Προσκυνητάρια στὴ Νεστάνη Ἀρκαδίας
(τοῦ Παναγιώτη Καρώνη)
Πρόλογος
Θυμόμαστε χαρακτηριστικά, μιὰ σκηνὴ άπὸ τὸ ἀριστούργημα τοῦ Φίλιππου Κουτσαφτῆ «Ἀγέλαστος πέτρα», ὅπου μιὰ γριούλα, μὲ τὸ σακκουλάκι της στὸ χέρι, διέσχιζε τὴν ἐθνικὴ ὁδὸ καὶ μὲ φόντο τὶς φλόγες ἀπὸ τὰ φουγάρα τῶν διυλιστηρίων τῆς Ἐλευσίνας ἄναβε τὸ καντηλάκι σέ κάποιο παρόδιο προσκυνητάρι. Εἶναι κατ᾿ ἐμᾶς, πέρα ἀπὸ τὴν κινηματογραφική της ποίηση καὶ αἰσθητική, ἡ ἀπόλυτη εἰκόνα τῆς λαϊκῆς πίστης τῶν Ἑλλήνων.
Ὅσο κι ἂν ἀναζητήσει κανεὶς μελέτες καὶ βιβλιογραφία σχετικὴ μὲ τὰ προσκυνητάρια στὴν Ἑλλάδα, θὰ ἀπογοητευτεῖ, διαπιστώνοντας πὼς οἱ Λαογράφοι μας δὲν θέλησαν νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τοῦτα τὰ ταπεινὰ μνημεῖα τῆς λαϊκῆς μας λατρείας. Ἀλλὰ καὶ κοινωνικοὶ ἱστορικοί, ἐθνογράφοι, ἀκόμα καὶ οἱ περιηγητὲς φαίνεται πὼς ἐπέλεξαν νὰ μελετήσουν ἄλλες πτυχὲς τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Εἰδικὰ οἱ περιηγητὲς τοῦ 18-19ου αἰ. ἐπικεντρώθηκαν στὴν ἀρχαιότητα, ἀγνοώντας —καὶ ἀδιαφορώντας— γιὰ τὶς σύγχρονες κατασκευές. Ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει ὁ C.M Woodhouse, οἱ περιηγητές: γυρνοῦσαν τὴν Ἑλλάδα σὰν τὴ χώρα τῶν ὀνείρων τους, ἐπιδεικνύοντας παντελὴ ἄγνοια γιὰ ὅ,τι συνέβει ἐκεῖ ἀπὸ τὸν 4ο π.Χ. αἰώνα καὶ μετά.1 Ἀκομα καὶ στὶς δεκάδες σχέδια καὶ γκραβοῦρες ποὺ ἔκαναν, σπάνια μπορεῖ νὰ βρεῖ κανεὶς προσκυνητάρια, ἀφοῦ καὶ ἐδῶ ἡ ἐπικέντρωσή τους ἦταν στὰ ἀρχαῖα μνημεῖα. Σὲ λίγες γκραβοῦρες τῶν ἀρχῶν τοῦ 19ου αἰ. ἐντοπίζει κανεὶς σχεδιασμένα προσκυνητάρια. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ μετὰ μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς πὼς διαθέτουμε ἀρκετὸ ὑλικό.
Προσκυνητάρια, μιὰ προσέγγιση
Τὰ προσκυνητάρια, ποὺ ἀνεγείρονται εἴτε ὡς λατρευτικὰ εἴτε στὴ μνήμη κάποιου ἀτόμου ποὺ ἔχασε τὴ ζωή του σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο, δείχνει νὰ ἔχουν παράδοση λίγων μόνο αἰώνων. Ὅμως οἱ ρίζες μιᾶς τέτοιας συνήθειας χάνονται στὰ βάθη τῆς ἱστορίας αὐτοῦ τοῦ τόπου.
