Σάββατο 23 Απριλίου 2016

ΜΗΤΣΙΟ-ΓΡΑΤΣΟΣ, ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΝΕΡΑΪΔΟ ΤΗΣ ΝΕΣΤΑΝΗΣ





Μητσιο-Γράτσος. Ἀφιέρωμα στὸν Νέραϊδο τῆς Νεστάνης
(τοῦ Παναγιώτη Καρώνη)

Προλεγόμενα

Τὰ ἔθιμα καὶ οἱ παραδόσεις ἑνὸς τόπου δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους του. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι αὐτοὶ ποὺ τὰ διαφυλάττουν, τὰ κρατᾶνε στὴ μνήμη τους, ἀλλὰ κυρίως στὴν καρδιά τους καὶ τὰ ζωντανεύουν, τὰ τελοῦν, ἀκολουθώντας μιὰ προαιώνια παρόρμηση γιὰ γιορτές, ἱερουργίες, τελετές, δρώμενα, χορούς, πανηγύρια.

Μὲ τὴ Νεστανιώτικη βλαστολατρικὴ γιορτὴ τοῦ Ἅη-Γιώργη, ἕνα ἔθιμο οἱ ρίζες τοῦ ὁποίου χάνονται στὰ βάθη τῶν αἰώνων, ἀσχοληθήκαμε στὸ βιβλίο μας Ἡ ἱεροτελεστία τῆς ἄνοιξης, Χορὸς καὶ Πομπὴ τοῦ Ἅη-Γιώργη στὴ Νεστάνη Ἀρκαδίας (γιὰ περισσότερες πληροφορίες κλὶκ ἐδῶ). Σὲ ἕνα ἔθιμο, ὅπως τούτη ἡ ἀνοιξιάτικη ἱεροτελεστία τῶν Νεστανιωτῶν/τισσῶν, ὅπου σύσσωμοι οἱ κάτοικοι, χρόνια τώρα, ἀνηφορήζουν πρωὶ-πρωὶ στὸν βράχο τοῦ Γουλᾶ γιὰ νὰ νὰ σελινοστολίσουν τὶς ποιμενικές τους γκλίτσες καὶ νὰ συμμετέχουν ὡς θυρσοφόροι-βλαστοφόροι στὴν πομπὴ καὶ στὸν χορό του, δὲν εἶναι εὔκολο, καὶ κυρίως σκόπιμο, νὰ ξεχωρίσεις κάποιον. Ὅμως, ὡς γνωστόν, οἱ κανόνες ἔχουν καὶ τὶς ἐξαιρέσεις τους! Μιὰ τέτοια ἐξαίρεση ἀποτελεῖ καὶ ὁ Νέραϊδος.

Προσωνύμιο ἄκρως συμβολικὸ καὶ ταιριαστὸ γιὰ ἕναν Ἀρκάδα καὶ μάλιστα Νεστανιώτη. Γιὰ ἕναν ἄνθρωπο δηλαδὴ ποὺ μεγάλωσε μέσα στὴ φύση ὡς ἀναπόσπαστο κομμάτι της, παρέα μὲ τοὺς θρύλους καὶ τοὺς μύθους της: τὶς Νύμφες, τὶς Νεράιδες, τοὺς Σατύρους καὶ τοὺς Σιληνούς, ἀλλὰ πάνω ἀπ' ὅλα τὸν Πάνα, τὸν μεγάλο Ἀρκάδα θεό. Ἐξάλλου γιὰ τὸν Ἕλληνα, ὁ Πν εἶναι ὁ προστάτης τῶν ποιμένων, τῶν πηγῶν, τῶν κοπαδιῶν, τῶν δασῶν καὶ τῶν βοσκοτόπων. Καὶ ὁ Νέραϊδος, σὰν ποιμένας, δὲν θὰ μποροῦσε παρὰ νὰ εἶναι ὁ πιστὸς ἀκόλουθός του — γιὰ νὰ μὴν ποῦμε ἡ ἀπόλυτη προσωποποίησή του. «Ἐδῶ στὴν Πελοπόννησο γλυκὰ τὰ σήμαντρα χτυπᾶν, / λατρεύουνε τὸν Διόνυσο, θεός τους ὅμως εἶναι ὁ Πᾶν», γιὰ νὰ θυμηθοῦμε καὶ τὰ λόγια ἕνός ἄλλου μεγάλου Ἀρκάδα· τοῦ Νίκου Γκάτσου.

