως ὑποτίθεται, 230.000 κατοίκους. Μὲ τὴν Τριδυλία, μερικὲς περιοχὲς τῆς Ἠλείας καὶ τὴ Σκιρίτιδα, τὸ Κοινὸ ἁπλώθηκε σὲ 5.700 – 5.800 τετραγωνικὰ χιλιόμετρα καὶ θὰ εἶχε ὣς 280.000 κατοίκους. Σὲ περίπτωση πανστρατιᾶς θὰ μποροῦσε νὰ κινητοποιήση 25.000 ἄνδρες, άπὸ τοὺς ὁποίους 8.000 τουλάχιστον εἶχαν δική τους πανοπλία ὁπλίτη. Μὲ τὸν θεσμὸ ὅμως τῶν «ἐπαρίτων» ο ὁπλίτες ἦταν περισσότεροι.

Οἱ Ἀρκάδες μὲ τὴν δημιουργία τοῦ Κοινοῦ ἄρχισαν νὰ τοποθετοῦν τὶς φιλοδοξίες τους καὶ τὶς ἐπιδιώξεις τους ὑψηλότερα ἀπὸ τὰ κοινὰ συμφέροντα ποὺ τοὺς εἶχαν ἑνώσει λίγο νωρίτερα μὲ τοὺς Θηβαίους καὶ τοὺς Ἠλείους, ὅταν ἐπρόκειτο ὅλοι μαζὶ νὰ καταλάβουν τοὺς Σπαρτιάτες, καὶ οἱ σχέσεις μὲ τὴ Θήβα ἄρχισαν νὰ ὠχριοῦν φτάνοντας σὲ σημεῖο νὰ ἀντισταθοῦν στὴν θηβαϊκὴ ἀντιπροσωπία γιὰ σύναψη νέας «κοινῆ εἰρήνης» ποὺ θὰ καθηστοῦσε τοὺς Ἕλληνες ὐποχείριους τῶν Θηβαίων. Ἡ πρώτη κρίση μὲ μονιμότερες συνέπειες στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ἀντιθηβαϊκῆς παρατάξεως σημειώθηκε τὸ 366 π.Χ. μὲ ἀφορμὴ τὴν κατάληψη τοῦ Ὠρωποῦ ἀπὸ τοὺς Θηβαίους.