Γνωρίζουμε πὼς στὴν ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα ὁ Ἑρμῆς, ἕνας θεὸς μὲ παλαιότατη, γνήσια ἑλληνική, λαϊκὴ μάλιστα, καταγωγή, ἦταν καὶ ὁ θεὸς τοῦ ἀέρα. Πλῆθος ἀπὸ μυθικὰ καὶ λατρευτικὰ γνωρίσματα μᾶς τὸ ἐπιβεβαιώνουν. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι πὼς ἦταν ὁδηγὸς, συνοδηγὸς καὶ συμπαραστάτης τῶν ὁδοιπόρων καὶ τῶν ταξιδιωτῶν, μιὰ καὶ ὁ ἄνεμος δείχνει τὴν κατεύθυνση καὶ προσδιορίζει τὴν πορεία καὶ τὸ ταξίδι· μὴν λησμονοῦμε τὴ σημερινὴ λαϊκὴ φράση: ποιὸς ἄνεμος σὲ ἔφερε; ἢ ἄντε μου στὸν ἄνεμο!
Ἔτσι ὁ Ἑρμῆς τιμᾶται καὶ ὡς ὅδιος, ἐνόδιος, ἡγεμόνιος καὶ ἀγήνωρ. Τὰ εἴδωλά του, ποὺ άποκαλοῦνται Ἑρμές, στήνονται στὰ σταυροδρόμια, ἀλλὰ καὶ παρόδια σὲ ἄλλα σημεῖα καὶ χρησιμεύουν γιὰ δεῖκτες τῶν δρόμων καὶ τῶν ἀποστάσεων. Ἂν ἀνατρέξουμε στὴ Μυθολογία μας θὰ δοῦμε πὼς ὁ Ἑρμῆς εἶναι αὐτὸς ποὺ συμπαραστέκεται στὸν Περσέα καθὼς αὐτὸς βαδίζει γιὰ νὰ συναντήσει καὶ νὰ ἐξοντώσει τὴ Μέδουσα, συμπαραστέκεται στὸν Ἡρακλῆ προκειμένου νὰ πάρει καὶ νὰ φέρει στὸν Ἀπάνου Κόσμο τὸν Κέρβερο, τὸν φοβερὸ σκύλο-φύλακα τοῦ Ἅδη μὲ τὰ τρία κεφάλια, στὸν Ὀρέστη προκειμένου νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὶς ἀπειλητικὲς Ἐρινύες, στὸν Ὀδυσσεά γιὰ νὰ ἀποφύγει τὰ μάγια τῆς Κίρκης, πάνω ἀπ᾿ ὅλα ὅμως συμπαραστέκεται καὶ ὁδηγεῖ τὸν χαροκαμένο γερο-Πρίαμο ἔτσι ὥστε ἀλώβητος νὰ φτάσει καὶ νὰ συναντήσει τὸν Ἀχιλλέα στὸ ἐχθρικὸ ἑλληνικὸ στρατόπεδο γιὰ νὰ τοῦ ζητήσει νὰ τοῦ δώσει τὸ νεκρὸ γιό του, τὸν Ἕκτορα, προκειμένου νὰ τοῦ τελέσει ὅλα ἐκεῖνα τὰ ταφικὰ καὶ νεκρικὰ ἔθιμα ποὺ τοῦ πρέπουν.