Θὰ προχωρήσουμε λοιπὸν σὲ ἕνα μικρὸ ἀφιέρωμα στὸν Νέραϊδο, τὸν ἄνθρωπο ποὺ γιὰ πολλὰ χρόνια ὑπῆρξε ἡ καρδιὰ καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ Ἅη-Γιώργη. Ἕνας μικρὸς φόρος τιμῆς στὸν ἄνθρωπο ποὺ συνδέθηκε μὲ τοῦτο τὸ δρώμενο ὡς ἄλλος Διόνυσος.




Δημήτριος Ἀρβανίτης ἢ Μητσιο-Γράτσος, γνωστὸς ὡς Νέραϊδος (1914-2010)

Ὁ Δημήτριος Ἀρβανίτης, —κατὰ κόσμον Μητσιο-Γράτσος κα γνωστς ς Νέραϊδος— γεννήθηκε στὴ Νεστάνη Ἀρκαδίας τὸ 1914. Οἱ γονεῖς του Γεώργιος καὶ Δήμητρα (τοῦ Γαβρίλη) ἦταν καὶ οἱ δυὸ Νεστανιῶτες. Ὁ Νέραϊδος ἦταν τὸ τρίτο παιδὶ τῆς οἰκογένειας τοῦ Γεωργίου Ἀρβανίτη καὶ εἶχε ἄλλα ἕξι ἀδέλφια: τὸν Θεόδωρο, ποὺ ἦταν ὁ πρωτοτόκος, τὸν Νικόλαο, —ἀκολούθησε ὁ Νέραιδος— καὶ στὴ συνέχεια ὁ Ἀθανάσιος, ἡ Ἑλένη καὶ τελευταῖος ὁ Γιάννης. Ὁ Νέραϊδος μεγάλωσε στὴ Νεστάνη ποὺ δὲν ἐγκατέλειψε ποτέ, ἀσχολούμενος μὲ τὴν κτηνοτροφία καὶ τὴ γεωργία. Γιὰ χρόνια διατηροῦσε τὴ στάνη του στὶς πλαγιὲς τοῦ Ἀρτεμισίου, — συγκεκριμένα στὴν περιοχὴ τῆς «Γούρνας», ἀνατολικὰ τοῦ βράχου τοῦ Γουλᾶ, ὅπου ὑπάρχει καὶ ἡ μώνυμη πηγή. Παντρεύτηκε τὴ Γεωργία, ἀλλὰ δὲν ἀπέχτησε ἀπογόνους. Νὰ ἀναφέρουμε ἐδῶ ὅτι ἡ γυναίκα του, ἦταν χωρὶς ἀμφιβολία, ἡ καλύτερη μοδίστρα στὴ Νεστάνη. Ἀκόμα καὶ σήμερα οἱ πουκαμίσες, οἱ μπόλκες (πόλκες) καὶ ὅ,τι ἄλλο ἔχει ραφτεῖ ἀπὸ τὰ χέρια της, ξεχωρίζει.

Ὁ Νέραϊδος, γνήσιο τέκνο τῆς ἀρκαδικῆς φύσης δὲν θὰ μποροῦσε παρὰ νὰ περάσει τὴ ζωή του ἀνάμεσά της. Ἀγέρωχος, εὐθυτενής, χιουμορίστας, μὲ συντροφιὰ πάντα τὴν γκλίτσα του, περιφερόταν σὲ βουνὰ καὶ πλαγιές, στὸν κάμπο καὶ στὸ χωριό, προκειμένου νὰ φέρει σὲ πέρας τὶς ἐργασίες τῆς κάθε μέρας.