Ἡ κρίση μεταξὺ τῶν Ἀθηναίων καὶ τῶν συμμάχων τους εἶχε ἄμεσο ἐντίκτυπο στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ἀντίπαλου συνασπισμοῦ. Ὁ Λύκομίδης διέκρινε τὴ δυνατότητα νὰ ἐπωφεληθῆ ἀπὸ αὐτήν, γιὰ νὰ ἐπιτύχη τὴ σύναψη συμμαχίας μεταξὺ Ἀρκάδων καὶ Ἀθηναίων, ὁπότε τὸ Ἀρκαδικὸ κοινὸ θὰ μποροῦσε νὰ ἐγκαταλείψη ἀπροσχημάτιστα τὴ συμμαχία μὲ τοὺς Βοιωτούς, χωρὶς νὰ διατρέχη κίνδυνο ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους συμμάχους των. Ἡ Ἐκκλησία τῶν «μυρίων» ἐνέκρινε αὐτὴ τὴ στροφὴ τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς καὶ ἀνέθεσε στὸν ἴδιο τὸν Λυκομίδη νὰ διεξαγάγη τὶς σχετικὲς διαπραγματεύσεις μὲ τοὺς Ἀθηναίους. Ἐκεῖνοι ἄκουσαν τὸν ξένο τους μὲ ἔκπληξη καὶ ἐνδιαφέρον. Στὴ θέση ποὺ βρίσκονταν, ἡ προοπτικὴ συμμαχίας μὲ τοὺς Ἀρκάδες ἦταν πολὺ ἐλκιστική. Ἀλλὰ οἱ Ἀρκάδες ἦταν ἐχθροὶ τῶν Λακεδαιμονίων, μὲ τοὺς ὁποίους οἱ Ἀθηναῖοι ἦταν ἤδη σύμμαχοι. Ἦταν ἐπιτρεπτὸ νὰ συμμαχίσουν μὲ δυὸ ἐχθρούς; Πῶς θὰ ἐξεπλήρωναν τὶς ὑποχρεώσεις τους στὸν ἕναν ἀπὸ τοὺς συμμάχους, χωρὶς νὰ ἔλθουν σὲ σύγκρουση μὲ τὸν ἄλλον; Τί θὰ γινόταν στὴν περίπτωση ποὺ θὰ εἶχαν ὑποχρέοση νὰ συντρέξουν καὶ τοὺς δύο; Στὸ πρῶτο ἐρώτημα ἀπάντησαν μὲ τὸ ἐπιχείρημα ὅτι δίνοντας στοὺς Ἀρκάδες τὴ δυνατότητα νὰ μὴν ἔχουν τὴν ἀνάγκη τῶν Θηβαίων προσέφεραν ὑπηρεσία στοὺς ἴδιους τοὺς Λακεδαιμονίους. Αὐτὸ τὸ ἐπιχείρημα δὲν ἦταν ὰπλὸ πρόσχημα· εἶχε πραγματικὰ κάποια άξία στὸ πρακτικὸ ἐπίπεδο καὶ μποροῦσε νὰ ἀποφέρη καρποὺς στὸ μέλλον ἀπομακρύνοντας τοὺς Ἀρκάδες ἀπὸ τοὺς Θηβαίους ἀκόμη περισσότερο. Ἔπρεπε ὅμως νὰ τὸ καταλάβουν καὶ οἱ Λακεδαιμόνιοι, καθὼς καὶ οἱ ἄλλοι σύμμαχοι· διαφορετικὰ ἡ προσέγγιση Ἀθηναίων – Ἀρκάδων θὰ ἔθετε σὲ κίνδυνο τὴ συμμαχία Ἀθηναίων – Λακεδαιμονίων. Γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν τὴ δεύτερη δυσκολία, οἱ Ἀθηναῖοι συμφώνησαν μὲ τοὺς Ἀρκάδες νὰ τοὺς βοηθοῦν μὲ ἱππικὸ «εἴ τις στρατεύοιτο ἐπὶ Ἀρκαδίαν» καὶ νὰ μὴν συνεργάζονται μαζί τους σὲ ἐπιχειρήσεις μέσα σὲ λακωνικὸ ἔδαφος. Ἂν αὐτοὶ οἱ ὅροι ἦταν διατυπωμένοι ἔτσι, ὅπως μᾶς τοὺς παραδίδει ὁ Ξενοφῶν, δὲν ἦταν ἀρκετὰ ξεκάθαροι: τὸ «εἴ τις» εἶναι τόσο γενικὸ καὶ ἀόριστο, ὥστε καλύπτει καὶ περίπτωση ἐπιθέσεως ἀπὸ τοὺς Λακεδαιμονίους· ὁ δεύτερος ὅρος θὰ εἶχε ἐφαρμογὴ μόνο στὴν περίπτωση ποὺ οἱ Άρκάδες καὶ οἱ σύμμχοί τους θὰ ἀποθοῦσαν ἐπίθεση Λακεδαιμονίων καὶ θὰ τοὺς καταδίωκαν πέρα ἀπὸ τὰ σύνορα. Τὸ τρίτο πρόβλημα δὲν ἀντιμετωπίσθηκε γιατὶ ἦταν πραγματικὰ ἄλυτο. Ὁ Λυκομήδης δολοφονήθηκε στὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς ἀπὸ Άρκάδες πολιτικοὺς φυγάδες. Ἀλλὰ ὁ θάνατός του δὲν στάθηκε ἐμπόδιο στὴν ἐπικύρωση ἀπὸ τὴν ἀρκαδικὴ πλευρὰ τοῦ σχεδίου συμμαχίας ποὺ ζήτησε μὲ τοὺς Ἀθηναίους.

 

 

 

Τὸ ἀρχαίο θέατρο τῆς Μαντινείας μὲ φόντο τὸν λόφο Γκορτσούλι.

 

διάσπαση τοῦ ρκαδικοῦ Κοινοῦ

Παρ᾿ ὅλη τὴν προσπάθεια, τὸ Κοινὸ τῶν Ἀρκάδων δὲν μπόρεσε νὰ ἀποκτήση συνοχὴ μέσα στὰ λάχιστα χρόνια τῆς ὑπάρξεώς του. Οἱ παλαιὲς ἀντιθέσεις μεταξὺ τῶν πόλεων δὲν ἐκόπασαν. Ἡ οἰκονομία ἦταν πολὺ καθυστερημένη, τὸ ἐθνικὸ εἰσόδημα χαμηλό, τὸ ποσοστὸ τῶν φτωχῶν ἀπὸ τὰ ὑψηλότερα στὸν ἑλληνικὸ κόσμο. Γιὰ τούτους τοὺς λόγους καὶ ἐπειδὴ ἐπὶ πλέον εἶχαν ἀπὸ καιρὸ ἐξασθεσήνει τὰ παραδοσικὰ κοινωνικὰ πλαίσια, οἱ ταξικὲς ἀντιθέσεις καὶ οὶ πολιτικοὶ ἀγῶνες ποὺ τὶς ἀνακλοῦσαν προσελάμβαναν μεγάλη ὀξύτητα. Συνηθισμένα μέσα ἀνακουφὶσεως τῆς ἔνδειας καὶ τῶν κοινωνικῶν ἐπακολουθημάτων της ἦταν οἱ λεηλασίες καὶ κατακτήσεις, καθὼς καὶ ἡ ἀναζήτηση ἐργασίας στὸ ἐξωτερικὸ μὲ τὴ μορφὴ κατατάξεως σὲ μισθοφορικοὺς στρατούς. Ἀπὸ τὴν ἵδρυση τοῦ Κοινοῦ οἱ πόλεμοι ἔγιναν πιὸ ἐπικερδεῖς: οἱ Ἀρκάδες πολεμοῦσαν τώρα γιὰ λογαριασμό τους, καὶ ἀποκλειστικὰ ἐναντίον γειτόνων, γεγονὸς ποὺ ἐπέτρεπε τὴν ἀποκομηδὴ μεγάλων ποσοτήτων λείας. Ἐξ ἄλλου κατὰ τὰ διαστήματα τῆς εἰρήνης πολλοὶ ἄποροι παρέμεναν στὶς τάξεις τοῦ μόνιμου στρατοῦ τῶν 5.000 «ἐπαρίτων» καὶ ἔτσι ἐξασφάλιζαν μονιμώτερη ἔμμισθη ἐργασία. Λαμβάνοντας ὑπ᾿ ὄψην ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ ἑλληνικὰ κράτη δὲν συνήθιζαν νὰ διατηροῦν στρατὸ ἀπὸ πολίτες μεταξὺ δύο πολέμων (ἐκτὸς φυσικὰ ἀπὸ τὶς κλάσεις τῶν νεοσυλλέκτων), καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τὸ ὑψηλὸ ἐπίπεδο ἀνεργίας στὴν Ἀρκαδία, εἶναι εὔλογο νὰ ὑποθέσει κανεὶς ὅτι ἡ ἀνάγκη ἀντιμετώπίσεως αὐτοῦ τοῦ φαινομένου ἐπηρέασε καὶ τὴν ἀρχὴ τοῦ μέτρου καί, ἀκόμη περισσότερο, τὸν μεγάλο ἀριθμὸ τῶν ἀνδρῶν ποὺ ὑπηρετοῦσαν σ᾿ αὐτὸ τὸ σῶμα. Ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐξασφαλησθῆ ἡ μισθοτροφοδοσία τόσων «ἐπαρίτων» χρειάζονταν πολλὰ χρήματα· πάρα πολλὰ γιὰ τὸν προϋπολογισμὸ τοῦ Ἀρκαδικοῦ Κοινοῦ. Πραγματικὰ πρέπει νὰ λάβουμε ὑπ᾿ ὄψη δύο γεγονότα: ὅτι τὸ πολὺ χαμηλὸ ἐθνικὸ εἰσόσημα τῶν Ἀρκάδων κρατοῦσε σὲ ἀναλογία χαμηλὰ ἐπίπεδα τὸ προϊὸν τῶν δημόσιων πόρων· καὶ ὅτι οἱ δημίοσιοι πόροι κατανέμονταν ἀνάμεσα στὸ Κοινὸ καὶ στὶς πόλεις ποὺ ἦταν μέλη του. Γιὰ τοῦτο εἶναι βάσιμη ἡ ὑπόθεση, ποὺ ἔχει διατυπωθῆ ἀπὸ παλαιότερα, ὅτι ἕνα μέρος τῆς μισθοδοσίας καλυπτόταν ἀπὸ τὴν ἐκποίηση τῶν λαφύρων ποὺ περιέρχονταν στὸ Κοινὸ ἀπὸ τοὺς πολέμους.

Ἡ κατάκτηση τῆς Ὀλυμπίας ἐνέπνευσε τὴν ἰδέα νὰ ἀντληθοῦν ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ συγκεντρωμένους θησαυροὺς τὰ μέσα συντηρήσεως τῶν «ἐπαρίτων». Ὑπῆρχαν ὅμως δυσκολίες: οἱ θησαυροὶ ἦταν ἱεροὶ καὶ ἡ περιοχὴ ἀνῆκε στὸ κράτος τῶν Πισατῶν. Φαίνεται ὅτι ὑπερνικήθηκαν μὲ τὸν ἀκόλουθο τρόπο: οἱ Πισάτες δανείζονταν ἀπὸ τὸ ἱερὸ τῆς Ὀλυμπίας ποσότητες χρυσοῦ ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἔκοβαν νομίσματα (δείγματά τους ἔχουν σωθῆ)· καὶ οἱ Ἀρκάδες δανείζονταν ἀπὸ αὐτὰ τὰ νομίσματα, γιὰ νὰ πληρώσουν τοὺς μισθοὺς τῶν «ἐπαρίτων» καὶ νὰ ἀντιμετωπίζουν ἄλλες δαπάνες.

Αὐτἡ πράξη προκάλεσε ἀντιδράσεις μεταξὺ τῶν εὐσεβεστέρων, οποοι τὴν θεώρησαν ὡς ἱεροσυλία. Οἱ Μαντινεῖς μάλιστα ἀποφάσισαν νὰ μὴ χρησιμοποιον νομίσματα προερχόμενα ἀπὸ τὰ θησαυροφυλάκια τῆς λυμπίας καὶ συγκέντρωσαν χρήματα ἀπτοπικοὺς πόρους, γιὰ νκαταβάλουν στὸ ὁμοσπονδιακὸ ταμεῖο τμερίδιο ποὺ ἀναλογοῦσε στὴν πόλη γιὰ τὴ μισθοδοσία τν «ἐπαρίτων». Οἱ ὁμοσπονδιακὲς ἀρχὲς χαρακτήρισαν ατὴ τὴν πράξη ὡς ἀντιαρκαδικὴ καὶ κάλεσαν τος ἄρχοντες τῶν Μαντινέων νὰ παρουσιασθον στὴ γενικὴ συνέλευση τν Ἀρκάδων, γινὰ δικασθον. πειδδὲν ὑπάκουσαν, ἡ γενικὴ συνέλευση τοὺς καταδίκασε ἐρήμην καὶ διέταξε νὰ συλληφθοῦν ἀπὸ να τμμα «ἐπαριτῶν». Οἱ Μαντινεῖς, ἀλληλέγγυοι μτος ἄρχοντές τοὺς ἔκλεισαν τὶς πύλες καὶ ἀρνήθηκαν νὰ δεχθοῦν τοὺς «ἐπαρίτους» στὴν πόλη τους. Ὅλα αὐτὰ συμβαίνουν τὸ 363 π.Χ.