Στὴν ἀρχαιότητα συνατοῦσε κανεὶς ἁπλοὺς βωμοὺς πλάι σὲ πηγές, σὲ δρόμους, μέσα σὲ σπηλιές, σὲ ἄλση κ.ἄ. Οἱ βωμοὶ αὐτοὶ ἦταν κατασκευασμένοι ἀπὸ ἀκατέργαστες ἢ πρόχειρα λαξεμένες πέτρες καὶ πάνω τους γίνονταν οἱ θυσίες καὶ τίθονταν οἱ προσφορὲς σὲ διάφορες θεότητες, ἀκόμα καὶ σὲ νύμφες. Κατὰ τοὺς ἑλληνιστικοὺς χρόνους τὰ θρησκευτικὰ οίκοδομήματα εἶχαν πλημμυρήσει τὸ τοπίο. Ὁ Στράβων ἀναφέρει πὼς στὶς ἐκβολὲς τοῦ Ἀλφειοῦ ὁλόκληρος ὁ κάμπος εἶναι γεμάτος ἀπὸ βωμοὺς ἀφιερωμένους στὴν Ἄρτεμις, στὴν Ἀφροδίτη καὶ στὶς Νύμφες, τοποθετημένους σὲ δεντρόκηπους ἀνθισμένους ἐξ αἰτίας τοῦ ἄφθονου νεροῦ· ὑπάρχουν ἐπίσεις ἄφθονες ἑρμὲς στοὺς δρόμους, ἐνῶ στὴν ἀκτὴ τῆς θάλασσας, βρίσκονται ναοὶ ἀφιερωμένοι στὸν Ποσειδώνα.
Στὴν Ἑλλάδα, σήμερα, πιθανότατα, παρατηρεῖ κανεὶς τὰ περισσότερα εἰκοστάσια ἀπὸ κάθε ἄλλη ἱστορικὴ περίοδο. Ὁ ὅρος εἰκονοστάσι στὴν πιὸ σχετικὴ ἀπὸ τὶς ἔννοιες ποὺ τοῦ ἔχουν προσδοθεῖ, ἀναφέρεται στὸ βάθρο ποὺ ὑποβαστάζει τὴ λατρευτικὴ εἰκόνα καὶ τὰ λείψανα τῶν ἁγίων ποὺ ἀσπάζονται οἱ πιστοὶ στὶς ἐκκλησίες, γεγονὸς ποὺ φαίνεται νὰ προσδίδει τὴ σεινάφειά του μὲ τοὺς μεγαλύτερους, ἐπίσημους χώρους λατρείας, τὶς ἐκκλησίες.
Ὅμως πέρα ἀπὸ τὴ συνάφειά τους μὲ τὶς ἐκκλησίες, τὰ εἰκοναστάσια συνδέονται κυρίως μὲ τὸν ἰδωτικὸ χῶρο τοῦ σπιτιοῦ, μιὰ καὶ εἰκονοστάσι ἀποκαλοῦμε τὸ σημεῖο τοῦ σπιτιοῦ ποὺ κρεμοῦνται οἱ οἰκογενειακὲς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγιᾶς καὶ τῶν ἀγίων προστατῶν τῆς οἰκίας καθὼς καὶ τὸ καντήλι – συνήθως κάποια γωνία. Δὲν εἶναι διόλου τυχαῖο ποὺ πολλὰ ἐξ αὐτῶν φέρουν πάνω χαραγμένο –συνήθως σὲ μαρμάρινη πλάκα– τὸ ὄνομα τοῦ δωρητῆ τους.
Ἔτσι, τὰ εἰκοναστάσια στὴ σύγχρονη Ἑλλάδα μποροῦν νὰ εἰδωθοῦν σὰν ταπεινὰ ὑποκατάστατα τῶν ναῶν, ἀλλὰ καὶ σὰν «παραρτήματα» τῆς ἰδιωτικῆς λατρείας μέσα στὴν ὀρθόδοξη παράδοση.