Στὸ ἔθιμο τοῦ Ἅη-Γιώργη συμμετεῖχε ἀπὸ μικρὸ παιδί. Ἀργότερα, ὡς κορυφαῖος τῶν βλαστοφόρων χορευτῶν, «ἔφερε» πολλοὺς Ἅγιώρηδες, ὅπως χαρακτηριστικὰ λένε οἱ Νεστανιῶτες, φορώντας τὴν πλήρη παραδοσιακὴ στολὴ τοῦ χωριοῦ — καὶ πράγματι ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς τελευταίους ποὺ φόρεσαν ὅλα τὰ ἐξαρτήματα τῆς στολῆς καὶ μετεῖχαν στὸ ἔθιμο. Οἱ Νεστανιῶτες σήμερα, ὡς γνωστόν, φοροῦν τὴν πουκαμίσα πάνω ἀπὸ τὰ καθημερινά τους ροῦχα καὶ δὲν φέρουν ὅλη τὴν παραδοσιακὴ φορεσιά.

Δὲν στόλιζε —ὅπως συνηθίζουν οἱ μέτοχοι τῆς πομπῆς καὶ τοῦ χοροῦ τοῦ Ἅη-Γιώργη— μὲ ἀγριοσέλινα τὴν γκλίτσα του, καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ, κατ’ ἐμᾶς, ἕνα κομμάτι ποὺ πρέπει νὰ ἀναλυθεῖ καὶ νὰ δοθεῖ μιὰ κάποια ἑρμηνεία. Ὡς κορυφαῖος τῆς πομπῆς ὑπῆρξε ἐξαιρετικός. Πάντα εὔχαρις, μὲ τὰ ἀστεῖα του, τὶς χορευτικὲς κινήσεις του, ἐμπλούτιζε τὸ δρώμενο μὲ μιὰ θεατρικότητα. Τὰ τελευταῖα χρόνια φοροῦσε καὶ αὐτὸς τὴν παραδοσιακὴ πουκαμίσα τῶν Νεστανιωτῶν πάνω ἀπὸ τὰ ροῦχα του. Ἀπαραίτητο ἐξάρτημα ἡ τσιότρα του, ποὺ τὴν ἔφερε στὸν ὦμο, πάντα γεμάτη μὲ τὸ δῶρο τοῦ Διόνυσου· τὸ κρασί!

Νέραϊδος δὲν ἔλειψε ἀπὸ καμιὰ γιορτὴ καὶ πανηγύρι τοῦ χωριοῦ. Δὲν ξέρω πόσοι τὸν εἶχαν ἀκούσει νὰ τραγουδάει. Προσωπικά, εἶχα αὐτὴ τὴν τύχη ἀλλὰ καὶ τιμὴ νὰ τοῦ ζητήσω καὶ νὰ μοῦ τραγουδήσει. Τραγουδοῦσε ὑπέροχα, συνήθως τραγούδια γεμάτα παράπονο γιὰ τὴ ζωὴ ποὺ φεύγει τόσο γρήγορα. Δυστυχῶς, ἡ ἐποχὴ καὶ οἱ συνθῆκες ζωῆς ἦταν τέτοιες ποὺ δὲν διέθετα τὰ μέσα ἔτσι ὥστε νὰ τὸν ἔχω ἀποθανατίσει.

Ὁ Νέραϊδος ἔφυγε ἀπὸ τοῦτο τὸν κόσμο μιὰ μέρα τοῦ Ἰούλη τοῦ 2010. Τὰ τελευταῖα του χρόνια τὰ πέρασε σὲ οἶκο εὐγηρίας στὴν Τρίπολη. Οἱ συγχωριανοί του φρόντισαν γι’ αὐτὸν ἔτσι ὥστε μὲ μιὰ σεμνὴ τελετὴ ἡ γῆ τῆς Νεστάνης, ποὺ τόσο ἀγάπησε καὶ ποὺ γιὰ χρόνια μὲ μόχθο καλλιέργησε, νὰ τὸν δεχθεῖ στὴ στοργικὴ ἀγκαλιά της, ἐπαληθεύοντας τὸ τραγούδι: Τούτη γῆς ποὺ τὴν πατοῦμε / ὅλοι μέσα θὲ νὰ μποῦμε!

Θὰ ὁλοκληρώσω τὸ παρὸν ἀφιέρωμα μὲ τὴν τελευταία εἰκόνα ποὺ ἔχω ἀπὸ τὸν Νέραϊδο. Ἦταν ὁ Ἅη-Γιώργης τοῦ 2001, ὅταν πλησιάζοντας ἡ πομπὴ στὸ χωριό, ὁ Νέραϊδος, γέρος πιὰ καὶ ἀνήμπορος, μᾶς περίμενε καθισμένος σὲ μιὰ καρέκλα στὸ δεξιὰ ἄκρο τοῦ περιβόλου τῆς ἐκκλησίας. Ὅταν τὸν εἴδαμε, ἡ πομπὴ σταμάτησε μπρός του, κάναμε κύκλο καὶ τραγουδούσαμε γύρω του. Βούρκωσε καὶ ἀπὸ τὸ κλάμα δὲν μποροῦσε οὔτε νὰ μᾶς μιλήσει. Κουνοσε τὸ χέρι καὶ μᾶς χαιρετοῦσε, καθὼς τὰ δάκρυα κυλοῦσαν σὰν βρύσες στὸ πρόσωπό του. Ἡ πομπὴ συνέχισε καὶ κατεβαίνοντας τὰ σκαλιὰ τῆς ἐκκλησίας ἔστησε τὸν καθιερωμένο χορὸ στὸ χοροστάσι Ἁλώνι τοῦ Παπαγιάννη. Νέραïδος μᾶς κοιτοῦσε ἀπὸ τὸν περίβολο τῆς ἐκκλησίας, ἁλλὰ ὅλοι ἐμεῖς ξέραμε, ὅτι οὐσιαστικά, χόρευε καὶ αὐτὸς μαζί μας. Καὶ θὰ χορεύει γιὰ πάντα.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΩΝΗΣ

Νεστάνη, 4 Ἀπρίλη 2016





Τὸ φωτογραφικὸ ὑλικὸ τοῦ ἀφιερώματος στὸν Νέραϊδο ἔχει ἀντληθεῖ ἀπὸ τὸ προσωπικό μου ἀρχεῖο.


© κειμένου-φωτογραφιῶν: Παναγιώτης Καρώνης 2017, μὲ τὴν ἐπιφύλαξη κάθε νομίμου δικαιώματος.

Ἀπαγορεύεται ἡ ἀναδημοσίευση, ἢ ἀναπαραγωγή, ὁλική, μερικὴ ἢ περιληπτικὴ ἢ κατὰ παράφραση ἢ διασκευὴ καὶ ἀπόδοση τοῦ περιεχομένου τοῦ παρόντος ἄρθρου μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο, χωρὶς προηγούμενη συνεννόηση μὲ τὸν συγγραφέα του.

 

 
















 

















1 σχόλιο:

  1. Σ᾿ εὐχαριστῶ γιὰ τὰ καλά σου λόγια καὶ γιὰ τὸν κόπο σου νὰ διαβάσεις τά κείμενά μου γιὰ τὸ χωριό. Ἐλπίζω νά βρῶ τὸ χρόνο νὰ τὰ συνεχίσω...

    ΑπάντησηΔιαγραφή