Ἡ ἰδέα ὅτι χρησιμοποίηση τῶν πισατικῶν νομισμάτων ἦταν ἱερόσυλη κέρδισε ἔδαφος. Τέλος κατέκτησε τὴν πλειοψηφία τῆς ὁμοσπονδιακῆς συνελεύσεως. Ἀπὸ τὸν καιρὸ ὅμως ποὺ αὐτὴ ἐξέδωσε σχετικὸ νόμο, σταμάτησε ἡ καταβολὴ μισθῶν στοὺς «ἐπερίτους». Ἔπειτα ἀπὸ τοῦτο ὅσοι δὲν εἶχαν ἄλλο πόρο ἐγκατέληψαν τὰ τμήματά τους· ὅσοι ὅμως διέθεταν εἰσοδήματα ἀπὸ ἄλλες πηγὲς παρέμειναν. Ἐπὶ πλέον δημιουργήθηκε μιὰ κίνηση ποὺ ἀναπλήρωσε τὰ κενὰ τῶν «ἐπαρίτων» μὲ εὐπόρους. Σύμφωνα μὲ ἔγκυρη ἀρχαία μαρτυρία, αὐτὴ ἡ κίνηση πέτυχε, ἐπειδὴ πέβλεπε συνειδητὰ στὸ νὰ θέση τὸν ὁμοσπονδιακὸ στρατὸ ὑπὸ τὸν ἔλεγχο τῶν εὐπόρων.

Αὐτὴ ἡ τροπὴ τῶν πραγμάτων ἀνησύχησε τοὺς ὁμοσπονδιακοὺς ἄρχοντες ὡς πολιτικοὺς καὶ ὡς ἄτομα. Ὡς πολιτικούς, γιατὶ εὔλογα προέβλεψαν ὅτι οἱ εὔποροι μποροῦσαν νὰ καταλάβουν τὴν ἐξουσία, εἴτε νόμιμα εἴτε πραξικοπηματικά, χρησιμοποιώντας τοὺς «ἐπαρίτους» ποὺ ἔγιναν ὁλοκληρωτικὰ δικοί τους καὶ κατηγορώντας ὡς ἱερόσυλη τὴ δημοκρατικὴ παράταξη· ὡς ἄτομα, γιατὶ φοβήθηκαν ὅτι θὰ τοὺς κατηγοροῦσαν προσωπικὰ ὡς ἱερόσυλους καὶ θὰ ποχρεώνονταν νὰ ἐπιστρέψουν στὸ θησαυροφυλάκιο τῆς Ὀλυμπίας τὰ ποσὰ ποὺ διαχειρίσθηκαν. Γιὰ νὰ προλάβουν αὐτὲς τὶς ἐξελίξεις, ζήτησαν ἀπὸ τοὺς Βοιωτοὺς νὰ ἐπέμβουν. Οἱ Βοιωτοί, ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὰ ἐπιχειρήματα ὅτι διαφορετικὰ θὰ ἐπκρατοῦσαν πάλι στὴν Ἀρκαδία οἱ φίλοι τῶν Σπαρτιατῶν, ἀποφάσισαν νὰ στείλουν στρατό. Ὡσότου ὅμως περατωθοῦν οἱ βοιωτικὲς ἑτοιμασίες, οἱ εὔποροι ἔπεισαν τὴν ὁμοσπονδιακὴ συνέλευση τῶν Ἀρκάδων, τὴν ὁποία ἐπηρέαζαν πιά, νὰ λάβη τὶς ἀκόλουθες ἀποφάσεις: νὰ ζητήση μὲ πρεσβεία ἀπὸ τοὺς Βοιωτοὺς νὰ μὴν ἐκστρατεύσουν στὴν Ἀρκαδία, ἂν ἡ ἴδια ἡ συνέλευση σν τοὺς καλέση· νὰ ἐπιδιώξη τὴ σύναψη εἰρήνης μὲ τοὺς Ἠλείους, μὲ ἀντάλλαγμα τὴν ἐπιστροφὴ σ᾿ αὐτοὺς τῆς Ὀλυμπίας καὶ ὅλης τῆς Πισάτιδος. Οἱ Ἠλεῖοι συμφώνησαν. Οἱ Βοιωτοὶ ἔλαβαν ἕνα ἡμίμετρο: ἔστειλαν ἕνα μικρὸ τμῆμα 300 ἀνρῶν, τὸ ὁποῖο ἐγκαταστάθηκε στὴν Τεγέα.

πειτα ἀπὸ τς προκαταρτηκς διαπραγματεύσεις οἱ πληρεξούσιοι τν λείων κα ορκαδικε ρχὲς συγκεντρώθηκαν στὴν Τεγέα καὶ ἐκεπικύρωσαν ἔνορκα τς συνθῆκες . Αὐτὸ τὸ γεγονός, σὲ συνδιασμὸ μὲ ὅτι τὸ βοιωτικὸ σῶμα ποὺ προαναφέραμε ἐγκαταστθηκε στὶν δια πόλη, ἐπιτρέπει τν εκασία τι ἡ Τεγέα ἦταν πιὸ ἀφωσιωμένη στοὺς ὁμοσπονδιακοὺς ρχοντες καστὴν πολιτική τους. Ὁ διοικητὴς τοῦ βοιωτικοτμήματος συνυπέγραψε τὶς σηνθῆκες, χωρὶς νὰ ἔχη ἐντολὴ ἀπὸ τὴν κυβέρνησή του. Ἐνῶ Τεγεάτες καὶ ξένοι διασκέδαζαν γιὰ τὴ σύναψη τῆς εἰρήμης, οἱ ἄρχοντες τοῦ Ἀρκαδικοῦ Κοινοῦ καὶ ὁ ἐπικεφαλῆς τῶν Βοιωτῶν διέταξαν τοὺς ἄνδρες τους νὰ κλείσουν τὶς πύλες τῆς πόλεως καὶ νὰ συλλάβουν τοὺς πρωτεργάτες τῆς νέας πολιτικῆς γραμμῆς. Αὐτοὶ ἦταν τόσο πολλοὶ ποὺ γρήγορα γέμισαν τὸ δεσμωτήριο ἀκόμη καὶ τὸ διοικητήριο, ἐνῶ ἄλλοι διέφευγαν τὴ σύλληψη καὶ πηδοῦσαν ἀπὸ τὰ τείχη. Μεταξὺ ἐκείνων ποὺ σώθηκαν ἦταν οἱ Μαντινεῖς προταίτιοι τῆς ὅλης κινήσεως, μ᾿ ὅλο ποὺ ποτελοῦσαν τοὺς κύριους στόχους. Οἱ πηγές μας δὲν ὁρίζουν τὴν ἰδιότητα ποὺ εἶχαν τὰ πρόσωπα ποὺ καταδιώχθηκαν. Ἀλλὰ τὸ γεγονὸς ὅτι βρέθηκαν στὴν Τεγέα κατὰ τὴ σύναψη τῆς εἰρήνης μὲ τοὺς Ἠλείους καὶ τὸ ὅτι ἦταν πολυάριθμα μᾶς ἐπιτρέπει τὴν εἰκασία ὅτι ἐπρόκειτο κυρίως γιὰ μέλη τῆς ἀρκαδικῆς Βουλῆς.

Τὴν λλη ἡμέρα ἡ Ἐκκλησία τοῦ δήμου τῶν Μαντινέων ποφάσισε τὴ λήψη στρατιωτικῶν μέτρων καὶ κάλεσε τὶς ρκαδικὲς πόλεις νὰ κάμουν τδιο. Συχρόνως ἔστειλε πρέσβεις στὴν Τεγέα, γιὰ νὰ ξιώσουν πελευθέρωση τῶν αἰχμαλώτων Μαντινέων καὶ νποτρέψουν τὴ φυλάκιση ἢ θανάτωση τῶν ὑπηκόων ἄλλων ἀρκαδικῶν πόλεων χωρὶς δίκη. διοικητὴς τοῦ βοιωτικοῦ τμήματος, χάνοντας τὴν ψυχραιμία του ἀπελευθέρωσε μέσως ὅλους τοὺς αἰχμαλώτους καὶ τὴν ἑπόμενη μέρα δικαιολογήθηκε λέγοντας ὅτι τοὺς συνέλαβε ἐπειδὴ τοῦ καταγγέλθηκε τι ἑτοιμάζονταν νὰ παραδώσουν τὴν Τεγέα σστρατὸ Λακεδαιμονίων ποκατέφταναν.

Οἱ παθόντες τὸν κατηγόρησαν στὶς θηβαϊκὲς ἀρχές. Ὁ Ἐπαμεινώνδας, ποὺ ἦταν καὶ πάλι βοιωτάρχης, πάντησε τι αξιωματικὸς αὐτς ἐνήργησε ὀρθώτερα ὅταν συνέλαβε τος ἄνδρες παρὰ ὅταν τοὺς φησε, χαρακτήρησε τσύναψη εἰρήνης μτοὺς Ἠλείους χωρὶς σύμφωνη γνώμη τν Βοιωτν ὡς προδοσία καὶ δήλωσε τι λόγος θὰ δοθῆ τώρα στὸν βοιωτικὸ στρατό. Οἱ Μαντινεῖς καοἱ ἄλλοι ντόπιοι Ἀρκάδες συνεννοήθηκαν μὲ τοὺς λείους καὶ τοὺς Ἀχαιοὺς καὶ ὅλοι μαζὶ ποφάσισαν νὰ ζητήσουν βοήθεια πὸ τοὺς Λακεδαιμονίους καὶ τοὺς Ἀθηναίους

Ἀλλὰ κάπου δῶ ἀρχίζει ἕνα ἄλλο κομμάτι τὴς λληνικῆς Ἱστορίας καθὼς στὰ τέλη Ἀπριλίου ἢ τὶς ρχὲς Μαΐου τοῦ ἔτους 362 π.Χ. ὁ Ἐπαμεινώνδας ὡδήγησε στὴν Πελοπόννησο τὶς ἑνωμένες δυνάμεις του μὲ ποτέλεσμα τὴ μεγάλη ναμέτρηση μὲ τὶς ἑνωμένες μὲ τοὺς Σπαρτιάτες ἀρκαδικὲς δυνάμεις καθὼς καὶ τοὺς Ἀθηναίους, στὸν Μαντινειακὸ κάμπο, μιὰ ἀναμέτρηση ποὺ ἔμεινε γνωστ στὴν Ἱστορία ὡς Μάχη τῆς Μαντινείας.

Ἀναλυτικὰ Μάχη τῆς Μαντινείας: Κλὶκ ἐδῶ.

 

 

 


Ὁ Ἀριστόξενος θεωροῦσε τοὺς ἀρκαδικοὺς χορούς, μὲ τὴ θεαματικὴ κίνηση των χεριών ποὺ τοὺς συνόδευε, σὰν τοὺς καλύτερους· ἀναφέρει, μάλιστα, πολλοὺς ἀπὸ αὐτούς.


 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Cawkwell G.L., “Epaminondas and Thebes”, Classical Quarterly 22.2 (1972), 254.

Cornell T.J., The Beginnings of Rome: Italy and Rome from the Bronze Age to the Punic Wars (c. 1000-264 BC), London 1995.

Διόδωρος Σικελιώτης, Ἱστορικὴ βιβλιοθήκη, μετ. φιλολογικὴ ὁμάδα Κάκτου, Ἐκδόσεις Κάκτος, Ἀθήνα 1999.

Dionsiotti A.C., “Nepos and the Generals”, Journal of Roman Studies 78 (1988), 35-49.

Hanson V.D., “Epaminondas the Theban and the Doctrine of Preemptive War”, in: V. D. Hanson (ed.), Makers of Ancient Strategy: from the Persian Wars to the Fall of Rome (Princeton, 2010), 93-117.

Hanson V.D., The Soul of Battle: From Ancient Times to the Present Day, How Three Great Liberators Vanquished Tyranny, New York 1999.

Hanson, V. D.. Wars of the Ancient Greeks, Smithsonian 2004.

Hornblower, S., The Greek World 479 – 322 B.C., Routledge 2008.

Jones, A., The Art of War in the Western World, Oxford 1989.

Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, συλλογικό, τόμ. Γ1 - Γ2, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1972.

Κάπος Μιλτιάδης, Ἀρχαία Ἀρκαδία – Ἀναδρομὴ στὸ Μύθο καὶ τὴν Ἀρχαιότητα, Ἐκδόσεις Μιλ. Μ. Κάπος, Ἀθήνα 1990.

Καργάκος Σαράντος Ι., Ἡ ἱστορία τῆς ἀρχαίας Σπάρτης, τόμ. Ι, Ἀπὸ τὴν προ-δωρικὴ Σπάρτη ἕως τὸν Ἑλληνοπερσικὸ πόλεμο, καὶ τόμ. ΙΙ, Ἀπὸ τὸν Πελοποννησιακὸ πόλεμο ἕως τὸν 4ο μ.Χ. αἰώνα, Ἐκδόσεις Gutenberg, Ἀθήνα 2005.

Langlands R., “Roman Exempla and Situation Ethics: Valerius Maximus and Cicero de Officiis”, Journal of Roman Studies 101 (2011), 100-122.

Lintott A., Cicero as Evidence: A Historian’s Companion, Oxford 2008.

Ξενοφῶντος, Ἑλληνικά, μετ. φιλολογικὴ ὁμάδα Κάκτου, Ἐκδόσεις Κάκτος, Ἀθήνα.

Παυσανίου, Ἑλλάδος περιήγησις, «Ἀχαϊκὰ–Ἀρκαδικά», μετ.-σχόλια Ν. Παπαχατζής, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1980.

Πλουτάρχου, Βίοι παράλληλοι, 3 τόμ. μετ.-σχόλια Ἀνδρ. Ι. Πουρνάρας, Ἐκδόσεις Ἐπιστημονικὴ Ἑταιρεία τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων «Πάπυρος», Ἀθήνα 1976.

Burstein Pomeroy, et al., Ancient Greece: A Political, Social, and Cultural History, Oxford 2008.

Ρηγόπουλος Ν., Ἱστορία τῆς Μαντινείας, Ἔκδοσις τῶν «Παγκοσμίων Στρατιωτικῶν Νέων», Ἀθήνα 1938.

Robinson Charles–Alexader & Botsford George–Willis, Ἀρχαία Ἑλληνικὴ Ἱστορία, μετ. Σωτηρίου Ε. Τσιτσώνης, Ἐκδόσεις Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 2008.

Schmitt-Pantel Pauline & Orrieux Claude, Ἀρχαία ἑλληνικὴ ἱστορία, μετ. Ἀμαλία Σταθάκη, ἐπιστ. ἐπιμέλεια Ἠλίας Κουλακιώτης, Ἐκδόσεις Gutenberg, Ἀθήνα 2018.

Schmidt T., “L’Histoire au secours du politique: Épaminondas comme exemplum dans les Discours bithyniens de Dion Chrysostome”, Dialogues d’histoire ancienne, supplément 8 (2013), 379-396.

Shrimpton G., “Plutarch’s Life of Epaminondas”, Pacific Coast Philology 6 (1971), 55-59.

Thomes F.C., Egemonia Beotica e Potenza marittima nella politica di Epaminonda (Turin, 1952).

Simon Hornblower, Ὁ Ἑλληνικὸς Κόσμος, μετ. Εὔα Πέππα, Ἐκδόσεις Ὁδυσσέας, Ἀθήνα 2005.

Strassler, R. B.. The Landmark Xenophon’s Hellenika, Pantheon Books 2009.

Χέρμαν Μπένγκτσον, Ἱστορίας τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδας, μετ. Ἀνδρέα Γαβρίλη, Ἐκδόσεις Μέλισσα, Ἀθήνα 1979.