Τὰ εἰκονοστάσια κατέχουν τὴ δική τους θέση μέσα στὰ πλαίσια τῆς χριστιανικῆς ἀρχιτεκτονικῆς ἱεραρχίας ὅπως αὐτὴ βλέπουμε νά ἐκδηλώνεται μέσα στὴν ἑλληνικὴ ὕπαιθρο καὶ δὲν πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζονται ὡς ἕνας ὑποδεέστερος κλάδος τῆς θρησκευτικῆς ἀρχιτεκτονικῆς, ἀλλὰ σὰν μιὰ αὐθεντικὴ ἔκφανση τῆς λαϊκῆς ἀρχιτεκτονικῆς. Στὴ Νεστάνη, ὅπως καὶ σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα, τὰ συναντᾶμε χτισμένα μὲ τὰ γνωστὰ οἰκοδομικὰ ὑλικά, ὅπως πέτρες, τοῦβλα ἀκόμα καὶ τσιμεντόπληνθες. Ἄλλα πάλι εἶναι γερὲς σίδηροκατασευὲς ἢ μαρμαροκατασκευὲς ποὺ τοποθετοῦνται ἕτοιμες στὸ καθορισμένο σημεῖο. Στὰ κύρια διακοσμητικὰ στοιχεῖα τους παρατηρεῖ κανεὶς ἕναν μαρμαρένιο ἡ μεταλλικὸ σταυρὸ πάνω τους καὶ πορτάκι ποὺ μερικὲς φορὲς φέρει πολύχρωμα τζάμια – ἐνίοτε, ἔχουν καὶ παραθυράκια. Ἐντός τους ἔχουν πάντα κρεμασμένη ἢ ἐναποθετιμένη τὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου στὸν ὁποῖο εἶναι ἀφιερωμένα, κρεμασμένο καντήλι ἢ ἀκουμπισμένο στὸν χῶρο, μικρὰ ἀνθοδοχεῖα ποὺ συνήθως τὰ βλέπει κανεὶς γεμάτα μὲ ξεραμένα ἄνθη, γεγονὸς ποὺ φέρνει στὴ σκέψη τὴν εὐλαβικὴ ἐναπόθεσή τους ἀπὸ κάποιον πιστὸ στὴ ἑορτή τοῦ ἁγίου. Ἐξωτερικὰ εἶναι ἀσβεστωμένα καὶ φρεσκάρονται, συνήθως, ἀπὸ τοὺς πιστοὺς τὶς παραμονὲς ἀπὸ τὴν ἡμέρα τοῦ ἑορτασμοῦ τους.
Τὰ προσκυνητάρια στὴ Νεστάνη Ἀρκαδίας
Στὴ Νεστάνη τὰ προσκυνητάρια εἶναι πολυάριθμα καὶ τὰ συναντάει κανεὶς κυρίως δίπλα στοὺς δρόμους καὶ στὰ μονοπάτια καὶ σπάνια σὲ πλαγιὲς τῶν βουνῶν, καὶ σὲ ἀπόκρημνα σημεῖα. Οἱ Νεστανιῶτες καὶ οἱ Νεστανιώτισσες ἀναφέρονται στὰ κτίσματα αὐτὰ μὲ τὴν ὀνομασία προσκυνητάρια ἢ εἰκονοστάσια, γεγονὸς ποὺ –ὅπως άναφέραμε– φαίνεται νὰ προσδίδει τὴ σεινάφειά του μὲ τοὺς μεγαλύτερους, ἐπίσημους χώρους λατρείας· τὶς ἐκκλησίες. Στὴν συντριπτική τους πλειοψηφία τὰ εἰκονοστάσια αὐτὰ εἶναι ἀφιερώματα ἀπὸ τοὺς πιστοὺς καὶ ἀρκετὰ δὲ ἀπὸ αὐτὰ φέρουν πάνω τὸ ὄνομα τοῦ δωρητῆ τους.
Τὰ εἰκονοστάσια παραμένουν σημεῖα λαϊκῆς λατρείας καὶ ἀναφορᾶς. Κρυμμένα σὲ ἀπόκρυμνες πλαγιὲς ἢ δίπλα στὶς ὁδούς, θὰ μᾶς θυμίζουν πάντα τὶς μυστιριακὲς λατρεῖες τοῦ Ἕλληνα ποὺ βασίζονταν στὶς ζωογόνους δυνάμεις τῆς φύσης ἔστω καὶ περικαλυμμένες διὰ χριστιανικοῦ καλύμματος, ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ Νικόλαος Πολίτης.2
Παρουσιάζουμε ἐδῶ, στὴ συνέχεια, μιὰ φωτογραφικὴ περιήγηση στὰ νεστανιώτικα προσκυνητάρια πάνω σὲ δικές μας φωτογραφίες.
Σημειώσεις
1. C.M Woodhouse, The Philhellenes, Β᾿ ἔκδοση, Doris Publications Ltd., Λονδίνο καὶ Ἀθήνα 1977, σελ. 17.
2. Νικόλαος Πολίτης, Λαογραφικὰ σύμμεικτα, τόμ. Α᾿, Ἐν Ἀθήναις ἐκ τοῦ τυπογραφείου Παρασκευᾶ Λεωνῆ, 1920, σελ. 80.
Βασικὴ βιβλιογραφία
Ἀρφανὰς Μ.Ε., Ἑλληνικὰ προσκυνητάρια, Ἐκδόσεις Ἴβος, Ἀθήνα 1987.
Γεώργιος Μέγας, Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν λαογραφίαν, Ἀθῆναι 1967.
Γεώργιος Μέγας, Ἑλληνικὲς γιορτὲς καὶ ἔθιμα τῆς λαϊκής λατρείας, Ἐκδόσεις Βιβλιοπωλεῖον τῆς «Ἑστίας», Ἀθήνα 1998.
Ἑλληνικὴ μυθολογία, τόμ. 2, «Οἱ θεοί», ὑπὸ τὴν γενικὴ ἐποπτία τοῦ Ι. Θ. Κακριδῆ, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, 1986.
Λεκατσᾶς Παναγής, Διόνυσος - Καταγωγὴ καὶ ἐξέλιξη τῆς Διονυσιακῆς Θρησκείας, Ἑταιρεία Σπουδῶν Νεοελληνικοῦ Πολιτισμοῦ καὶ Γενικῆς Παιδείας, Βιβλιοθήκη Σχολῆς Μωραΐτη, Ἀθήνα 1971.
Λουκᾶτος Δημήτριος, Εἰσαγωγὴ στὴν ἑλληνικὴ λαογραφία, Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 1978.
Carsten Holbraad, Ἑλληνικὰ εἰκονοστάσια, Ἐκδόσεις Τροχαλία, Ἀθήνα 1998.
Charles Weber, Eikonostasia, introd, Bertrand Bouvier de l’ Oeil, 1986.
Jeanmaire H., Διόνυσος - Ἱστορία τῆς λατρείας τοῦ Βάκχου, μετ. Ἄρτεμις Μερτάνη-Λίζα, Ἐκδόσεις Κλειώ, Πάτρα 1985.
Nilsson Μartin, Ἡ πίστη τῶν Ἑλλήνων, μετ. Ι. Κ. Μαζαράκης Αἰνιάν, Ἐκδόσεις Δωδώνη, Ἀθήνα – Γιάννινα 1998.
Nilsson Μartin, Ἑλληνικὴ λαϊκὴ θρησκεία, μετ. Ι. Θ. Κακριδής, Ἐκδόσεις Βιβλιοπωλεῖον τῆς «Ἑστίας», Ἀθήνα 1990.
© κειμένου-φωτογραφιῶν: Παναγιώτης Καρώνης 2021, μὲ τὴν ἐπιφύλαξη κάθε νομίμου δικαιώματος.
© Φωτογραφίας τῆς Νεστανιώτισσας ποὺ ἀνάβει τὸ καντήλι εἶναι, ὅπως ἀναφέρεται, τοῦ Παναγιώτη Σαρρῆ.
Ἀπαγορεύεται ἡ ἀναδημοσίευση, ἢ ἀναπαραγωγή, ὁλική, μερικὴ ἢ περιληπτικὴ ἢ κατὰ παράφραση ἢ διασκευὴ καὶ ἀπόδοση τοῦ περιεχομένου τοῦ παρόντος ἄρθρου καὶ τῶν φωτογραφιῶν ποὺ τὸ συνοδεύουν μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο, χωρὶς προηγούμενη συνεννόηση μὲ τὸν συγγραφέα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου