Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2016

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΝΕΣΤΑΝΗΣ - «Τρεῖς ἀντρειωμένοι»






ΤΡΕΙΣ ΑΝΤΡΕΙΩΜΕΝΟΙ
Τρεῖς ἀντρειωμένοι πέτουνται,* Μαργαριταρένια μου
γιὰ νὰ βγοῦν ἀπὸ τὸν Ἅδη, Μαργαριταροκλωνάρι
ἕνας τὸ Μάη θέλει νὰ βγεῖ, Μαργαριταρένια μου
κ' ἄλλος τὸν Ἁλωνάρη Μαργαριταροκλωνάρι
κι ὁ Δήμος τ' Ἅγιο Δημητριοῦ, Μαργαριταρένια μου
π' ἀνοίγουν τὰ βαγένια, Σύρμο μου καὶ Συρματένια.
Κανεὶς δὲν τοὺς ἐγνώρισε, Μαργαριταρένια μου
οὔτε τοὺς ἀγρικάει μαργαριταριάς κλωνάρι
παρά μιὰ κόρη μοναχά, κείνη τοὺς ἀγρικάει Μαργαριταροκλωνάρι
Πάρτε καὶ μὲ λεβέντες μου, Μαργαριταρένια μου
γιὰ νὰ βγῶ ἀπὸ τὸν Ἅδη, Μαργαριταροκλωνάρι.
Κόρη μ' βροντᾶν τ’ ἀσήμια σου, Μαργαριταρένια μου,
καὶ θὰ μᾶς ἀκούσουν κι ἄλλοι, Μαργαριταριᾶς κλωνάρι.
Τ’ αφήνω ὅλα, λεβέντες μου, τ’ ἀφήνω τὰ ρημαδιακὰ
καὶ στὸν Ἅδη τὰ πετάω, ἄι στὸν Πάνω Κόσμο πάω.
* Πέτουμαι: Μεταγενέστερος τύπος τοῦ ρήματος ἵπταμαι, πετῶ. Ἐν τῆ δημώδει ἐπαίρομαι, μεγαλαυχῶ. (Ἐγκυκλοπαιδικὸν Λεξικὸν Ἐλευθερουδάκη, Ἀθήνα 1927)

Σχολιασμός:
Ἐδώ, ἡ δημοτικὴ μούσα δὲν ἀργεῖ νὰ φέρει στὸ νοῦ τὴ σκηνὴ ποὺ ὁ Ἀχιλλέας ἐκμυστηρεύεται στὸν Ὁδυσσέα, ὅτι ἐπιθυμεῖ καὶ λαχταρᾶ τὴ ζωὴ στὸν πάνω κόσμο, ὅταν ὁ δεύτερος κατέβηκε στὸν Ἅδη, στὸ ἔπος τοῦ Ὀμήρου, «Ὀδύσσεια».
Παραθέτουμε τὸ σχετικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν «Ὀδύσσεια» τοῦ Ὁμήρου:
Ἦρθε κατόπι κι ἡ ψυχὴ τοῦ ξακουστοῦ Ἀχιλλέα
μὲ τοῦ Πατρόκλου τὴν ψυχὴ καὶ τοῦ ἄψεγου Ἀντιλόχου
καὶ τοῦ μεγάλου τοῦ Αἴαντα, ποὺ στὴ μορφή, στὸ σῶμα,
περνοὗσε κάθε Δαναό, μετὰ ἀπ’ τὸν ̓Αχιλλέα
Εὐτὺς μὲ γνώρισε ἡ ψυχὴ τοῦ φτερωτοῦ Ἀχιλλέα
κι ἔτσι θρηνώντας μοῦ’ λεγε μὲ φτερωμένα λόγια·
«Γιὲ τοῦ Λαέρτη, θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα,
καημένε, τί θὰ σοφιστῆς ἀκόμα πιὸ μεγάλο!
Πῶς βάσταξες νὰ κατεβῆς στὸν Ἅδη, ὄπου γυρίζουν
οἱ πεθαμένοι ἀναίσθητοι, θνητῶν νεκρῶν εἰκόνες;».
Εἶπε, κι ἐγὼ τ’ ἀπάντησα μὲ πεταχτά μου λόγια ̇
« ̓͂Ω φίλε, τοῦ Πηλέα γιέ, τῶν Ἀχαιῶν καμάρι,
ἦρθα ἀπ’ ἀνάγκη τὴ βουλὴ τοῦ Τειρεσία νὰ μάθω
καὶ πῶς θὰ φτάσω νὰ μοῦ πῆ στὸ βραχωμένο Θιάκι.
Κοντὰ σὲ χῶμα ἑλληνικὸ δὲν πῆγα ἀκόμα ὡς τώρα,
μήτε καὶ στὴν πατρίδα μου κι ὅλο καημοὶ μὲ δέρνουν.
Μὰ σὰν κι ἐσένα ἄλλος θνητὸς δὲ βρέθηκε, Ἀχιλλέα,
στὸν κόσμο πιὸ καλότυχος, μήτε ποτὲ θὰ γίνη.
Γιατὶ ὅταν ζοῦσες, σὰ θεὸ τιμούσαμε οἱ ̓Αργίτες,
καὶ τώρα πάλε στοὺς νεκροὺς μεγάλη δύναμη ἔχεις.
Γι’ αὐτό, Ἀχιλλέα, μὴ χολιᾶς πὼς εἶσαι πεθαμένος».
Εἶπα, κι εὐτὺς μ’ ἀπάντησε μὲ λυπημένα λόγια·
«Δυσσέα, γιὰ τὸ θάνατο μὴ μὲ παρηγορήσης.
Θά ̓θελα νά ̓μαι χωρικὸς καὶ νὰ ξενοδουλεύω
σὲ ἀφέντη δίχως κτήματα, πού ̓ ναι τὸ βιός του λίγο,
παρὰ νὰ βασιλεύω ἐδῶ στοὺς πεθαμένους ὀλους.
Ὅμηρος, «Ὀδύσσεια», Λ 472-497, μετ. Ζήσιμου Σιδέρη

Τοῦτο τὸ τραγούδι μοιάζει να εἶναι ἡ καταγραφὴ αὐτὴς τῆς ἐπιθυμίας. Αὐτή ἡ θεματικὴ τῆς ἀνόδου καὶ καθόδου στὸν Κάτω Κόσμο εἶναι βαθιὰ ριζωμένη στὸν Ἑλληνικὸ λαὸ, ἀφοῦ φέρνει στὸ νοῦ εἰκόνες ἀπὸ τὴν κάθοδο καὶ τὴν ἄνοδο τῆς Περσεφόνης στὸν Κάτω Κόσμο, τὴν εἰς Ἅδου κάθοδο τοῦ Ὀρφέα γιὰ νὰ φέρει πίσω τὴν ἀγαπημένη του Εὐρυδίκη, ἀλλὰ καὶ τὴν κάθοδο τοῦ Ἠρακλῆ προκειμένου νὰ φέρει πάλι στὴ ζωὴ τὴν Ἄλκηστη, ὅπως καὶ τὸν κέρβερο, τὸ μυθικὸ σκυλὶ μὲ τὰ τρία κεφάλια ποὺ φύλαγε τὸν Ἅδη, σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἄθλου του.
Εἶναι οὐσιαστικὰ μιὰ μεταγραφὴ τοῦ ἐπιτύμβιου ποὺ λέει: «στᾶθη καὶ οἴκτιρον», δηλαδή στάσου καὶ δάκρυσε γιατί δὲν ζῶ πιά.
Στὸ βιβλίο «Τραγούδια τῆς Νεστάνης», παρουσιάζουμε τρεῖς παραλλαγὲς τοῦ τραγουδιοῦ ποὺ καταγράψαμε ἀπὸ τοὺς Νεστανιώτες καὶ τὶς Νεστανιώτισες. Παραλλαγὴ του καταγράφεται ἀπὸ τὸν Γιῶργο Ἰωάννου στὰ «Δημοτικά τραγούδια της Κυνουρίας», Θεσσαλονίκη 1965, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν Νικόλαο Πολίτη.
Πηγὴ πληροφοριῶν:

ΚΑΡΩΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ, «ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΝΕΣΤΑΝΗΣ», ἐκδόσεις ΤΟ ΔΟΝΤΙ, Πάτρα, 2013.
Βίντεο: Τραγουδάνε τὰ ἀδέλφια -Νεστανιώτες- Δημήτριος Καρώνης καὶ Σωκράτης Καρώνης.
© Copyright: Παναγιώτης Καρώνης καὶ ἐκδόσεις ΤΟ ΔΟΝΤΙ, μὲ τὴν ἐπιφύλαξη κάθε δικαιώματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου